Ρόλο διαιτητή στην Κεντροαριστερά διεκδικεί ο Τσίπρας
Το κλείσιμο της πρώτης αξιολόγησης βρίσκει την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ανήσυχη για την επόμενη ημέρα και έντρομη, όχι για το κοινωνικό κόστος των μέτρων που έχει λάβει, αλλά για το πολιτικό «ταμείο» της διαπραγμάτευσης, που δεν είναι άλλο από μια ενδεχόμενη προσφυγή στις κάλπες. Κι όσο κι αν ο Αλέξης Τσίπρας δείχνει να θέλει να ξορκίσει τον «Μαμωνά» των πρόωρων εκλογών, εντούτοις επιχειρεί να ελέγξει έναν χώρο ιδιαίτερα ρευστό, που το τελευταίο διάστημα έχει εισέλθει σε ένα νέο κύκλο έντονων ζυμώσεων: την Κεντροαριστερά.
Απίστευτα «μαγειρέματα» με τον εκλογικό νόμο με πρόσχημα τη δήθεν απλή αναλογική
Το κλειδί για να «ανοίξει» ο ρόλος του ρυθμιστή σε αυτόν τον χώρο με τα κόμματα, τις πολιτικές κινήσεις και τις συνιστώσες βρίσκεται στο νέο εκλογικό νόμο, που φαίνεται πως έχει στα «σκαριά» το Μαξίμου σε συνεργασία με το Υπουργείο Εσωτερικών.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η κυβέρνηση μελετά ένα εκλογικό σύστημα, το οποίο προσιδιάζει στο ιταλικό μοντέλο, το οποίο είχε εφαρμοστεί πριν από επτά χρόνια στη γειτονική χώρα, όταν ακόμη μεσουρανούσε ο «άτακτος» Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Το σύστημα βασίζεται στην καθιέρωση της απλής αναλογικής για 270 έδρες, ενώ μειώνεται το μπόνους των 50 εδρών σε 30. Ωστόσο, το μπόνους θα κατανέμεται στο κόμμα που ακόμη και δεύτερο, θα μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση. Αυτό θα καθίσταται εφικτό μέσω της καθιέρωσης μιας προεκλογική προγραμματικής συμφωνίας κομμάτων και πολιτικών σχηματισμών, που δεν πρόκειται, ωστόσο, να χάνουν την πολιτική τους αυτοτέλεια, έστω κι αν θα λογίζονται ως συνεργαζόμενοι πολιτικοί φορείς.
Ο κ. Τσίπρας γνωρίζει πολύ καλά ότι το σύστημα της καθαρής απλής αναλογικής, μολονότι είναι δίκαιο, οδηγεί σε πολιτικά ασταθείς κυβερνήσεις, αφού κατακερματίζεται το εκλογικό αποτέλεσμα. Συνεπώς, κρατά την επίφαση της αναλογικής ψήφου, ενισχύοντας, όμως, το δεύτερο κόμμα, προσβλέποντας σε μια συσπείρωση των κεντροαριστερών δυνάμεων.
Με το επικοινωνιακό τέχνασμα της «σύνθετης» αναλογικής, η κυβέρνηση επιδιώκει να σύρει τους πολιτικούς αντιπάλους της σε διαδικασίες πολιτικών συγχωνεύσεων και συμμαχιών προκειμένου και πάλι να δημιουργηθούν δυο βασικοί πόλοι: ο πόλος της Αριστεράς και ο πόλος της Δεξιάς.
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι για να εφαρμοστεί οποιαδήποτε αλλαγή στον εκλογικό νόμο στις επόμενες εκλογές, όποτε και αν γίνουν, χρειάζεται να περάσει από τη Βουλή έχοντας συγκεντρώσει τις ψήφους 200 βουλευτών. Σε διαφορετική περίπτωση, οι αλλαγές θα ισχύσουν από τις μεθεπόμενες εκλογές.
Το «δόλωμα» της εξουσίας στη «φάκα» του εκλογικού συστήματος
Στο σημείο αυτό, λοιπόν, μένει να φανεί τι θα πράξουν οι πολιτικές δυνάμεις που συγκροτούν την Κεντροαριστερά, έναν χώρο πολυδιασπασμένο, με διαφορετικές πολιτικές καταβολές κι ένα «μωσαϊκό» προτάσεων και τοποθετήσεων, που ψάχνουν τρόπο να συντεθούν μέσω μιας νέας πλατφόρμας συνεννόησης.
Το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ ως Δημοκρατική Συμπαράταξη έχουν ισχνές δυνάμεις, ενώ την ίδια στιγμή και το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη, όπως και το ΚΙΔΗΣΟ του Γιώργου Παπανδρέου αντιλαμβάνονται πως δεν υπάρχει δυνατότητα να υπάρξει ισχυρή κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, σε μια δυνητική εκλογική αναμέτρηση στο άμεσο μέλλον, εάν δεν υπάρξει μια προεκλογική προγραμματική συμφωνία μεταξύ των δυνάμεων της σοσιαλδημοκρατίας.
Το Μέγαρο Μαξίμου ποντάρει σε αυτό τον προβληματισμό που εκφράζεται από τις κεντροαριστερές δυνάμεις και βλέπει άμεσες εσωκομματικές ανακατατάξεις στις παρατάξεις αυτές, εκτιμώντας πως θα ξεκαθαρίσει το τοπίο και θα ευνοηθούν οι συνεργασίες που επιδιώκει έστω και αν είναι δεύτερο κόμμα.
Από το μοντέλο αυτό της συμβατικής συσπείρωσης λείπει, βεβαίως, το ΚΚΕ, το οποίο έχει ξεκαθαρίσει ευθύς εξαρχής ότι δεν τίθεται ζήτημα συνεργασιών.
Το πολιτικό τοπίο, με τους εναλλασσόμενους συσχετισμούς δυνάμεων κρίνεται εξαιρετικά ρευστό. Μένει να φανεί, εάν και κατά πόσον ο Αλέξης Τσίπρας θα κατορθώσει να προσεταιριστεί αυτό το ιδιόμορφο «ψηφιδωτό» της Κεντροαριστεράς.