Παυλόπουλος στη «Ρεπούμπλικα»: Πρέπει να σταματήσουμε τους τρομοκράτες, όχι όποιον ζητά άσυλο
«Πρέπει να σταματήσουμε τους τρομοκράτες, όχι όποιον ζητά άσυλο» είναι ο τίτλος της συνέντευξης, που παραχώρησε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, στην ιταλική εφημερίδα «Λα Ρεπούμπλικα».
Ο κ. Παυλόπουλος, ο οποίος από αύριο πραγματοποιεί διήμερη επίσημη επίσκεψη στην Ιταλία, υπογραμμίζει ότι «πρέπει να επιδειχθεί αλληλεγγύη με τους πρόσφυγες», αλλά «μηδέν ανοχή με τους τρομοκράτες» και στέλνει το μήνυμα ότι «η Αθήνα έπραξε ό,τι ήταν αναγκαίο» για να θωρακίσει τα ανατολικά σύνορα της Ένωσης και να λειτουργήσει προληπτικά σε σχέση με τυχόν παρεισδύσεις της τζιχάντ.
Στην ερώτηση της εφημερίδας «τι αναμένει να κάνει η Ευρώπη μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις του Παρισιού», ο Πρόεδρος τη Δημοκρατίας απαντά: «Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να υπερασπισθεί τον πολιτισμό της, χωρίς να υποκύψει στον φόβο. Στους τρομοκράτες απαντά, κανείς, με τις αξίες της Δημοκρατίας και της Ελευθερίας. Πρέπει να γίνει σαφής διαχωρισμός ανάμεσα σε τρομοκράτες και πρόσφυγες πολέμου. Σε όσους ζητούν άσυλο, θύματα και των στρατηγικών λαθών της Δύσης, πρέπει να επιδείξουμε αλληλεγγύη. Για τους τρομοκράτες, αντίθετα, μηδέν ανοχή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να εντοπίσει τη ρίζα του κακού και να την κόψει. Και η ρίζα αυτή είναι ο πόλεμος στη Μέση Ανατολή, και ιδίως στη Συρία».
Ο δημοσιογράφος Έτορε Λιβίνι, τονίζει στη συνέχεια ότι «πολλοί φοβούνται τυχόν τρομοκρατικές παρεισδύσεις στις ροές των προσφύγων, από την στιγμή που δυο εκ των τρομοκρατών εισήλθαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση από τη Λέρο, με ένα πλοιάριο μεταναστών» και ρωτά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας «ποια είναι η κατάσταση με τους ελέγχους».
«Η Ελλάδα σέβεται όλες τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από το διεθνές και ευρωπαϊκό δίκαιο, σε ότι αφορά το έλεγχο των τζιχαντιστών ή όποιων άλλων. Μας το αναγνωρίζουν όλοι» απαντά ο κ. Παυλόπουλος και προσθέτει: «Κανείς δεν τόλμησε να μας καταλογίσει οποιαδήποτε μορφή ευθύνης ή έλλειψης προσοχής σε ότι αφορά τα φοβερά αδικήματα των τρομοκρατών. Ο εγωισμός και ο φόβος, πυροδοτούν τα θεμέλια της ευρωπαϊκής οικογένειας και δεν χρησιμεύουν για την προστασία των λαών. Τους οδηγούν, αντιθέτως, σε ένα είδος επικίνδυνης αυτοκαταστροφικής απομόνωσης».
Στην ερώτηση της "Λα Ρεπούμπλικα" «πως κρίνει τα φράγματα κατά των προσφύγων που οικοδομούν στα σύνορά τους πολλές χώρες» ο Προκόπης Παυλόπουλος σημειώνει: «Είναι μια ανεύθυνη πράξη η οποία αποδεικνύει το πώς κάποια μέλη της Ένωσης-ελπίζω μια ασήμαντη μειοψηφία- δίνουν προτεραιότητα στα συμφέροντά τους και όχι στην αλληλεγγύη, η οποία είναι αναπόσπαστο κομμάτι των αξιών μας. Κύρια σημασία, στη Γηραιά Ήπειρο, δεν έχουν η οικονομία και το νόμισμα, αλλά ο άνθρωπος. Η τραγική κρίση των προσφύγων θέτει όλους προ της ευθύνης να προασπίσουν το κοινό ευρωπαϊκό ιδεώδες».
Ερωτηθείς από τον Ιταλό απεσταλμένο «πως κρίνει την συνάντηση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα με τον Τούρκο ομόλογό του Αχμέτ Νταβούτογλου» και «αν βλέπει θετικά την είσοδο της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση», ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αναφέρει: «Η Τουρκία έχει ένα ευρωπαϊκό μέλλον μόνον αν σέβεται το σύνολο της θεσμικής και πολιτικής δομής της Ένωσης, ιδίως σε ό,τι αφορά το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να δεχθεί, ως μέλη, χώρες, η συμμετοχή των οποίων θα επέφερε συγκρούσεις σε επίπεδο δημοκρατίας και πολιτισμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε κατά της 'Αγκυρας. Θέλουμε την Τουρκία σύμμαχο της Δύσης και της Ευρώπης. Αλλά αυτό, μαζί με τα δικαιώματα, επιφέρει σαφείς δημοκρατικές και θεσμικές υποχρεώσεις».
Απαντώντας, τέλος, στην ερώτηση αν η Ελλάδα έχει εξέλθει της οικονομικής κρίσης, ο κύριος Παυλόπουλος, τονίζει: «Η Ελλάδα εξέρχεται της οικονομικής κρίσης με τεράστιο κόστος για τον λαό της, ο οποίος επέδειξε αίσθημα ευθύνης που δεν έχει προηγούμενο, για να παραμείνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Και αυτό πρέπει να το λάβουν υπόψη τους οι εταίροι. Η Ελλάδα δεν έχει μέλλον εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά το ίδιο ισχύει και για την Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς την Ελλάδα».
Πιο αναλυτικά, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το πώς σχολιάζει το ότι κάποιοι υποστηρίζουν ότι τα μέτρα που επιβλήθηκαν από τους δανειστές στην Ελλάδα είναι υπερβολικά ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απαντά:
«Είναι οπωσδήποτε αλήθεια, το παραδέχονται και οι εταίροι μας. Υποτιμήθηκαν οι συνέπειες των υφεσιακών πολιτικών. Για τον λόγο αυτό εξήγησα και εγώ στους δανειστές ότι είναι αναγκαίες διορθώσεις στο τρίτο πρόγραμμα λιτότητας για να ανακοπεί εγκαίρως η κατάρρευση της οικονομίας.
Με λυπεί το ότι κατέστη αναγκαία η παρέμβαση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Φοβάμαι ότι οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ δεν κατανοούν πλήρως τις ιδιαιτερότητες της Ευρωζώνης και του ευρώ. Και ότι πολλές προτάσεις τους είναι υπερβολικές όσο και εμφανώς λανθασμένες, ιδίως για την εμμονή στη λιτότητα χωρίς διέξοδο».
Στην ερώτηση αν υπάρχει ακόμη η πιθανότητα να εξέλθει η χώρα μας από το ευρώ ο κ. Παυλόπουλος τονίζει: «Καμία πιθανότητα. Μετά τις θυσίες του ελληνικού λαού, συν τοις άλλοις και λόγω των λαθών των εταίρων μας, η έξοδος της Ελλάδας από τη ζώνη του Ευρώ θα ερμηνευόταν ως μια ηθελημένη πράξη από τους εταίρους μας. Και αυτό θα ήταν όχι μόνον ασύλληπτο, αλλά θα έθετε σε σοβαρό κίνδυνο τη συνοχή και την προοπτική της ίδιας της Ευρωζώνης».
«Τους επόμενους μήνες η Ελλάδα θα αρχίσει να επαναδιαπραγματεύεται το χρέος της. Ποιες είναι οι προσδοκίες» ρωτά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ο δημοσιογράφος Έττορε Λιβίνι, για να υπογραμμίσει ο κ. Παυλόπουλος:
«Δεν είναι θέμα προσδοκιών. Είναι ένα δικαίωμα, μια συνέπεια, μια διεκδίκηση της Ελλάδας το να ζητά την επαναδιαπραγμάτευση του χρέους της, όπως έχουν δεχθεί και οι εταίροι μας. Αν δεν το πράξουν θα είναι εκείνοι υπεύθυνοι για την παραβίαση των δεσμεύσεών τους. Και η επαναδιαπραγμάτευση αυτή θα πρέπει να προχωρήσει σύμφωνα με τους κανόνες του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, έτσι όπως ερμηνεύθηκαν από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ελλάδα, δεν ζητά, λοιπόν, για το χρέος της, τίποτα περισσότερο από τα δικαιώματά της, σε σχέση με το ευρωπαϊκό πρωτογενές δίκαιο και με τις δεσμεύσεις που έχουν λάβει απέναντί μας οι εταίροι μας, ως συνέπεια της πλήρους και πραγματικής εφαρμογής, από μέρους μας, των δεσμεύσεών μας που απορρέουν από το μνημόνιο».