Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής: Εάν δεν βγούμε μόνιμα στις αγορές θα υπάρξουν κοινωνικές εντάσεις
Ο στόχος αυτός, όμως, για μόνιμη έξοδο στις αγορές, που είναι ένα πολιτικά δύσκολο έργο, θα καταστεί αδύνατος αν επισπευσθούν οι εκλογές πριν από τη λήξη του προγράμματος και η χώρα εισέλθει σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, επισημαίνει το Γραφείο.
Στην έκθεση που δόθηκε στη δημοσιότητα αναφέρεται ότι «Το άνοιγμα του βιβλίου προσφορών για την έκδοση πενταετούς ομολόγου, στο βαθμό που η κίνηση αυτή θα έχει συνέχεια και σε συνδυασμό με τις εκδηλούμενες τάσεις οικονομικής μεγέθυνσης –έστω και ασθενούς– για το 2017, είναι ένα θετικό βήμα προς την διαχείριση της οικονομικής κρίσης με δεδομένη την συμφωνία των μεγάλων πολιτικών κομμάτων στα ουσιαστικά στοιχεία του προγράμματος προσαρμογής (παρά τις επιμέρους διαφορές και τη διαφορετική πολιτική φιλοσοφία). Μπορεί επομένως να ερμηνευθεί ως μια κίνηση που εκφράζει την πρόθεση της κυβέρνησης να εκπληρώσει τις τρέχουσες συμφωνίες ("συμπληρωματικό μνημόνιο συνεννόησης" και letter of intent προς το ΔΝΤ) και, έτσι να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μόνιμη έξοδο στις αγορές μετά το τέλος του «μνημονίου» τον Αύγουστο του 2018. Αν συμβεί αυτό, θα έχουμε μια καμπή στη διαχείριση της οικονομίας και στις οικονομικές επιδόσεις. Αν όχι, τότε θα υπάρξουν παλινδρόμηση σε συνθήκες ύφεσης, κοινωνικές εντάσεις και δυσκολίες στη χρηματοδότηση από τις αγορές».
Οι συντάκτες της έκθεσης, με επικεφαλής τον καθηγητή Παναγιώτης Λιαργκόβα, επισημαίνουν ότι η τωρινή έξοδος στις αγορές θα έχει συνέχεια αν
1) συνεχισθεί δημοσιονομική σταθερότητα, ώστε η πίεση των τόκων από τις αγορές να μην οδηγήσει στο φαύλο κύκλο ελλειμμάτων, ύφεσης, πολιτικής αστάθειας, 2) διασφαλισθεί η οικονομική μεγέθυνση με διάρκεια πράγμα που συνυφαίνεται με την εφαρμογή του Μνημονίου και κυρίως των μεταρρυθμίσεων, 3) επιτευχθεί κοινωνική σταθερότητα και συνοχή με θεραπείες των ανισοτήτων, της ανεργίας, της φτώχειας και διασφάλιση ενός θεσμικού πλαισίου υγιούς επιχειρηματικού ανταγωνισμού και προστασίας της εργασίας και 4) διατηρηθεί η πολιτική σταθερότητα με όσο το δυνατό ευρύτερη πολιτική συναίνεση.
Όλα αυτά, όπως, σημειώνεται στην έκθεση «παραπέμπουν στη ανάγκη θεσμικής ανασυγκρότησης της χώρας. Η βαθιά και παρατεταμένη ύφεση απελευθέρωσε αντιλήψεις που δεν συμβιβάζονται με βασικές αρχές της σύγχρονης δημοκρατίας (rule of law, διάκριση των εξουσιών, οικονομία που λειτουργεί με ανταγωνιστικούς όρους και ανάλογο ρυθμιστικό πλαίσιο). Η σωρευτική ύφεση της τάξης του 25%, η εκτεταμένη ανεργία χωρίς ικανοποιητική θεσμική διασφάλιση των ανέργων, ο πολιτικός διαγκωνισμός που υποβαθμίζει τη συμφωνία επί των κοινών αρχών, συνέβαλαν σε ένα γενικευμένο κλίμα καχυποψίας που δυσκολεύει τη μετάβαση στην κανονικότητα».
Σε ότι αφορά την πορεία της ελληνικής οικονομίας, το Γραφείο Προϋπολογισμού το Κράτους στη Βουλή επισημαίνει ότι δεν βρίσκεται πλέον σε ύφεση. «Ανακάμπτει και αυτό είναι, κατ΄ αρχάς, θετικό. Η οικονομία άντεξε τις διαταραχές του 2015 - τους κεφαλαιακούς ελέγχους, την υφεσιακή οικονομική πολιτική που στηρίχθηκε κυρίως στην αύξηση της φορολογίας και λιγότερο στη εξορθολογισμό των δαπανών, την παρατεταμένη διαπραγμάτευση για τη δεύτερη αξιολόγηση και τις αβεβαιότητες για την τύχη των μεταρρυθμίσεων. Η ανεργία μειώνεται μολονότι διαπιστώνουμε ανησυχητικά δομικά χαρακτηριστικά στις αγορές εργασίας (αύξηση της ευκαιριακής απασχόλησης)».
Συμπερασματικά, στην έκθεση σημειώνεται ότι «γενικότερα, η οικονομική πορεία τα τελευταία δύο χρόνια ήταν καλύτερη από όσο πολλοί πρόβλεπαν, μολονότι αυτό ουδόλως δικαιολογεί το κόστος όσων συνέβησαν το πρώτο εξάμηνο του 2015. Για το 2017 προβλέπεται θετικός ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ της τάξης του 1,5-1,6%, μικρότερος του προβλεπόμενου στον κρατικό προϋπολογισμό μερικούς μήνες πριν. Για το 2017 το Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης αισιοδοξεί μάλιστα ότι ο ρυθμός μεγέθυνσης θα φθάσει το 2% και το 2018 το 3%. Η διαφαινόμενη ανάκαμψη είναι εύθραυστη και για να το διατυπώσουμε χωρίς περιστροφές, θα διακοπεί αν η χώρα εγκαταλείψει το μονοπάτι των μεταρρυθμίσεων. Το ίδιο θα συμβεί αν υπάρξει πολιτική αστάθεια».
Σε ότι αφορά την απόφαση της Ευρωομάδας (Eurogroup) για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, το Γραφείο επισημαίνει ότι με αυτήν δημιουργούνται προϋποθέσεις για τη μείωση της αβεβαιότητας, τη σταθεροποίηση και ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας Παράλληλα τονίζεται ότι το 'Συμπληρωματικό Μνημόνιο Συνεννόησης' (supplemental memorandum of understanding) του Ιουνίου 2017 καθόρισε και το μονοπάτι που πρέπει να ακολουθήσει η οικονομική πολιτική ως το τέλος του Μνημονίου, τον Αύγουστο του 2018. «Πρόκειται για ένα πολιτικά δύσκολο έργο που θα καταστεί αδύνατο αν επισπευσθούν οι εκλογές πριν από τη λήξη του προγράμματος, αν δηλαδή η χώρα εισέλθει σε μια μακρά προεκλογική περίοδο. Το μονοπάτι επεκτείνεται όμως και στο χρονικό διάστημα 2019/2020 αλλά και μετά με βάση το λεγόμενο «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής» (ΜΠΔΣ). Το 'Συμπληρωματικό Μνημόνιο' περιέχει έναν μακρύ κατάλογο 113 μέτρων που θα πρέπει να εφαρμοσθούν μέχρι το τέλος της τρίτης δανειακής σύμβασης, το 2018. Εξ αυτών, τα 95 θα πρέπει να υλοποιηθούν έως το τέλος του τρέχοντος έτους" αναφέρουν οι συντάκτες της έκθεσης.
Στον κατάλογο περιλαμβάνονται το ευαίσθητο ζήτημα της αλλαγής της εργατικής νομοθεσίας, ώστε για την προκήρυξη απεργίας να απαιτείται η ψήφος τουλάχιστον του 50% των εργαζομένων, η αναμόρφωση των οικογενειακών επιδομάτων, που σηματοδοτεί περικοπές, το άνοιγμα ορισμένων κλειστών επαγγελμάτων και οι αλλαγές στο δημόσιο τομέα. Πηγή ΑΠΕ ΜΠΕ