Xριστοδουλάκης: Όλα νόμιμα για την ένταξη μας στο ευρώ
Σε συνέντευξή του προς την οικονομική εφημερίδα Handelsblatt, ο έλληνας πρώην υπ. Οικονομικών Νίκος Χριστοδουλάκης υπερασπίζεται την ένταξη της Ελλάδας στην ευρωζώνη
«Όλα ήταν νόμιμα» είναι ο τίτλος της συνέντευξης του έλληνα πρώην υπουργού προς την Handelsblatt.
Ο κ. Χριστοδουλάκης υποστηρίζει πως η Ελλάδα μπήκε με νόμιμο και διαφανή τρόπο στην Ευρωζώνη, λέγοντας πως η Αθήνα αξιοποίησε «την ευελιξία που είχαν τότε όλες οι χώρες» για την είσοδο στη νομισματική ένωση.
«Εάν η Ελλάδα είχε εξαπατήσει, η Eurostat ή οι αγορές θα το είχαν ανακαλύψει εδώ και καιρό» τονίζει ο πρώην υπουργός, υποστηρίζοντας παράλληλα πως τα μέτρα που ζητά η τρόικα είναι πολιτικά και κοινωνικά μη εφαρμόσιμα.
Στη συνέντευξή του ο Ν.Χριστοδουλάκης δηλώνει υπερήφανος για την είσοδο της Ελλάδας στο κοινό νόμισμα, απορρίπτοντας επίσης πως ήταν πρόωρη. «Είχαμε αργήσει δύο χρόνια, δεν υπήρχε λόγος να περιμένουμε κι άλλο» λέει.
Στην ερώτηση εάν η Ελλάδα εξαπάτησε ώστε να πληροί τα κριτήρια ένταξης, ο Ν.Χριστοδουλάκης απαντά: «Φυσικά και η Ελλάδα χρησιμοποίησε την ευελιξία που ήταν διαθέσιμη τότε σε όλες τις χώρες για είσοδο. Δεν υπήρξαν όμως ειδικοί ευνοϊκοί κανόνες για εμάς, ούτε και ζητήσαμε κάτι τέτοιο. Εάν η Ελλάδα είχε εξαπατήσει, η Eurostat ή οι αγορές θα το είχαν ανακαλύψει εδώ και καιρό».
Σε ερώτηση ποια είναι η διαφορά μεταξύ ευελιξίας και εξαπάτησης, ο πρώην υπουργός απαντά λέγοντας: «Ό,τι κάναμε ήταν νόμιμο και διαφανές».
Όταν ερωτάται να διευκρινίσει τι εννοεί ως ευελιξία, ο Ν.Χριστοδουλάκης απαντά ότι «κάναμε ορισμένα πράγματα για να μπούμε στο ευρώ, όπως να μειώσουμε τον ΦΠΑ το 1999 για να πέσει ο πληθωρισμός, ανεβάσαμε τους φόρους στην περιουσία για να ενισχύσουμε τα έσοδα και συνυπολογίσαμε μεν τα εξοπλιστικά στο συνολικό χρέος, αλλά μόνο σταδιακά στο έλλειμμα». «Αυτή η μέθοδος δέχθηκε κριτική, αλλά από το 2006 έχει ο κανόνας για όλη την ΕΕ» λέει.
Στην επισήμανση πως για κάποιους αυτό θα συνιστούσε φαλκίδευση των στοιχείων, ο πρώην υπουργός λέει ότι «γνωρίζω πολλές χώρες που έκαναν πράγματα για να επηρεάσουν τους αριθμούς και να μπουν στο ευρώ, ανάμεσά τους και η Γερμανία». Υποστηρίζει επίσης ότι εκείνη την περίοδο πολύ λίγες χώρες θα μπορούσαν να πληρούν τα κριτήρια του Μάαστριχτ.
Ως παραδείγματα αναφέρει ότι «η Γερμανία δεν συνυπολόγισε στο δημόσιο τομέα τα νοσοκομεία, η Γαλλία αποφάσισε ότι δεν είναι μέρος του δημοσίου το ασφαλιστικό ταμείο για τον κρατικό φορέα τηλεπικοινωνιών, το Βέλγιο πούλησε χρυσό». «Η Ελλάδα δεν έκανε τέτοια πράγματα» λέει.
Μετά την κατάρτιση των κριτηρίων του Μάαστριχτ, υποστηρίζει, «η Γερμανία και η Γαλλία αντιλήφθηκαν ότι η τήρησή τους ήταν πολύ δύσκολη και έτσι επέτρεψαν μεγαλύτερη ευελιξία». «Αυτό ήταν σωστό, και φυσικά η Ελλάδα αξιοποίησε αυτή τη δυνατότητα» προσέθεσε.
Η είσοδος στο ευρώ μείωσε το κίνητρο για μεταρρυθμίσεις, ανεφέρει, πράγμα που ίσχυε ωστόσο για όλους. Μέχρι το ξέσπασμα της [χρηματοπιστωτικής] κρίσης το 2007, τα δημοσιονομικά στην Ευρωζώνη ήταν σε καλή κατάσταση, λέει, αν και «στην Ελλάδα ήταν τόσο τα δημοσιονομικά όσο η ιδιωτική οικονομία σε καταστροφική κατάσταση, κάτι ωστόσο που ήταν ιδιαίτερη περίπτωση».
Στην επισήμανση των δημοσιογράφων πως «ακούγοντάς σας, θα νόμιζε κανείς πως η Ελλάδα δεν φέρει καμία ευθύνη», ο Ν.Χριστοδουλάκης απαντά: «Μην παρεξηγηθώ, το κύριο βάρος της ευθύνης το φέρουν οι ελληνικές κυβερνήσεις, αλλά όχι αποκλειστικά οι Έλληνες».
Ο Ν.Χριστοδουλάκης συνεχίζει λέγοντας πως «η νέα κυβέρνηση που ήρθε το 2004 δεν έδωσε βάση στην σταθεροποίηση της οικονομίας». «Η πτώση ξεκίνησε με την εξαφάνιση του πρωτογενούς πλεονάσματος και την εκτίναξη των εξόδων» λέει, αναφέροντας πως «όταν έφυγα το 2004, τα δημόσια έξοδα έφταναν τα 31 δισ. ευρώ και το 2009 είχαν ήδη φτάσει τα 62 δισ. ευρώ».
Σε ερώτηση τι θα έκανε διαφορετικά, ο Ν.Χριστοδουλάκης λέει πως «στη θητεία μου προσπάθησα πολύ να μειώσω τα έξοδα. Έπρεπε να είχαμε κάνει περισσότερα ώστε να αποτρέψουμε και τις επόμενες κυβερνήσεις από υπερβολικές δαπάνες, έπρεπε να είχαμε θεσπίσει όριο χρέους και ελλείμματος με συνταγματική αναφορά».