Ομιλία Μεϊμαράκη για τη Συνταγματική αναθεώρηση
Μεταξύ άλλων, ο κ. Μεϊμαράκης ανέφερε: «...Για σοβαρά ζητήματα το Σύνταγμα του '75 προβλέπει πάρα πολύ αυξημένες πλειοψηφίες, ώστε να μπορούμε να συνεννοούμαστε και όχι να «εκβιαζόμαστε».
Παρ' όλα αυτά πρέπει να σας πω ότι όλα τα κόμματα σε περιόδους που θεωρούσαν ότι μπορούσαν να «εκβιάσουν», κατά κάποιο τρόπο, μη δίνοντας τη συναίνεση, όλοι αμάρτησαν και η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ και τώρα ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α με κύριο χαρακτηριστικό, ότι δεν ψηφίζουμε για Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή δεν δίνουμε τη συναίνεση μας ή τη συνεννόηση μας προκειμένου να πετύχουμε εκλογές για να αλλάξει η πολιτική, η οποία εφαρμόζει η κάθε κυβέρνηση, την κάθε φορά που το κάθε κόμμα αρνείτο. Και γι' αυτό ακριβώς εγώ θεωρώ ότι αυτές οι διαδικασίες, είναι διαδικασίες των βουλευτών και όχι διαδικασίες των κομμάτων και είναι κάτι το οποίο ισχυριζόμουν από παλιά. Βεβαίως τα κόμματα είναι ένας πολιτικός θεσμός πάνω στον οποίο στηρίζεται η Δημοκρατία.
Δυστυχώς τα κόμματα, μέχρι και πάρα πολύ καιρό αλλά ακόμα και τώρα σε ορισμένες φάσεις ήταν αρχηγικά, ενός ανδρός αρχή. Γεγονός το οποίο προσδιόριζε προς ποια κατεύθυνση θα κινηθούν αυτά. Και πρέπει να πω ότι στην διάρκεια των 40 ετών υπήρξαν βήματα σε όλα τα κόμματα προς ένα μεγαλύτερο εκδημοκρατισμό αυτών των κυττάρων της Δημοκρατίας, γιατί εγώ πιστεύω στα κόμματα, δεν θεωρώ ότι έχουν απαξιωθεί, ούτε πρέπει να τα απαξιώνουμε, ούτε είναι κακό να προσφέρει κάποιος στα κοινά μέσω ενός κόμματος που εκφράζει με το πρόγραμμά του και την ιδεολογία του, τα προσωπικά μας πιστεύω και σου δίνει τον αξιακό του κώδικα.
Δυστυχώς, βεβαίως τα τελευταία χρόνια, τα κόμματα δυσφημίστηκαν πάρα πολύ. Οι διαδικασίες αλλά και η αίσθηση των πολιτών ήταν τέτοια που αισθανόντουσαν ότι τους φταίνε όλα τα κόμματα, όλο το πολιτικό σύστημα, γι' αυτό και το 2012 υπήρχε μια διάθεση τιμωριτικής ψήφου προς όλο το πολιτικό σύστημα και κυρίως θα έλεγα ότι στράφηκαν προς φωνές, υποψηφίους, υποψηφιότητες, ακραίους, λαϊκιστές γιατί ήθελαν να τιμωρήσουν συνολικά το πολιτικό σύστημα. Βεβαίως προέκυψε απ' αυτή την τιμωριτική ψήφο η Βουλή του 2012. Η οποία τελικά στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Κατάφερε να συνεννοηθούν για πρώτη φορά κόμματα και να έχουμε συγκυβέρνηση, κατάφερε να έχει ένα κοινό προγραμματισμό ο οποίος ήταν να δώσουμε λύση στα προβλήματα μένοντας στην Ευρώπη, μένοντας στην Ευρωζώνη και προσπαθώντας να επαναδιαπραγματευτούμε όσα απ' αυτά πιστεύαμε ότι δεν μπορούσαν να υλοποιηθούν και κράτησε για αρκετό χρονικό διάστημα παρ' ότι πίστευαν οι περισσότεροι ότι δεν θα μπορούσε να ολοκληρώσει το βίο της. Και φτάσαμε στο σημερινό σημείο στο οποίο πλέον ξεκίνησε και η συζήτηση για την Αναθεώρηση του Συντάγματος.
Ως Πρόεδρος της Βουλής και θεσμικά, θέλω να ολοκληρωθεί σ' αυτή τη Βουλή αυτή η συζήτηση, ώστε να μπορέσουμε να προχωρήσουμε στην επόμενη Βουλή. Δεν θέλω αυτή την ώρα να το συνδέσω και λόγω των εξελίξεων με την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και την πιθανή διάλυση, αν δεν εκλεγεί Πρόεδρος από αυτή τη Βουλή, που εγώ πιστεύω ότι οι βουλευτές θα αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και με ευθύνη θα προσέλθουν στην ψηφοφορία. Αλλά θέλω να τονίσω ότι είναι μια ευκαιρία να ξανασυζητήσουμε πάλι, να ξαναπροβληματιστούμε και να δούμε πως μπορούμε να συμφωνήσουμε ώστε να προχωρήσουμε σε μια πολύ καλή αλλαγή του Συνταγματικού πλαισίου τόσο ως προς την οικονομία, που το Συνέδριο, η διημερίδα αυτή πραγματεύεται, όσο και γενικότερα όμως προς τα ατομικά δικαιώματα, τη λειτουργία της Βουλής, τη δικαστική εξουσία και όλα εκείνα τα οποία το Σύνταγμα έχει ως κεφάλαια. Γι' αυτό ακριβώς πιστεύω ότι αυτή η συζήτηση πρέπει να γίνεται συχνά.
Και εδώ, επιτρέψτε μου να σας πω ότι εγώ έζησα ως βουλευτής όλες τις αναθεωρήσεις, και μάλιστα ως μέλος και της Επιτροπής, πλην το '85. Και ασχολήθηκα αρκετά με το θέμα του Συντάγματος. Θέλω να σας πω ότι δειλά – δειλά το 2002, στην πρώτη αναθεώρηση μετά το '85, τότε, κάποιοι συνάδελφοι βουλευτές προτείναμε την απεμπλοκή των εθνικών εκλογών από την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας. Αν αυτό είχε εισακουστεί, που τώρα όλοι το θεωρούν ότι είναι σωστό και εύλογο, θα ήταν διαφορετική η πορεία της χώρας. Και θα σας πω κιόλας ότι είχαμε προτείνει πάλι, λιγότεροι βουλευτές αλλά απ' όλα τα κόμματα, στο να συμπέσει η πενταετία της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας με τις ευρωεκλογές και τις αυτοδιοικητικές εκλογές γιατί έτυχε κάποιες εποχές να έχουμε κάθε χρόνο εκλογές.
Κάθε χρόνο να δοκιμάζεται η κυβερνητική πολιτική και κάθε χρόνο βεβαίως εκ του ασφαλούς ο πολίτης να εκφράζεται κατά της κυβερνητικής πολιτικής. Όποια κυβέρνηση κι αν βρισκόταν εκείνη την ώρα και όποιο κόμμα και αν ήταν στην αντιπολίτευση το εκμεταλλευόταν πολιτικά με αποτέλεσμα να δημιουργείται αστάθεια. Πρέπει να σας πω ότι μέχρι να μπούμε στην ΟΝΕ που υπήρχε το εθνικό νόμισμα η πολιτική αστάθεια δεν επηρέαζε τόσο την οικονομία. Την επηρέαζε μεν αλλά όχι τόσο όσο σήμερα που είμαστε με κοινό νόμισμα και που ταυτόχρονα έχει παγκοσμιοποιηθεί η οικονομία. Και γι' αυτό θεωρώ ότι για να μπορέσει η οικονομία να προχωρήσει απαιτείται να υπάρχει πολιτική σταθερότητα, απαιτείται να υπάρχει πολιτικός συνομιλητής με τους Ευρωπαίους, με τους δανειστές, με τον οποιοδήποτε, ο οποίος θα μπορεί με βάση το πλαίσιο το οποίο υπάρχει να συνεννοείται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο με όλους αυτούς που απαιτείται.
Και εδώ θα σας προσθέσω και κάτι που μπορεί σε κάποιους να φανεί παράξενο. Εγώ πιστεύω ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι δανειστές κουβεντιάζουν και θα κουβεντιάζουν οποιαδήποτε κυβέρνηση σε κάθε χώρα. Δεν θεωρώ ότι δεν θα κουβεντιάζουν. Γιατί και εμείς το ίδιο κάνουμε. Εμείς συναλλασόμεθα και συζητάμε με μια άλλη χώρα ανεξαρτήτως του ποια κυβέρνηση ή ποιο Πρόεδρο Δημοκρατίας ή ποιο πρωθυπουργό έχει. Άρα αυτά που ακούτε, ότι αν αλλάξει η κυβέρνηση πως θα συζητάνε δεν έχουν τόση σημασία. Σημασία έχει αν η αλλαγή αυτή θα φέρει αλλαγή πολιτικής σε βασικούς τομείς στους οποίους έχει συμφωνήσει η χώρα με την Ευρωπαϊκή Ένωση στο πλαίσιο της ευρωζώνης μέσα στο οποίο πρέπει να κινείται. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα που δημιουργεί σήμερα την αστάθεια στην οικονομία. Και τελικά για να μπορέσει η οικονομία να λειτουργήσει απαιτείται πολιτική σταθερότητα, απαιτείται εφαρμογή των κανόνων ώστε και οι έξω και οι μέσα να ξέρουμε με ποιους κανόνες και πως κινούμαστε. Για να μπορέσουμε πράγματι πολύ περισσότερο στην κρίση να την ξεπεράσουμε. Και επιτρέψτε μου να σας πω πως είμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι το Σύνταγμα πρέπει να είναι πολύ λιτό, να περιέχει πολύ λίγες διατάξεις συγκεκριμένες των βασικών κανόνων, ώστε να μπορούμε πράγματι να έχουμε μια ευελιξία, τώρα που τα πάντα αλλάζουν, να προσαρμοζόμαστε στα νέα δεδομένα. Το ελληνικό Σύνταγμα όμως δεν είναι μικρό, δεν είναι ευέλικτο, έχουμε βάλει καθετί, που θα μπορούσε να ρυθμιστεί και με απλό νόμο, μέσα στο Σύνταγμα. Εφόσον γίνεται αυτό προτείνω και πρέπει να σας πω με πολύ ένταση να μπορούμε τουλάχιστον ως προς αυτά, επειδή όλα αλλάζουν στο περιβάλλον που ζούμε, να αναθεωρούμε τις μη θεμελιώδεις διατάξεις εφόσον η Βουλή που θεωρείται κυρίαρχο όργανο κοινοβουλευτικό κρίνει με πολύ μεγάλη και αυστηρή πλειοψηφία ότι πρέπει αυτά να αλλάξουν...