Ανοίγει ο δρόμος για την αξιοποίηση της λίστας Λαγκάρντ
Πράσινο φως για τη δυνατότητα χρήσης της περιβόητης λίστας Λαγκάρντανάβει με τροπολογία που κατέθεσε σήμερα στη Βουλή, ο αναπληρωτής Υπουργός Δικαιοσύνης, Δημήτρης Παπαγγελόπουλος.
Η τροπολογία που έρχεται ως «σφήνα» στο νομοσχέδιο για την επέκταση του Συμφώνου Συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια έχει ως στόχο - όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση- να δίνεται η «δυνατότητα αξιοποίησης αποδεικτικών μέσων, η χρήση των οποίων , με τον υφιστάμενο νομικό καθεστώς, θα μπορούσε να εμποδιστεί, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό διερεύνησης και τιμώρησης πράξεων μεγάλης απαξίας όπως κακουργημάτων φοροδιαφυγής».
Η διάταξη που προωθείται, ουσιαστικά παρακάμπτει το «σκόπελο» του άρθρου 177 παρ. 2 του Κ.Π.Δ, κατά το οποίο «αποδεικτικά μέσα που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη για την κήρυξη της ενοχής, την επιβολή ποινής ή τη λήψη μέτρων εξαναγκασμού, εκτός αν πρόκειται για κακουργήματα που απειλούνται με απειλή ισόβιας κάθειρξης και εκδοθεί για το ζήτημα αυτό ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του δικαστηρίου». Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η χρησιμοποίηση στην ποινική δίκη απαγορευμένου αποδεικτικού μέσου προσβάλλει το δικαίωμα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 171 παρ. 1 δ' ΚΠΔ.
Στο άρθρο αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι:
1. Στις περιπτώσεις πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρα, που υπάγονται στην αρμοδιότητα του εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς, δεν εφαρμόζεται η παράγραφος 2 του άρθρου 177 του ΚΠΔ, εφόσον το αποδεικτικό μέσο αφορά πληροφορίες ή στοιχεία στα οποία οι ανωτέρω εισαγγελείς έχουν δυνατότητα πρόσβασης κατά το άρθρο 17Α παράγραφος 8 εδάφιο α του ν. 2523/1997 και του άρθρου 2 παράγραφος 5 εδάφιο α του ν. 4022/2011.
2. Η χρήση του παραπάνω αποδεικτικού μέσου κατά την παραπομπή και τη δίκη γίνεται δεκτή εφόσον κριθεί αιτιολογημένα ότι α) η βλάβη που προκαλείται με την κτήση είναι σημαντικά κατώτερη από τη βλάβη ή τον κίνδυνο που προκάλεσε η ερευνώμενη πράξη, β) η απόδειξη της αλήθειας θα ήταν διαφορετικά αδύνατη και γ) η πράξη με την οποία το αποδεικτικό μέσο αποκτήθηκε δεν προσβάλλει την ανθρώπινη αξία.