Βαρουφάκης: Ο αποκλεισμός μας από το πρόγραμμα της ΕΚΤ βαραίνει τους προηγούμενους
Η απόφαση της ΕΚΤ να αποκλείσει την Ελλάδα από το πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» θα ίσχυε ανεξαρτήτως του ποια κυβέρνηση σχηματίστηκε την 25η Ιανουαρίου και ποια πολιτική διαπραγμάτευσης ακολουθείται, είναι η θέση που διατυπώνει ο υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης σε έγγραφό του που διαβιβάστηκε στη Βουλή την 2.4.2015.
Στο ίδιο έγγραφο ο υπουργός Οικονομικών τονίζει ότι «η ευθύνη για τον αποκλεισμό της Ελλάδας από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης βαραίνει στο ακέραιο τις δύο προηγούμενες κυβερνήσεις οι οποίες αποδέχθηκαν και τροποποίησαν τους όρους του 2ου Μνημονίου».
Το έγγραφο του υπουργού Οικονομικών διαβιβάστηκε μετά από ερώτηση που είχε καταθέσει ο βουλευτής της ΝΔ Νίκος Δένδιας με την οποία έλεγε ότι η σημερινή κυβέρνηση οδηγεί την ελληνική οικονομία σε πιστωτική ασφυξία την ίδια ώρα που η ΕΚΤ «πλημμυρίζει» την Ευρωζώνη με 1,1 τρισ. ευρώ.
Ο κ. Δένδιας αναφερόταν ειδικότερα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης στο πλαίσιο της οποίας η ΕΚΤ θα προβεί σε αγορές κρατικών ομολόγων παρέχοντας ρευστότητα και αναζωογονώντας την ευρωζώνη αλλά η κυβέρνηση, επειδή αδυνατεί να συνεννοηθεί με τους εταίρους, στερεί από τη χώρα τη συμμετοχή στο πρόγραμμα αυτό όσο και την αποδοχή των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ ως ενεχύρων για την παροχή ρευστότητας.
Ωστόσο ο υπουργός Οικονομικών παραπέμπει τον κ. Δένδια στην ανακοίνωση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι, στη Φραγκφούρτη, στις 22 Ιανουαρίου 2015, σύμφωνα με την οποία τα ελληνικά ομόλογα αποκλείονται από το πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» της ΕΚΤ ανεξαρτήτως από την έκβαση της εξελισσόμενης διαπραγμάτευσης ή από την πολιτική της σημερινής ελληνικής κυβέρνησης.
Συγκεκριμένα, όπως υπογραμμίζει ο κ. Βαρουφάκης, η ΕΚΤ δήλωσε πως θα αγοράζει ομόλογα ενός κράτους- μέλους συνολικής αξίας που να μην υπερβαίνει το 1/3 των κυκλοφορούντων κρατικών ομολόγων. Παράλληλα, ο πρόεδρος της ΕΚΤ δήλωσε πως τα προ του PSI ελληνικά κρατικά ομόλογα τα οποία παραμένουν στην ιδιοκτησία της ΕΚΤ (και που αγοράστηκαν την περίοδο 2010/2011 στο πλαίσιο του προγράμματος SMP της ΕΚΤ) θεωρούνται κυκλοφορούντα ομόλογα τα οποία έχει ήδη αγοράσει η ΕΚΤ και, καθώς η αξία τους ξεπερνά το 1/3 των ελληνικών ομολόγων, η Ελλάδα αποκλείεται από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Πρόσθεσε δε ότι μόνο μετά την αποπληρωμή από την ελληνική κυβέρνηση των ομολόγων του προγράμματος SMP που διαθέτει η ΕΚΤ (αξίας 6,7 δισ.) το ερχόμενο καλοκαίρι (οπότε και ωριμάζουν) θα μπορεί να συμμετάσχει η Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης με αντίστοιχο ποσό.
«Είναι λοιπόν σαφές ότι η απόφαση της ΕΚΤ να αποκλείσει την Ελλάδα από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα ίσχυε ανεξαρτήτως του ποια κυβέρνηση σχηματίστηκε την 25η Ιανουαρίου και ποια πολιτική διαπραγμάτευσης ακολουθείται», απαντά ο υπουργός Οικονομικών στον Νίκο Δένδια και σημειώνει πως δεδομένων:
- του στόχου του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης να καταπολεμήσει τον αποπληθωρισμό, και
-του γεγονότος ότι το 2014 η χώρα είχε αποπληθωρισμό 1,3%,
«είναι τουλάχιστον παράδοξη η απόφαση της ΕΚΤ να εξαιρέσει τη χώρα από το εν λόγω πρόγραμμα».
«Η χώρα δεν θα είχε αποκλειστεί από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης αν η ΕΚΤ είχε αναγνωρίσει μια απλή πραγματικότητα: τα ομόλογα του προγράμματος SMP που διαθέτει η ΕΚΤ (και που προϋπήρχαν του PSI) έχουν αποσυρθεί από τις χρηματαγορές (δηλαδή δεν κυκλοφορούν). Πράγματι αν κυκλοφορούσαν θα είχαν κουρευτεί από το PSI εν έτει 2012 (κάτι που δεν έγινε μετά από εισήγηση της ΕΚΤ)», επισημαίνει ο κ. Βαρουφάκης και συνεχίζει:
«Τα ασφαλή συμπεράσματα στα οποία καταλήγει ο κάθε καλοπροαίρετος παρατηρητής είναι ότι:
- Η ευθύνη για τον αποκλεισμό της Ελλάδας από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης βαραίνει στο ακέραιο τις δύο προηγούμενες κυβερνήσεις οι οποίες αποδέχθηκαν και τροποποίησαν τους όρους του 2ου Μνημονίου.
- Αποδεικνύεται άλλη μια φορά η επιτακτική ανάγκη σκληρής διαπραγμάτευσης που μόνο η σημερινή κυβέρνηση έχει τολμήσει να ξεκινήσει με στόχο όχι μόνο την εξασφάλιση ρευστότητας για την αγορά αλλά και την συνολική έξοδο από την κρίση για την ελληνική κοινωνική οικονομία».