Χρυσόγονος: Η απευθείας εκλογή του Πρόεδρου από τον λαό δεν συνεπάγεται αυξημένες αρμοδιότητες
«Θα μπορούσε να σημαίνει κάποια λελογισμένη αύξηση αρμοδιοτήτων σε ζητήματα, στα οποία βλέπουμε ότι το πολιτικό και κομματικό σύστημα οδηγούνται σε αδιέξοδα, δηλαδή εκεί όπου απαιτούνται αυξημένες πλειοψηφίες, οι οποίες δεν επιτυγχάνονται και έχουμε μπλοκάρισμα των διαδικασιών», εξήγησε ο κ. Χρυσόγονος, μιλώντας στον ραδιοσταθμό «Πρακτορείο FM».
Ο ίδιος έφερε ως παράδειγμα την επιλογή των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών, «όπου το άρθρο 101 α' του Συντάγματος απαιτεί πλειοψηφία των 4/5 στη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής και θα ήταν μία ιδέα μετά από την πάροδο κάποιου χρονικού διαστήματος, αν δε μπορεί να επιλέξει η διάσκεψη των προέδρων της Βουλής, να επιλέγει ο πρόεδρος της Δημοκρατίας το πρόσωπο».
«Και άλλα παραδείγματα τέτοια μπορούν να υπάρξουν», εκτίμησε ο ευρωβουλευτής, υπογραμμίζοντας, ωστόσο, ότι «πρέπει να διατηρηθεί αλώβητη η βάση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, δηλαδή η εξάρτηση της κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας της Βουλής».
«Αυτό δεν μπορεί να μεταβληθεί δεν είναι διαπραγματεύσιμο, διότι το κατοχυρώνει το άρθρο 1 του Συντάγματος ως θεμελιώδη και μη αναθεωρήσιμη Αρχή και συνεπώς έστω και αν ο ΠτΔ εκλέγεται άμεσα, οι αρμοδιότητές του θα είναι κατ' ουσίαν περιορισμένες», επισήμανε ο κ. Χρυσόγονος.
Παράλληλα, εξέφρασε την άποψη ότι «πρέπει να γίνει μία συνολική προσπάθεια ανάταξης και σ' αυτό μπορεί να συμβάλλει σε κάποιον βαθμό και μία αναθεώρηση του Συντάγματος», εκτιμώντας, πάντως, ότι «ούτως ή άλλως μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν που θα μπορούσαν να αλλάξουν μέσα σε μία ημέρα ή έναν μήνα την πορεία της χώρας».
«Χρειάζεται στοχασμός, χρειάζεται να πανηγυρίζουμε λιγότερο, γιατί τα 42 χρόνια δεν είναι μόνο από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, είναι επίσης 42 χρόνια και από την κυπριακή τραγωδία», σημείωσε.
Ερωτηθείς σχετικά με την προοπτική επίτευξης κομματικών συναινέσεων στην αναθεώρηση του Συντάγματος ο κ. Χρυσόγονος διατύπωσε την εκτίμηση ότι «κάποια πράγματα είναι ώριμα, όπως π.χ. ο περιορισμός των προνομίων των υπουργών και βουλευτών έναντι ποινικών διώξεων», ενώ «κάποια άλλα θα αποτελέσουν ασφαλώς αντικείμενο συζήτησης, αλλά μπορούν να βρεθούν συναινέσεις, όπως για παράδειγμα το να ενισχυθεί η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης απέναντι στην εκτελεστική εξουσία» και «κάποια άλλα θα αποτελέσουν και αντικείμενο οξείας και φορτισμένης αντιδικίας και αντιπαράθεσης, όπως για παράδειγμα το θέμα των ιδιωτικών πανεπιστημίων».
Σε ό,τι αφορά το τελευταίο έκανε λόγο για «ψευδοπρόβλημα, η ανακίνηση του οποίου οφείλεται σε πολιτικές σκοπιμότητες και ιδεοληψίες νεοφιλελεύθερης κοπής», ενώ «το ζητούμενο δεν πρέπει να είναι κερδοσκοπικά Πανεπιστήμια που θα οδηγήσουν σε εμπορία πτυχίων».