Κ. Νοτοπούλου: Οι νεοφιλελεύθεροι θέλουν την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ
Μια τέτοια αποτυχία θα ήταν ένα μήνυμα προς άλλα κινήματα όπως το "Ποντέμος" στην Ισπανία, ότι δεν έχουν μέλλον, και ήδη γι αυτόν και μόνο το λόγο θα πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να επιτύχει, αναφέρει, για να προσθέσει ταυτόχρονα ότι οι απειλές από την ΕΕ είναι σε καθημερινή βάση.
Ως παράδειγμα παραθέτει την ψήφιση του νόμου για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, μετά τον οποίο "οι γραφειοκράτες της ΕΕ μας απείλησαν και τον ερμήνευσαν ως μονομερή ενέργεια, ωστόσο η κυβέρνηση θα υπεραμύνεται των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αδιαφορώντας για το κόστος, έστω και αν αυτό είναι επώδυνο για το ΣΥΡΙΖΑ".
Στην ερώτηση "πώς ο ΣΥΡΙΖΑ κατόρθωσε να αναδειχθεί σε ισχυρότερη πολιτική δύναμη στην Ελλάδα", η Κατερίνα Νοτοπούλου σημειώνει ότι πρόκειται για ένα αριστερό συλλεκτικό κόμμα, το οποίο εκφράζει και την οργή των πολιτών, ενώ έχει επίσης έναν πολιτικό στόχο.
Αυτός είναι το τετραετές πρόγραμμα που υποσχέθηκε προεκλογικά και το οποίο στοχεύει στην εξάλειψη της ανθρωπιστικής κρίσης, στην επανεκκίνηση της οικονομίας και στη μεταρρύθμιση του κράτους, ενώ είναι σε γνώση του ΣΥΡΙΖΑ ότι οι άνθρωποι δεν πρόκειται πλέον να τον στηρίξουν εάν υπαναχωρήσει από τις υποσχέσεις του, όπως επίσης είναι σε γνώση του ότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε κατόπιν την ανάκαμψη των ακροδεξιών.
Σε άλλα σημεία της συνέντευξης της στην αυστριακή εφημερίδα αναφέρεται στην ίδρυση "Κλινικών της Αλληλεγγύης" σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, στις οποίες οι άνθρωποι εργάζονται εθελοντικά, παρέχοντας περίθαλψη σε εκείνους που είναι ανασφάλιστοι και των οποίων ο αριθμός φθάνει τα τρία εκατομμύρια, καθώς, όπως σημειώνει, η προηγούμενη κυβέρνηση τούς είχε αποκλείσει πλήρως από την πρόσβαση στην ιατρική περίθαλψη.
Επισημαίνει στη συνέχεια ότι μετά τις εκλογές έχουν αλλάξει τα πρόσωπα των Ελλήνων, οι οποίοι τώρα έχουν ανακτήσει την αξιοπρέπειά τους και αισθάνονται ότι έχουν την τύχη στα χέρια τους, ένα συναίσθημα ελευθερίας αλλά συγχρόνως και φόβου, καθώς εκτοξεύονται τόσο πολλές απειλές από τα ΜΜΕ ώστε κανείς να μην γνωρίζει αν για παράδειγμα η χώρα θα παραμείνει ή όχι στην Ευρωζώνη.