Βουλή: Απογοητευτικά τα στοιχεία επανεισδοχής μεταναστών στην Τουρκία
Τα στοιχεία, διαβίβασε ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Χουντής αρμόδιος για Ευρωπαϊκές Υποθέσεις, στο πλαίσιο του κοινοβουλευτικού ελέγχου και ειδικότερα ερώτησης που είχε κατατεθεί από τον βουλευτή της ΝΔ, Στέφανο Γκίκα για την «έξαρση του φαινομένου εισροής παράνομων μεταναστών στην Ελλάδα από τα τουρκικά παράλια».
Στο σχετικό έγγραφο, καθίσταται σαφής η θέση της ελληνικής πλευράς απέναντι στα βήματα που έγιναν από την πλευρά της Τουρκίας.
«Η εφαρμογή του Ελληνο-Τουρκικού Πρωτοκόλλου Επανεισδοχής για την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης, που υπεγράφη στην Αθήνα στις 8.11.2011, παρά τις κατά καιρούς δηλώσεις και δεσμεύσεις της Τουρκίας, δεν κρίνεται από πλευράς μας αρκετά ικανοποιητική», αναφέρει στο απαντητικό έγγραφο ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών και παραθέτει στοιχεία που δείχνουν ότι, από την έναρξη ισχύος του Πρωτοκόλλου (Απρίλιος 2002) μέχρι και τον Ιανουάριο 2015, έχουν υποβληθεί στην Τουρκία 6.393 αιτήματα για επανεισδοχή 137.722 παράτυπων μεταναστών, εκ των οποίων οι τουρκικές Αρχές δέχθηκαν την επανεισδοχή 13.314 και παρέλαβαν τελικά μόνο 3.838, «γεγονός που οφείλεται κυρίως στις καθυστερημένες και εκτός των προβλεπομένων στο Πρωτόκολλο προθεσμιών, απαντήσεις της τουρκικής πλευράς». Επιπρόσθετα, όπως σημειώνεται με το έγγραφο του υπουργείου Εξωτερικών, δεν τηρείται η δέσμευση της τουρκικής πλευράς για αποδοχή 1.000 αιτημάτων επανεισδοχής ετησίως».
Όπως ενημερώνει ωστόσο ο κ. Χουντής, μια από τις τελευταίες επί του θέματος εξελίξεις είναι ότι έλαβε χώρα στην 'Αγκυρα, στις 13-14 Ιανουαρίου 2015, η 10η Συνάντηση Εμπειρογνωμόνων Ελλάδας-Τουρκίας, σε συνέχεια συμφωνηθέντων και κατ΄εφαρμογή του άρθρου 13 του εν λόγω Πρωτοκόλλου. Από το σύνολο των διαμειφθέντων κατέστη σαφής μια, καταρχήν, θετική διάθεση της τουρκικής πλευράς για συνεργασία που διαφάνηκε από την υπογραφή των πρακτικών της 9ης Συνάντησης, με τα οποία επισημοποιούνται οι διαβεβαιώσεις που έλαβε η ελληνική πλευρά για εξέταση των προτάσεων της συνάντησης, ήτοι: α) σύγκληση υποεπιτροπής εμπειρογνωμόνων για ανάπτυξη ασφαλούς επανεισδοχής, β) προσθήκη νήσων Σάμου και Χίου στη διαδικασία επανεισδοχής μέσω λιμένα Δικελί, και γ) αύξηση του αριθμού επανεισδοχής Πακιστανών υπηκόων.
Ο κ. Χουντής επισημαίνει ότι μετά τη συνάντηση των Εμπειρογνωμόνων των δύο χωρών, αναμένονταν επισκέψεις στην Τουρκία κλιμακίου τόσο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την εφαρμογή της Συμφωνίας Επανεισδοχής ΕΕ-Τουρκίας και την απελευθέρωση θεωρήσεων, όσο και επίσκεψη εκπροσώπων της FRONTEX.
Ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών αναφέρει ότι «η Ελληνική Κυβέρνηση αντιμετωπίζει το ζήτημα των μεταναστευτικών ροών, με ιδιαίτερη ανησυχία και σοβαρότητα καθώς οι περιφερειακές συγκρούσεις ειδικά στη Μ. Ανατολή και Β. Αφρική αναμένεται να εκτινάξουν τον αριθμό των μεταναστών. Στο πλαίσιο αυτό αναγνωρίζεται και επισημαίνεται το ειδικό βάρος και ο ιδιαίτερος ρόλος της ΕΕ στην καλύτερη διαχείριση του φαινομένου τόσο στο εσωτερικό με την ενεργοποίηση στην πράξη της κοινοτικής αλληλεγγύης, όσο και στο εξωτερικό στις σχέσεις με τρίτες χώρες. Ήδη στην πρόσφατη διυπουργική σύσκεψη με πρωτοβουλία του κ. Πρωθυπουργού, όπου και συμμετείχε εκπρόσωπος του αρμοδίου εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η κυβέρνηση έλαβε τη διαβεβαίωση για ενεργότερη στάση της ΕΕ στα εν λόγω ζητήματα».
Όπως, εξάλλου, σπεύδει να επισημάνει ο κ. Χουντής, η ΕΕ στο πλαίσιο πρόληψης και αντιμετώπισης της παράνομης μετανάστευσης, προωθεί τη σύναψη των Συμφωνιών Επανεισδοχής με τρίτες χώρες, καθώς η εν λόγω διαδικασία αποτελεί το πρακτικότερο, εν προκειμένω, διαθέσιμο εργαλείο, αλλά και μια σταθερή παράμετρο διαμόρφωσης των εξωτερικών σχέσεων της ΕΕ. Κρίνεται λοιπόν ιδιαίτερα σημαντική η υπογραφή Συμφωνίας Επανεισδοχής ΕΕ-Τουρκίας στις 16.12.2013, η οποία αποτελούσε πάγια επιδίωξη της ελληνικής πλευράς, καθώς πλέον εντάσσει τα προβλήματα, τα οποία αντιμετωπίζουν οι ελληνικές αρχές κατά τη συνεργασία τους με τις τουρκικές επί των ζητημάτων επανεισδοχής, στις ευρύτερες σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας. Στο σημείο αυτό ο κ. Χουντής επισημαίνει ότι η υλοποίηση της συμφωνίας κατάργησης θεωρήσεων σε Τούρκους υπηκόους, η οποία αποτελεί τουρκική επιδίωξη, συνδέεται στενά με την υλοποίηση της Συμφωνίας Επανεισδοχής με την ΕΕ (αποτελεί έναν από τους πέντε τομείς προϋποθέσεων). Ήδη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε έκθεση που υιοθέτησε στις 20 Οκτωβρίου 2014 σχετικά με την πρόοδο που έχει επιτευχθεί από την τουρκική πλευρά προκειμένου για την απελευθέρωση των θεωρήσεων εισόδου, επισημαίνει τη μη ικανοποίησή της ως προς τη συνεργασία της Τουρκίας με κράτη μέλη και συγκεκριμένα με την Ελλάδα σε ζητήματα επανεισδοχής, αναφέρει ο κ. Χουντής.
Ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών διαβιβάζει στη Βουλή στις 17 Απριλίου ένα ακόμη απαντητικό έγγραφο, έπειτα από ερώτηση που είχε καταθέσει ο βουλευτής της ΝΔ, Νικήτας Κακλαμάνης, στην οποία είχε επικαλεστεί δηλώσεις μελών της κυβέρνησης και ζητούσε να ενημερωθεί αν είναι στις προθέσεις της κυβέρνησης η έξοδος της χώρας από τη Συνθήκη Σένγκεν ή αν θα υλοποιήσει μονομερείς αποφάσεις όπως άνοιγμα των συνόρων ώστε οι μετανάστες να πάνε στις χώρες που επιθυμούν.
Όπως εξηγεί ο κ. Χουντής, «δεν τίθεται ζήτημα μονομερών ενεργειών από πλευράς της Ελλάδας, σε θέματα που έχουν σχέση με τις υποχρεώσεις της χώρας, όπως αυτές απορρέουν από τη Συνθήκη Schengen και τους Κανονισμούς Δουβλίνο ΙΙΙ και EURODAC». Η Ελλάδα εφαρμόζει πλήρως το κεκτημένο Schengen από την 1.1.2000 (για τα θαλάσσια) και από 31.3.2000 (για τα εναέρια σύνορα),αναφέρει ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών και υπογραμμίζει ότι «η Ελλάδα, εξ ορισμού εφαρμόζει, και δη με ιδιαίτερη σοβαρότητα, το σύνολο των προβλεπομένων κανόνων του Κεκτημένου. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι επί του θέματος εφαρμοζόμενες από την Ελλάδα πολιτικές, προσδιορίζονται με βάση της υποχρεώσεις μας στο πλαίσιο του κεκτημένου Schengen, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του δικαίου της ΕΕ».
Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, «αν και δεν τίθεται ζήτημα μονομερών ενεργειών από πλευράς της Ελλάδας, σε θέματα που έχουν σχέση με τις υποχρεώσεις της χώρας, όπως αυτές απορρέουν από τη συνθήκη Schengen και τους Κανονισμούς Δουβλίνο ΙΙΙ και EURODAC, στην πράξη η εφαρμογή του Κανονισμού Δουβλίνου αναφορικά με την επιστροφή στην Ελλάδα έχει παγώσει από αρκετά κράτη-μέλη της ΕΕ. Ο λόγος είναι ότι το Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του Συμβουλίου της Ευρώπης, έχει επανειλημμένα καταδικάσει τη χώρα μας από το 2011 με την απόφαση MSS κατά Βελγίου και Ελλάδας, και πρόσφατα με την απόφαση Sarifi κατά Ιταλίας και Ελλάδας (20 Οκτωβρίου 2014) για συνθήκες διαβίωσης των αιτούντων άσυλο και κρατουμένων μεταναστών με απάνθρωπη μεταχείριση».