Καθυστέρηση στις μεταρρυθμίσεις βλέπει το γραφείο προϋπολογισμού
Σημαντική καθυστέρηση στην υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα με αποτέλεσμα, εκτός των άλλων, να μην πέσουν και οι τιμές στην αγορά διαπιστώνει η έκθεση του γραφείου προϋπολογισμού του κράτους στη Βουλή στην έκθεση για την ελληνική οικονομία το τέταρτο τρίμηνο του 2013.
«Ενώ η δημοσιονομική προσαρμογή, δηλαδή ο πρώτος πυλώνας του προγράμματος, χαρακτηρίζεται από σημαντική πρόοδο, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τον δεύτερο πυλώνα που είναι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αυτές σχετίζονται με τις ριζικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του κράτους, στη γραφειοκρατία, στο επιχειρηματικό περιβάλλον, στην αγορά, στη δικαιοσύνη, στην παιδεία, στην πάταξη της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής» αναφέρουν χαρακτηριστικά οι συντάκτες της έκθεσης.
Και εξηγούν ότι «Για παράδειγμα, ο στόχος της εσωτερικής υποτίμησης επιδιώχθηκε σχεδόν αποκλειστικά μέσω των μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας και κυρίως με τη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας ενώ αγνοήθηκε (ή δεν επιδιώχθηκε επιτυχώς) η ταυτόχρονη μεταρρύθμιση στην αγορά αγαθών. Έτσι οι τιμές δεν έπεσαν επαρκώς, ένα μικρό μέρος της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας διαβρώθηκε από την ανατίμηση του ευρώ και το βιοτικό επίπεδο των καταναλωτών μειώθηκε δραματικά».
Σύμφωνα με την έκθεση η αναντιστοιχία ουσιαστικής προόδου στον τομέα των μεταρρυθμίσεων σε σχέση με τον δημοσιονομικό τομέα, είχε σαν αποτέλεσμα τη διαφαινόμενη σταθεροποίηση μεν της οικονομίας, με ταυτόχρονη όμως εξασθένιση των μακροχρόνιων προοπτικών για ανάκαμψη, τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και τη διόγκωση της ανεργίας σε πρωτοφανή επίπεδα. Τα προβλήματα αυτά όπως εκτιμάται «μπορούν να εξελιχθούν σε κινδύνους για την μετέπειτα πορεία της χώρας».
Σε ότι αφορά τη διόγκωση των κοινωνικών ανισοτήτων στην έκθεση σημειώνεται ότι οι φτωχότεροι έλληνες ήταν κατά μέσο όρο 56,5% πιο φτωχοί το 2012 σε σύγκριση με όσους βρίσκονταν σε ανέχεια το 2009. «Το συμπέρασμα της ανισοκατανομής της ύφεσης και της λιτότητας, ενισχύεται ακόμη περισσότερο από την εκτίμηση ότι το πλουσιότερο 20% των Ελλήνων είναι σήμερα ακόμη πιο πλούσιο από το φτωχότερο 20%».
Οι συντάκτες της έκθεσης εντοπίζουν ως πηγές αβεβαιοτήτων για την πορεία της χώρας την πολιτική πόλωση και εξασθένιση της κοινωνικής συνοχής σε συνδυασμό με τους κινδύνους που σχετίζονται με την πολιτική σταθερότητα και θέτουν τα εξής ερωτήματα: «Μπορεί η κυβέρνηση να προτείνει αλλαγές στην τρέχουσα πολιτική -χωρίς να εγκαταλείψει τη γενική κατεύθυνση- που να απαντούν στις ανησυχίες και την κριτική της αξιωματικής κυρίως αντιπολίτευσης αλλά και Ευρωπαϊκών και Διεθνών θεσμών (πχ. Ευρωκοινοβούλιο, ΔΝΤ, κλπ.) χωρίς να εξαιρέσουμε και την συζήτηση που διεξάγεται στο πλαίσιο της ακαδημαϊκής κοινότητας; Και, από την άλλη πλευρά, μπορεί η αξιωματική αντιπολίτευση να αποδεχθεί συγκλίσεις με βάση τη διακηρυγμένη θέση της ότι δεν επιδιώκει την έξοδο της Ελλάδας από τη Ζώνη του Ευρώ;»
Το ζητούμενο για την Ελλάδα είναι η ανάπτυξη, όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση του γραφείου προϋπολογισμού του κράτους στη Βουλή. Επίσης, τονίζει ότι αν το πρόβλημα της ανεργίας δεν αντιμετωπισθεί άμεσα θα προκαλέσει την πλήρη οικονομική απαξίωση και τη φυσική καταστροφή του πιο σημαντικού παραγωγικού συντελεστή της οικονομίας, του ανθρώπινου δυναμικού της. Για αυτό και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι απαιτούνται θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης που θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα αυτό.
Επίσης, συμπεραίνει ότι «η ελληνική πολιτική οφείλει να λάβει υπόψη τις εξελίξεις στην ΕΕ και Ευρωζώνη που ορίζουν πλέον ολοένα και περισσότερο το πλαίσιο εντός του οποίου θα μπορεί μια εθνική κυβέρνηση να κινηθεί».