Στο σημείο «μηδέν» οδηγεί η ανατροπή της συμφωνίας

Σε απόγνωση βρίσκεται η ελληνική κυβέρνησηκαι σήμερα Μ. Τετάρτη ο πρωθυπουργός θα επιδιώξει τηλεφωνική επικοινωνία με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντοναλντ Τουσκ για να ζητήσει τη σύγκληση Συνόδου Κορυφής.

Ακόμη και αν η Σύνοδος δεν συγκληθεί γίνεται φανερό ότι βρισκόμαστε ήδη στο σημείο «μηδέν», στα πρόθυρα της ανατροπής της συμφωνίας του καλοκαιριού και όχι με υπαιτιότητα της Ελλάδας. Η Ελλάδα που έχει συμφωνήσει σε μέτρα 3% του ΑΕΠ που προβλέπει η συμφωνία του περασμένου Ιουλίου, με στόχο πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% το 2018.

Τα μέτρα 3% του ΑΕΠ αντιστοιχούν σε 5,4 δισ. Από τα μέτρα αυτά έχουν υλοποιηθεί ήδη μέτρα που αντιστοιχούν σε 2,8 δισ. ευρώ. Τα υπόλοιπα μέτρα, ύψους 2.6 δισ. ευρώ θα ληφθούν στο διάστημα των επόμενων 2,5 ετών, με μέση ετήσια επιβάρυνση 1,1 δισ. ευρώ. Παρόλα αυτά, η αθέτηση της συμφωνίας έρχεται από την πλευρά των δανειστών και ειδικότερα του ΔΝΤ που ζητά πρόσθετα μέτρα, νομοθετημένα υπό την αίρεση ότι δεν θα πιαστούν οι στόχοι.

Οι δραματικές εξελίξεις δείχνουν ότι δεν θα υπάρξει ανάσταση της οικονομίας μαζί με το Πάσχα και για άλλη μια φορά η πρωθυπουργική πρόβλεψη έπεσε έξω. Ο στόχος για αξιολόγηση μέχρι τα τέλη Απριλίου κατέρρευσε και πλέον ο χρόνος μετρά αντίστροφα για την ελληνική οικονομία, που κάθε μέρα πλησιάζει και περισσότερο τα επίπεδα συναγερμού.

Το σημείο διαφωνίας

Η ανακοίνωση μέσω Twitter του Μισέλ Ρέινς, εκπρόσωπου του επικεφαλής του Συμβουλίου των υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, Γερούν Ντάισελμπλουμ χθες βράδυ, ότι δεν θα υπάρξει έκτακτο Εurogroup για την Ελλάδα την Μεγ. Πέμπτη επιβεβαίωσε τους φόβους για απόλυτο αδιέξοδο.

Η εκτίμηση ότι χρειάζεται περισσότερος χρόνος δεν σημαίνει απολύτως τίποτα αφού η εμπλοκή που προέκυψε στο θέμα του νέου πακέτου των προληπτικών μέτρων ύψους 3,6 δισ. ευρώ δεν λύνεται με το χρόνο.

Η ελληνική πλευρά φέρεται να πρότεινε έναν μηχανισμό αυτόματης περικοπής δαπανών ο οποίος δεν κάλυπτε τις απαιτήσεις των δανειστών και οδήγησε σε ξαφνική διακοπή των συνομιλίων.

Η ελληνική πρόταση προέβλεπε ότι ο μηχανισμός θα ενεργοποιείται με απόφαση του υπουργού Οικονομικών σε συγκεκριμένες ημερομηνίες, την άνοιξη του 2017 και την άνοιξη του 2018, με την ανακοίνωση των στοιχείων των ΕΛΣΤΑΤ και Eurostat για το πρωτογενές πλεόνασμα.

Αυτή όμως η εγγύηση δεν κάλυπτε τις απαιτήσεις των δανειστών, που ήθελαν έναν αυτόματο μηχανισμό που να ενεργοποιείται χωρίς τη διαμεσολάβηση κανενός- ούτε του υπουργού Οικονομικών. Ο μηχανισμός, σύμφωνα με τους δανειστές πρέπει να είναι αξιόπιστος να είναι αυτόματος και να βασίζεται σε αντικειμενικούς παράγοντες που όταν συντρέχουν θα πυροδοτούνται αυτά τα έκτακτα μέτρα.

Αυτό σημαίνει όμως, ουσιαστικά, μεταβίβαση της κυριαρχίας του υπουργού στον μηχανισμό, ο οποίος μετά τη θεσμοθέτησή του δεν θα ήταν πια στον έλεγχό του. Ετσι αν στα έκτακτα μέτρα για παράδειγμα περιλαμβάνονταν μειώσεις μισθών δημοσίων υπαλλήλων και συντάξεων, αυτές θα επέρχονταν αυτόματα χωρίς άλλη απόφαση ή νόμο, τη στιγμή της διαπίστωσης αστοχίας στα πρωτογενή πλεονάσματα.

Οι δανειστές απαιτούν να ψηφιστούν τώρα συγκεκριμένα μέτρα, που μεταξύ άλλων φαίνεται πως περιλαμβάνουν περικοπές μισθών στο Δημόσιο, νέες μειώσεις σε κύριες και επικουρικές συντάξεις, μετάταξη των τιμολογίων ΕΥΔΑΠ και ΔΕΗ στον υψηλό συντελεστή ΦΠΑ 24%, ενδεχομένως και αύξηση του χαμηλού συντελεστή ΦΠΑ από το 13% στο 14%.

Η ελληνική πλευρά τονίζει εξάλλου ότι η νομοθέτηση υπό αίρεση είναι αντίθετη με το ελληνικό Σύνταγμα και με το διεθνές νομικό σύστημα, καθώς και ότι οι νόμοι που ψηφίζονται στο ελληνικό κοινοβούλιο έχουν άμεση εφαρμογή και η ισχύς τους παύει μόνο με άλλον νόμο. Ως προς τα μέτρα 3% του ΑΕΠ που αντιστοιχούν σε 5,4 δισ. ευρώ η διαπραγμάτευση σύμφωνα με την κυβέρνηση έχει ολοκληρωθεί. Ο Γερούν Ντάισελμπλουμ δήλωσε ότι επί αυτών των μέτρων «έχει επιτευχθεί συμφωνία κατά 95%» και ότι «νομίζω ότι μπορούμε να συμφωνήσουμε για αυτά».

Τι λέει το Μαξίμου

Σύμφωνα με την κυβέρνηση «η διαπραγμάτευση έχει κλείσει ως προς τα μέτρα 3% του ΑΕΠ που προβλέπει η συμφωνία του περασμένου Ιουλίου, με στόχο πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% το 2018.

Τα μέτρα 3% του ΑΕΠ αντιστοιχούν σε 5,4 δισ. Από τα μέτρα αυτά έχουν υλοποιηθεί ήδη μέτρα που αντιστοιχούν σε 2,8 δισ. ευρώ. Τα υπόλοιπα μέτρα, ύψους 2,6 δισ. ευρώ θα ληφθούν στο διάστημα των επόμενων 2,5 ετών, με μέση ετήσια επιβάρυνση 1,1 δισ. ευρώ».

Η κυβέρνηση υποστηρίζει πως «έχει κατοχυρώσει όλες τις κόκκινες γραμμές που έθεσε σε αυτή την φάση της διαπραγμάτευσης και αφορούν την προστασία των συντάξεων, την προστασία της πρώτης κατοικίας, το αφορολόγητο και την προστασία των πιο χαμηλότερων στρωμάτων στην ασφαλιστική και την φορολογική μεταρρύθμιση».

Σημειώνει δε πως το ΔΝΤ, παραβλέποντας τα επίσημα στοιχεία της Eurostat, αμφισβητεί ότι με τα μέτρα αυτά είναι εφικτός ο στόχος για πλεόνασμα 3,5% στο 2018. Το ζήτημα αυτό, αποτελεί στοιχείο διαφωνίας ανάμεσα στο ΔΝΤ και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

«Προκειμένου να επιτευχθεί συμβιβασμός ανάμεσα στο ΔΝΤ και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς ώστε να παραμείνει το ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, το πρόσφατο Eurogroup ζήτησε να υπάρξει η δυνατότητα κάλυψης ενδεχόμενων αποκλίσεων από τους στόχους, με τρόπο που θα είναι α) αυτόματος, β) αξιόπιστος, γ) αντικειμενικός και δ) θεσμοθετημένος.

Το ΔΝΤ επιμένει ότι η Ελλάδα πρέπει να νομοθετήσει προληπτικά μέτρα, τα οποία θα ληφθούν σε περίπτωση απόκλισης από τον στόχο του προγράμματος», τονίζει το Μαξίμου.

Η ελληνική κυβέρνηση έχει ξεκαθαρίσει ότι η νομοθέτηση υπό αίρεση είναι αντίθετη με το ελληνικό Σύνταγμα και με το διεθνές νομικό σύστημα. Οι νόμοι που ψηφίζονται στο ελληνικό κοινοβούλιο έχουν άμεση εφαρμογή και η ισχύς τους παύει μόνο με άλλον νόμο.

Επιπλέον, η ελληνική κυβέρνηση έχει καταθέσει ολοκληρωμένη επιχειρηματολογία, με την οποία τεκμηριώνεται ότι η νομοθέτηση προληπτικών μέτρων είναι αρνητική για το οικονομικό κλίμα καθώς προεξοφλεί την αποτυχία του προγράμματος και αποτρέπει τις επενδύσεις.

Η Ελλάδα έχει αντιπροτείνει την θεσμοθέτηση ενός μόνιμου μηχανισμού αυτόματης διόρθωσης των δημοσιονομικών μεγεθών, που θα ενεργοποιείται σε περίπτωση απόκλισης από τους στόχους. Ο μηχανισμός αυτός καλύπτει πλήρως τις τέσσερις παραπάνω προϋποθέσεις που έθεσε το Eurogroup.

Σχετικές ειδήσεις