Foreign Affairs: Έξαρση λαϊκισμού και εθνικισμού σε ΕΕ και ΗΠΑ
Με θέμα τη «λαϊκίστικη απειλή για τη Φιλελεύθερη Δημοκρατία», το αμερικανικό περιοδικό ForeignAffairs φιλοξενεί εκτενέστατο ρεπορτάζ-ανάλυση, καταγράφοντας την έξαρση του λαϊκισμού και του εθνικισμού στην Ευρώπη και στην Αμερική, με αναφορές στην Ελλάδα, τη Χρυσή Αυγή και τον ΣΥΡΙΖΑ, δίνοντας έμφαση και στις «θεωρίες» των «αριστερών λαϊκιστών».
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, το οποίο υπογράφει ο YaschaMounk, υποψήφιος διδάκτωρ στο Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, ο εθνικός σωβινισμός έχει πυροδοτήσει στην Ευρώπη μια σειρά από «λαϊκίστικα κόμματα», όπως στην Αυστρία το Κόμμα της Ελευθερίας, το Τζόμπικ στην Ουγγαρία και στην Ελλάδα τη Χρυσή Αυγή. Ακόμη και στη Γερμανία, όπου ο έντονος εθνικισμός έχει από καιρό απαξιωθεί λόγω του ναζιστικού παρελθόντος της χώρας, ο Τίλο Σαραζίν, πρώην μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Bundesbank, έγινε λαϊκιστής και κερδίζει το κοινό του με την επίκληση εθνικών σοβινιστικών θεμάτων, όπως επισημαίνεται.
Στο δημοσίευμα προβάλλεται, επίσης, η άποψη ότι «μια παρόμοια μορφή οικονομικού λαϊκισμού ζωντανεύει σε κόμματα διαμαρτυρίας στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και του Κινήματος Πέντε Αστέρων στην Ιταλία, τα οποία υπερασπίζονται "αγρίως" το παραδοσιακό κράτος πρόνοιας και απέρριψαν τα μέτρα λιτότητας που επιβλήθηκαν από την Αθήνα και τη Ρώμη -συχνά κατόπιν εντολής των Βρυξελλών ή του Βερολίνου- στον απόηχο της κρίσης του ευρώ» όπως τονίζεται.
Μεταξύ άλλων, επισημαίνεται ότι τα «κόμματα του κατεστημένου» της Ευρώπης θα μπορούσαν να προχωρήσουν σε κάποια «εύκολα βήματα» για να καθησυχάσουν τους φόβους που δημιουργούν οι λαϊκιστικές σχετικά με την ΕΕ. «Ένα πολλά υποσχόμενο ξεκίνημα», όπως σημειώνεται, θα ήταν η εγκατάλειψη της «μακροχρόνιας δέσμευσής» τους για μια «διαρκώς στενότερη ένωση», φιλοδοξία που βοηθά πολύ τους λαϊκιστές, όπως σημειώνεται, προσθέτοντας ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα μπορούσαν να υιοθετήσουν πολιτική χαλάρωσης της «κυριαρχίας» (της ΕΕ), προστατεύοντας παράλληλα τα κύρια επιτεύγματα της ΕΕ, όπως η ελεύθερη κυκλοφορία των αγαθών και των ανθρώπων.
Στην αρχή του κειμένου αναφέρεται ότι από τη ρωμαϊκή εποχή, σχεδόν κάθε είδος κυβέρνησης που είναι ανταγωνιστική σε εκλογές έχει βιώσει κάποια μορφή λαϊκισμού, κάποια προσπάθεια από φιλόδοξους πολιτικούς να κινητοποιήσουν τις μάζες. Αφού παρατίθενται ορισμένα ιστορικά παραδείγματα, σημειώνεται ότι «μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα, ο λαϊκισμός είχε γίνει ένα κοινό χαρακτηριστικό της δημοκρατίας».
Στη συνέχεια, ο αρθρογράφος υποστηρίζει ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο δεκαετιών, λαϊκιστικά κινήματα στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν «ξεριζώσει παραδοσιακές κομματικές δομές», ενώ η επιρροή των λαϊκιστών είναι «ιδιαίτερα εντυπωσιακή» τους τελευταίους μήνες.
Τον Μάιο, όπως τονίζεται, ο ευρωσκεπτικισμός και τα ακροδεξιά κόμματα έδειξαν μια «άνευ προηγουμένου δύναμη» στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ακόμη και στη Γαλλία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ στις Ηνωμένες Πολιτείες, το TeaParty έχει προκαλέσει «εμφύλιο πόλεμο» στο εσωτερικό του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, με το ενδεχόμενο στις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου να κρατήσει το Κογκρέσο «όμηρο» σε μια «παρελκυστική πολιτική» για το άμεσο μέλλον.
Ακολούθως, ο αρθρογράφος αναφερόμενος στις αιτίες και στους λόγους ενίσχυσης του λαϊκισμού και του εθνικισμού, καταγράφει τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης του 2008 και της Μεγάλης Ύφεσης που ακολούθησε, επισημαίνοντας παράλληλα ότι «η ερμηνεία (για τις συνέπειες της κρίσης) υποτιμά τη σημασία αυτών των εκλογικών μετατοπίσεων».
Όπως υπογραμμίζεται, η άνοδος του λαϊκισμού πηγάζει από μια σειρά «μακροπρόθεσμων προκλήσεων, που έχουν μειώσει την ικανότητα των δημοκρατικών κυβερνήσεων να ικανοποιήσουν τους πολίτες τους».
Επίσης, σ' ένα άλλο σημείο του δημοσιεύματος υποστηρίζεται ότι παρά τη γνησιότητα των προβλημάτων, «ωστόσο, οι αριστεροί λαϊκιστές υποτιμούν πόσο βαθιές είναι οι ρίζες της σύγχρονης οικονομικής δυσπραγίας» και γίνεται λόγος για «φαντασιώδη» (πολιτική), όταν πρόκειται για λύσεις, κατηγορώντας (οι «αριστεροί λαϊκιστές») τις «παγιωμένες ελίτ» για «εκτεταμένη φτώχεια» και «προωθούν το μύθο» του αγώνα για την «οικονομική δικαιοσύνη».
Στο τέλος, διατυπώνεται και η άποψη ότι «οι απλές λύσεις που προσφέρονται από τους λαϊκιστές είναι καταδικασμένες να αποτύχουν».