Σημίτης: Το μνημόνιο δεν ήταν μονόδρομος
Στη συνέντευξη στο Capital.gr ο Κώστας Σημίτης επιμένει στο φιλοευρωπαϊκό του προφίλ σημειώνοντας ότι η Ελλάδα έχει κάθε συμφέρον να παραμείνει στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Τυχόν αποχώρησή της είτε από την Ένωση είτε από την Οικονομική και Νομισματική Ένωση θα είναι καταστροφική. Θα πρέπει να την αποφύγει με κάθε τρόπο.
Ακολούθως χααρακτηρίζει προπαγάνδα τη συζήτηση για το χρέος λέγοντας συγκεκριμένα ότι «οι σημερινοί μας πολιτικοί θα πρέπει να είναι ρεαλιστές και αποτελεσματικοί. Να μην φαντασιώνονται ότι μπορούν να λύσουν τα προβλήματα από τη μια μέρα στην άλλη, ότι αρκεί να πατήσουν πόδι για να επιβάλουν τη δική τους άποψη. Να μην βλέπουν παντού εχθρούς στην Ένωση και να θεωρούν ότι όλοι τους πολεμούν, ότι δεν αναγνωρίζουν τα δίκαιά μας.
Αυτήν τη στιγμή, όπως ξέρουμε όλοι, δεν έχει προχωρήσει το κλείσιμο μιας εκκρεμούς αξιολόγησης, διότι φαίνεται ότι δεν υπάρχει συνεννόηση. Οι θέσεις των ευρωπαϊκών χωρών απέναντι στην Ελλάδα δεν βρίσκουν τη σύμφωνη γνώμη της Ελλάδος. Και η γνώμη της Ελλάδος είναι ασαφής. Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο τρόπος αυτός συνεννόησης, ένας τρόπος συνεννόησης μέσα από μια συνεχή αντιπαράθεση, δεν είναι σωστός. Η ανατροπή της σημερινής κατάστασης έχει ως κύρια προϋπόθεση την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην πορεία της οικονομίας και της χώρας.
Οι σημερινές συνθήκες λειτουργίας του κράτους δεν δημιουργούν εμπιστοσύνη. Όταν ισχύουν τα capital controls, όταν επικρατεί η εντύπωση ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί αιφνιδιαστικά κούρεμα καταθέσεων, όταν μετά τις αλλεπάλληλες μεταστροφές της κυβερνητικής πολιτικής, παραμένει ζωντανός στον κόσμο ο φόβος της επιστροφής στη δραχμή, τότε βέβαια οι πολίτες προτιμούν να μην καταθέτουν τα χρήματά τους στις τράπεζες, περιορίζοντας έτσι τη ρευστότητα και την ανάπτυξη. Ο όρος για την επάνοδο της εμπιστοσύνης είναι η προβλεψιμότητα και η κανονικότητα. Είναι μία κυβερνητική πολιτική που έχει σαφήνεια, κατανοητές κατευθύνσεις και ενημερώνει ειλικρινά.
Θέλω, όσον αφορά το τελευταίο σημείο, να αναφέρω το θέμα του χρέους. Έχουμε ακούσει κατά κόρον από την κυβέρνηση ότι θέτει το θέμα του χρέους, ότι συζητάει τα βραχυπρόθεσμα μέτρα, τα μεσοπρόθεσμα μέτρα, τα μακροπρόθεσμα μέτρα, ότι ζητάει ρυθμίσεις, τις οποίες οι Ευρωπαίοι δεν αποδέχονται και γενικά ότι το ενδιαφέρον της στρέφεται σχεδόν αποκλειστικά στο θέμα του χρέους.
Θέλουν να μας πείσουν ότι πράγματι δίνεται μία μάχη για χρέος. Το θέμα του χρέους, όμως, έχει ρυθμιστεί εδώ και αρκετό καιρό με έναν τέτοιο τρόπο, ώστε είναι σαφής η πορεία μας. Πρώτα θα παρθούν -και πάρθηκαν ήδη- ορισμένα μέτρα, τα οποία, για παράδειγμα, αφορούν την ενοποίηση των επιτοκίων. Δεύτερον, θα ακολουθήσει το 2017 και 2018 ένα δεύτερο κύμα μέτρων. Και τότε, μετά το 2018 θα γίνει απ’ αρχής η κρίσιμη συζήτηση για το αν και πως θα πραγματοποιηθεί η ρύθμιση του χρέους. Προς τι όλη αυτή η ανάδειξη του θέματος, όταν είναι καθορισμένη η πορεία; Απλώς για εντυπώσεις.
Προπαγάνδα, εντυπώσεις… Ότι εμείς παλεύουμε για το χρέος, το οποίο είναι το πρώτο και κύριο θέμα. Ενώ στην πραγματικότητα έχει συμφωνηθεί μία πορεία και αυτό δεν αναφέρεται.
Πρέπει να στραφούμε σε άλλα θέματα τα οποία είναι σημαντικά τώρα για την εξέλιξη της ελληνικής κρίσης.
Π.χ. το θέμα των ιδιωτικοποιήσεων. Καλώς ή κακώς η σημερινή κυβέρνηση ήταν αντίθετη με τις ιδιωτικοποιήσεις. Έπειτα δέχτηκε τις ιδιωτικοποιήσεις. Όμως οι ιδιωτικοποιήσεις δεν προχωρούσαν. Το αποτέλεσμα: η δημόσια περιουσία να περάσει σε ένα Υπερταμείο, το οποίο βρίσκεται υπό τη διεύθυνση των δανειστών και θα διαχειρίζεται την ελληνική δημόσια περιουσία για 99 χρόνια! Είναι αστείο και τραγικό συνάμα ότι μέσα από όλη αυτή τη διαμάχη αν πρέπει ή όχι να γίνουν ιδιωτικοποιήσεις, προέκυψε μία λύση εξαιρετικά αρνητική, η χειρότερη δυνατή ίσως.
Λοιπόν, χρειάζεται σοβαρότητα, χρειάζεται να συγκεντρωνόμαστε σε συγκεκριμένα θέματα και χρειάζεται προπαντός σχέδιο και προοπτική και από μέρους μας, για να μπορούμε να κάνουμε μία σωστή συζήτηση. Το να στέλνει ένα γράμμα, ο υπουργός όπως συνέβη αυτές τις μέρες, το οποίο παραπέμπει σε μελλοντικές προφορικές παρεμβάσεις ίσως δικαιολογείται γιατί διευκολύνει μία συζήτηση, αλλά πρέπει να υπάρχουν απόψεις στέρεες, λογικές, ώστε να μπορούν να βγουν από τη συζήτηση και στέρεα και λογικά συμπεράσματα».
Τo πρώτο μνημόνιο δεν ήταν μονόδρομος
Στο ερώτημα αν το μνημόνιο - το πρώτο μνημόνιο - ήταν το 2010 μονόδρομος, ο Κώστας Σημίτης αδειάζει την τότε κυβέρνηση και τους πάλαι ποτέ συντρόφους και συνοδοιπόρους του χαρακτηρίζοντάς τους μάλιστα εμμέσως ασόβαρους σημειώνοντας ότι «το πρώτο μνημόνιο, υπό την εξαιρετικά αυστηρή μορφή που είχε, δεν ήταν μονόδρομος».
Συνεχίζοντας λέει ότι «εκείνο το οποίο έπρεπε να κάνει η ελληνική κυβέρνηση και δεν έκανε τότε, ήταν ένας έγκαιρος σοβαρός σχεδιασμός για το πώς θα αντιμετωπίσει την κατάσταση. Να τον καταρτίσει και να τον συζητήσει τόσο με την Ε.Ε., όσο και με το ΔΝΤ. Δεν έγινε κανένας σχεδιασμός. Επαναλαμβάνω όμως ότι και το μνημόνιο αποτελούσε μία σειρά αποφάσεων που πήρε η Ε.Ε., χωρίς να είναι έτοιμη.
Να φέρω ένα παράδειγμα. Μίλησα πριν για τις ιδιωτικοποιήσεις. Όλη η Ελλάδα ξέρει ότι η Ε.Ε. ζήτησε ιδιωτικοποιήσεις. Όλη η Ελλάδα έχει ξεχάσει ότι στο πρώτο μνημόνιο, δεν αναφέρονταν οι ιδιωτικοποιήσεις και ότι η ίδια η Ελλάδα πρότεινε να γίνουν ιδιωτικοποιήσεις. Η Ελλάδα, μάλιστα, τότε στις συζητήσεις, είχε διαβεβαιώσει ότι διαθέτει ρευστοποιήσιμη περιουσία 50 δισεκατομμυρίων, η οποία μπορεί να αξιοποιηθεί. Ο αριθμός ήταν τελείως φανταστικός. Δεν ανταποκρινόταν σε καμιά πραγματικότητα. Όταν είσαι στον βαθμό αυτό ανέτοιμος και λες τέτοιες σαχλαμάρες, το μνημόνιο έρχεται ως φυσικό αποτέλεσμα...
Πιστεύω ότι μία σοβαρή πολιτική ηγεσία θα μπορούσε να δείξει έναν άλλο δρόμο, δηλαδή να κάνει μία καλύτερη συμφωνία».
Οσον αφορά τα σημερινά δεδομένα λέει πως όλα τα προβλήματα είναι δυσεπίλυτα και όλα τα προβλήματα αλληλοσυνδέονται. Δεν μπορείς να λύσεις ένα, χωρίς να λύσεις και πολλά άλλα... Το Ασφαλιστικό, το οποίο υποτίθεται ότι λύσαμε, αλλά -όπως ισχυρίζονται οι Ευρωπαίοι με επιχειρήματα που στέκουν- δεν το λύσαμε σωστά. Το Φορολογικό. Ποιος θα κάνει επενδύσεις στην Ελλάδα, με αυτό το φορολογικό σύστημα που υπάρχει; Κανείς απολύτως.
Λοιπόν, η λύση του γενικότερου προβλήματος της οικονομικής ομαλότητας και η επάνοδος σε μια θετική, αναπτυξιακή πορεία, προϋποθέτει και τη λύση επιμέρους προβλημάτων.
Οσον αφορά το πολιτικό κόστος των ηγεσιών ο Κώστας Σημίτης λέει πως «όχι όλες οι ηγεσίες. Αλλά υπάρχουν ηγεσίες οι οποίες σε ιδιαίτερες περιπτώσεις είναι παραπλανητικές ως προς το πολιτικό κόστος. Δεν λένε την αλήθεια. Η ΝΔ ισχυριζόταν το 2004; "Ό,τι δεν σας έδωσε το ΠΑΣΟΚ θα σας το δώσουμε εμείς". Και έδωσε πράγματι ό,τι δεν έδωσε το ΠΑΣΟΚ. Είναι αυτή σωστή πολιτική στάση; Όταν έγιναν οι πυρκαγιές στην Ηλεία και υποσχέθηκε στους πυρόπληκτους να τους δώσει αποζημίωση 3.000 ευρώ κατέβηκαν -με παραγγελία προφανώς του μηχανισμού της ΝΔ- όλοι οι τσιγγάνοι από τη Β. Ελλάδα στην Ηλεία και πήραν αποζημιώσεις. Επενέβη κανείς; Τιμώρησε κανείς την παροχή αυτών των αποζημιώσεων; Όχι βέβαια».