Τίτλοι τέλους στον πολυδιαφημιζόμενο πόλεμο του Τσίπρα με τους «νταβατζήδες»
Για άλλη μια φορά το δίδυμο Τσίπρα και Καμμένου περνάει... κάτω από τον πήχη – Υποχώρηση και συμβιβασμός με τη ΝΔ για το θέμα των τηλεοπτικών αδειών – Μετέωρο βήμα η επόμενη μέρα
Η σεμνή τελετή έλαβε τέλος. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ υπέστη την πρώτη της δεινή πολιτική ήττα και μάλιστα σε μια μάχη που όταν ξεκινούσε έμοιαζε ως περίπατος. Με τα περισσότερα κανάλια ουσιαστικά υπερχρεωμένα, με την αξιοπιστία τους στο ναδίρ, με θαλασσοδάνεια και με ποιότητα προγράμματος όλο και περισσότερο χαμηλότερη οι εταιρείες των «νταβατζήδων» της ενημέρωσης έμοιαζαν ένας εύκολος αντίπαλος επί του οποίου η κυβέρνηση Τσίπρα - Καμμένου θα κατήγαγε μια περήφανη νίκη με προφανείς πολιτικούς συμβολισμούς.
Κι όμως, η προχειρότητα, η αλαζονεία και η αμετροέπεια που επέδειξε στο θέμα των τηλεοπτικών αδειών την υποχρέωσε τελικά να σηκώσει λευκή σημαία και να ζητήσει συνθηκολόγηση. Πρόκειται για μια επώδυνη εξέλιξη που θα στοιχίσει πολιτικά και ήρθε σε μια περίοδο που τίποτε δεν πηγαίνει καλά για τον Αλέξη Τσίπρα.
Προφανώς η ευθύνη βαρύνει αποκλειστικά τον ίδιο και τα κορυφαία στελέχη του καθώς σε όλα τα ζητήματα έχουν δείξει την ίδια ασύγγνωστη ελαφρότητα, με κυρίαρχο φυσικά το σκληρό τρίτο μνημόνιο και τα όσα δεινά φέρνουν οι αξιολογήσεις που βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη.
Ο Αλέξης Τσίπρας αναγκάστηκε μετά από συνεχείς υποχωρήσεις να παραδοθεί στην πραγματικότητα για την οποία προφανώς και δεν μπορεί να επικαλεστεί νέες αυταπάτες.
Αντί λοιπόν να χρησιμοποιήσει από την πρώτη στιγμή τα εργαλεία που έχει στη διάθεσή της η Πολιτεία για να επιβάλλει τη νομιμότητα προτίμησε -για λόγους εντυπώσεων- να στήσει μια φιέστα από όπου επέλεξε να κρατήσει τον περιορισμό κορυφαίων επιχειρηματιών ως ομήρων επί τρία 24ωρα και το τίμημα που ομολογουμένως δεν θα ήταν μικρό αν κατόρθωνε τελικά να το εισπράξει με νόμιμο τρόπο.
Η αρχή του τέλους, λοιπόν, ήταν ο ίδιος ο διαγωνισμός και τα όσα αποκαλύφθηκαν αμέσως μετά για τα λάθη, τις παραλείψεις και τις μεθοδεύσεις που επινοήθηκαν τόσο σε θεσμικό όσο και σε... πρακτικό επίπεδο.
Κι όταν τελικά πίστευαν ότι είχε ξεχαστεί η υπόθεση με τα βοσκοτόπια του επιχειρηματία Καλογρίτσα ήρθε η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας που κατέρριψε τη βασική διάταξη του νόμου Παπά καθιστώντας τον ουσιαστικά πολιτικά και νομικά ανενεργό.
Επί εβδομάδες τώρα, παρά το σφυροκόπημα των κομμάτων της αντιπολίτευσης, η κυβέρνηση επιχειρούσε με τρικ και επικοινωνιακά παιχνίδια να παίξει ένα παιχνίδι εντυπώσεων και ουσιαστικά να επιρρίψει την πολιτική ευθύνη για το δικό της φιάσκο στην αντιπολίτευση και κυρίως στη Νέα Δημοκρατία.
Τελικά όμως, το απόγευμα της Τετάρτης, όχι μόνον παραδέχθηκε δημοσίως την πραγματικότητα, αλλά και δέχθηκε όλους τους όρους που της έθεσαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης προκειμένου να συγκροτηθεί τελικά το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης και να ρυθμίσει αυτό το τοπίο.
Κατά την έκτη στη σειρά συνεδρίαση της διάσκεψης των προέδρων της Βουλής ο πρόεδρος του Σώματος Νίκος Βούτσης, ο οποίος από την αρχή ήταν ο μόνος που είχε δει το πλήρες αδιέξοδο και τις πολιτικές του συνέπειες, έκανε το τελικό βήμα και αποδέχθηκε ως πρόεδρο της ανεξάρτητης αρχής τον πρώην πρόεδρο του Αρείου Πάγου, τον εξαίρετο δικαστή Αθανάσιο Κουτρομάνο που είχε προτείνει η ΝΔ. Ταυτοχρόνως ως αντιπρόεδρος ορίστηκε ο έμπειρος δημοσιογράφος Ροδόλφος Μορώνης. Η πρόταση τελικά έλαβε 20 θετικές ψήφους συγκεντρώνοντας το πολυπόθητο ποσοστό των 4/5 επί συνόλου 24 μελών.
Το κερασάκι ήταν η δημόσια δήλωση του υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής και εμπνευστή του νόμου πως όλες οι αρμοδιότητες ακόμη και ο αριθμός των αδειών αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα του ΕΣΡ.
Με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά όχι μόνον ακυρώθηκε στην ουσία όλος ο νόμος Παπά αλλά και ο πλειοδοτικός διαγωνισμός που έγινε τον Σεπτέμβριο και αποτέλεσε τη θρυαλλίδα των εξελίξεων.
Αυτό που μένει, ανεξαρτήτως του τι θα συμβεί στο τηλεοπτικό τοπίο τους επόμενους μήνες, είναι το ότι η κυβέρνηση έχασε μόνη της τα πάντα γιατί ακριβώς ήθελε να κερδίσει τα πάντα όχι για λόγους ουσίας αλλά ως ένα επικοινωνιακό αντίβαρο στις συνεχείς της υπαναχωρήσεις απέναντι στους δανειστές και στην αδυναμία να τηρήσει έστω και μία από τις προεκλογικές της υποσχέσεις προς τον ελληνικό λαό.
Η Νέα Δημοκρατία ήταν τελικά ο μεγάλος κερδισμένος από τη μετωπική σύγκρουση την οποία έφτασε έως το τέλος ζητώντας από την πρώτη στιγμή την πλήρη και ουσιαστική υπαναχώρηση της κυβέρνησης σε ένα θέμα σημαία. Η σημαία τελικά άλλαξε χέρια και πέρασε στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης που ήδη -με βάση τις δημοσκοπήσεις- βρίσκεται πολύ μπροστά τόσο σε πρόθεση ψήφου όσο κυρίως και σε παράσταση νίκης.
Από τη στιγμή αυτή η κυβέρνηση έχει παραδεχθεί εμπράκτως ότι είναι πλέον αδύναμη, φοβισμένη και κυρίως όχι ανίκητη όπως έμοιαζε έως πριν από μερικούς μήνες που είχε απόλυτη κυριαρχία στο πολιτικό και επικοινωνιακό πεδίο και όλοι της οι σχεδιασμοί, εύκολα ή δύσκολα, έβγαιναν.
Σήμερα η συμμαχία ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ ουσιαστικά σύρεται εξαιρετικά στριμωγμένη με την εξέλιξη όλων των ανοιχτών της μετώπων λόγω των έωλων και λανθασμένων χειρισμών. Ο πρωθυπουργός προχώρησε σε έναν ανασχηματισμό συμβιβασμών στην προσπάθεια του να κερδίσει χρόνο και να διαλέξει την καλύτερη στιγμή, αν υπάρξει, για να ζητήσει την προκήρυξη πρόωρων εκλογών. Κανείς δεν γνωρίζει αν θα προχωρήσει στο απονενοημένο ή θα επιλέξει τελικά να ελπίζει ως το τέλος σε ένα θαύμα.
Προς το παρόν και ενώ ταυτόχρονα με την υπόθεση των καναλιών τέλειωσε και το «επικοινωνιακό παραμύθι» της έτσι κι αλλιώς σημαντικής επίσκεψης του απερχόμενου προέδρου των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα στην Αθήνα άνοιξε -ευκαιρίας δοθείσης- ένα νέο μέτωπο.
Προφανώς το θέμα της κάθαρσης του ελληνικού ποδοσφαίρου είναι από μόνο του εξαιρετικά σοβαρό, αλλά η ανάδειξή του -αυτή τη στιγμή- σε ένα ακόμη κορυφαίο ζήτημα δεν αποκλείεται να δημιουργήσει για μια ακόμη φορά περισσότερη ζημία από τα οφέλη που προσδοκά να αποκομίσει.
Η ευθεία εμπλοκή του πρωθυπουργού στη διαχείριση της υπόθεσης αυτής κινδυνεύει, αν δεν υπάρξει το αναμενόμενο αποτέλεσμα, να εξανεμίσει τα μικρά -έτσι κι αλλιώς- αποθέματα αξιοπιστίας που έχουν απομείνει στον Αλέξη Τσίπρα.