Ηχηρό μήνυμα Παυλόπουλου: Ανάγκη υπεράσπισης του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Κράτους Δικαίου
Την ανάγκη υπεράσπισης του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Κράτους Δικαίου εντός των κόλπων του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, ως στοιχειώδης αντίδραση υπεράσπισής του έναντι των κινδύνων που εκπορεύονται από την επιθετικότητα ακραίων μορφωμάτων των Αγορών στο πλαίσιο της πλήρως πλέον παγκοσμιοποιημένης Οικονομίας, υπογράμμισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος κατά την ομιλία του στο πλαίσιο της πρώτης ημέρας των εργασιών της ετήσιας Άτυπης Συνάντησης των 13 Αρχηγών Κρατών της Ομάδος Arraiolos, που διεξάγεται σήμερα και αύριο στη Μάλτα.
Όπως επισήμανε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, η υπεράσπιση του Ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου συνιστά επιταγή του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου -την οποία συνθέτει πλειάδα διατάξεών του, έτσι ώστε σήμερα να θεωρείται κανονιστικώς θεμελιώδες τμήμα του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου- η παραβίαση της οποίας συνεπάγεται και συγκεκριμένες κυρώσεις.
Υπό την έννοια αυτή, σημείωσε, η οργάνωση και λειτουργία ενός αποτελεσματικού Κοινωνικού Κράτους Δικαίου κατά το ευρωπαϊκό δίκαιο είναι υποχρέωση απορρέουσα από πλήρεις κανόνες δικαίου, ήτοι από leges perfectae και όχι από leges imperfectae ή, έστω, από leges minus quam perfectae.
Μάλιστα, υπογράμμισε ότι «το κύριο θεσμικό έρεισμα, πάνω στο οποίο βασίζεται το ως άνω κανονιστικό πλαίσιο του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου στο ευρωπαϊκό δίκαιο, είναι η αρχή της Αλληλεγγύης. Και δη τόσον ως γενική αρχή του ευρωπαϊκού δικαίου όσο και υπό τις επιμέρους εκδοχές -τουλάχιστον δεκαπέντε- υπό τις οποίες εμφανίζεται σε διάφορα άρθρα της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣυνθΕΕ) αλλά και της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ)».
Ειδικότερα, επισήμανε ότι η αρχή της Αλληλεγγύης συντείνει στην πραγμάτωση, εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της «ισχύος εν τη ενώσει», σε βαθμό μάλιστα που μπορεί να θεωρηθεί sine qua non προϋπόθεση της όλης Ευρωπαϊκής Ενοποίησης. Ωστόσο, παρατήρησε ότι «από τ΄ ανωτέρω διαφαίνεται επίσης ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας σοβαρής πρόκλησης, η οποία συνίσταται στον ταυτόχρονο σεβασμό όλων των επιμέρους πτυχών και εγγυήσεων της αρχής της Αλληλεγγύης. Κυρίως δε των πτυχών και εγγυήσεων της αρχής της Κοινωνικής Αλληλεγγύης, και, άρα, του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου, οι οποίες δέχονται σήμερα και τις μεγαλύτερες πιέσεις».
Κατά συνέπεια, ανέφερε «είναι αναγκαίο και, επέκεινα, νομικώς επιβεβλημένο η αρχή της Κοινωνικής Αλληλεγγύης να γίνεται σεβαστή και όταν αναλαμβάνεται κοινή δράση των κρατών-μελών με βάση την μεταξύ τους Αλληλεγγύη, έτσι ώστε οι εκάστοτε πολιτικές επιλογές να μην αποβαίνουν εις βάρος του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής συνοχής». Και τούτο -σημείωσε- διότι η ερμηνεία του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου καταδεικνύει ότι ο σκοπός όλων των επιμέρους εγγυήσεων της αρχής της Αλληλεγγύης, ανεξαρτήτως του υποκειμένου των in concreto υποχρεώσεων που προκύπτουν, είναι κοινός και αφορά την προστασία του Ανθρώπου, ήτοι και του Ευρωπαίου Πολίτη, ως πρωταρχικού θεμελίου της ευρωπαϊκής έννομης τάξης.
Ακολούθως, ο κ. Παυλόπουλος υπογράμμισε: «Η προστασία αυτή είναι κοινή ευθύνη όλων, με την μορφή μιας, υπαρξιακής για την υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «obligatio in solidum». Υπαρξιακής, διότι το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η περαιτέρω ενοποίησή της εξαρτώνται, εν πολλοίς, από την αποφυγή του μέγιστου κινδύνου της διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων και του συνακόλουθου κινδύνου ρήξης του κοινωνικού ιστού εντός των κρατών-μελών».
Επιπλέον, παρατήρησε, ότι «δεν πρέπει να υποτιμάται το, ιστορικώς πλέον αποδεδειγμένο, συμπέρασμα ότι οι κοινωνικές ανισότητες ενισχύουν τα μορφώματα του λαϊκισμού -ακόμη δε περισσότερο τα υπολείμματα του ναζισμού- που έχουν τελευταία εμφανισθεί σε πολλά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι Λαοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης -άρα οι Ευρωπαίοι Πολίτες- έδωσαν την δέουσα απάντηση στα μορφώματα αυτά σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις εντός των κρατών-μελών» και κατέληξε με την επισήμανση πως «Καιρός είναι, λοιπόν, τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ν' αναλάβουν τις δικές τους ευθύνες ως προς την υπεράσπιση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Κράτους Δικαίου».
Ακολουθεί αναλυτικά η ομιλία του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλου κατά την πρώτη ημέρα των εργασιών της ετήσιας Άτυπης Συνάντησης των 13 Αρχηγών Κρατών της Ομάδος Arraiolos στη Μάλτα:
«Η οργάνωση και λειτουργία ενός αποτελεσματικού Κοινωνικού Κράτους Δικαίου εντός των κόλπων του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος, ως στοιχειώδης αντίδραση υπεράσπισής του έναντι των κινδύνων που εκπορεύονται κυρίως από την επιθετικότητα ακραίων μορφωμάτων των Αγορών στο πλαίσιο της πλήρως πλέον παγκοσμιοποιημένης Οικονομίας, δεν συνιστά μιαν αφηρημένη θεσμικώς αρχή και αξία, πολλώ δε μάλλον δεν συνιστά απλή ευχή. Όλως αντιθέτως, συνιστά επιταγή αυτού τούτου του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου -την οποία συνθέτει πλειάδα διατάξεών του, έτσι ώστε σήμερα να θεωρείται κανονιστικώς θεμελιώδες τμήμα του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου- η παραβίαση της οποίας συνεπάγεται και συγκεκριμένες κυρώσεις.
Α. Υπό την έννοια αυτή, η οργάνωση και λειτουργία ενός αποτελεσματικού Κοινωνικού Κράτους Δικαίου κατά το ευρωπαϊκό δίκαιο είναι υποχρέωση απορρέουσα από πλήρεις κανόνες δικαίου, ήτοι από leges perfectae και όχι από leges imperfectae ή, έστω, από leges minus quam perfectae.
B. Το κύριο θεσμικό έρεισμα, πάνω στο οποίο βασίζεται το ως άνω κανονιστικό πλαίσιο του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου στο ευρωπαϊκό δίκαιο, είναι η αρχή της Αλληλεγγύης. Και δη τόσον ως γενική αρχή του ευρωπαϊκού δικαίου όσο και υπό τις επιμέρους εκδοχές -τουλάχιστον δεκαπέντε- υπό τις οποίες εμφανίζεται σε διάφορα άρθρα της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣυνθΕΕ) αλλά και της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).
Ι. Το νομικό περιεχόμενο της αρχής της Αλληλεγγύης κατά το πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο.
Όπως προκύπτει από την ιστορική διακήρυξη Σουμάν του 1950, η αρχή της Αλληλεγγύης είναι, κυριολεκτικώς, θεμελιώδης στο πεδίο της ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ρητώς στην διακήρυξη Σουμάν αναφέρεται πως «η Ευρώπη δεν θα δημιουργηθεί δια μιας, ούτε σε ένα συνολικό σχέδιο, αλλά θα οικοδομηθεί μέσα από συγκεκριμένα επιτεύγματα που κατ' αρχάς θα δημιουργήσουν μια πραγματική Αλληλεγγύη».
Α. Η φράση αυτή ενσωματώθηκε στο προοίμιο της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), όπως υπογράφηκε στο Παρίσι στις 18 Απριλίου 1951. Μετά δε την ρητή μνεία της Αλληλεγγύης στο προοίμιο της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, αυτή απέκτησε σταδιακώς νομικό περιεχόμενο στο πλαίσιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση που υπογράφηκε στο Μάαστριχτ, την 7η Φεβρουαρίου 1992. Στην Συνθήκη αυτή, πέραν του προοιμίου, η Αλληλεγγύη διατυπώθηκε ρητώς και στο κείμενο των άρθρων των νομικώς δεσμευτικών Συνθηκών, ως βασική αποστολή τόσο της νεοσυσταθείσας Ένωσης όσο και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Πλέον, μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λισαβόνας, συνιστά βασική αρχή του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου: Εκτός του ότι τα συμβαλλόμενα κράτη επιθυμούν «βαθύτερες σχέσεις Αλληλεγγύης μεταξύ των λαών τους, ταυτοχρόνως σεβόμενα την ιστορία, τον πολιτισμό και τις παραδόσεις τους», η Αλληλεγγύη αναφέρεται στην ΣυνθΕΕ ως κοινή αξία και αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ό,τι αφορά τις αμοιβαίες σχέσεις των κρατών-μελών, τις σχέσεις τους με τρίτες χώρες αλλά και τις σχέσεις μεταξύ όλων των πολιτών των κρατών-μελών. Επιπλέον, εξειδικεύεται με πλειάδα κανόνων του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου, ιδρύοντας συγκεκριμένες εγγυήσεις και θεμελιώνοντας πλήρη δικαιώματα και εξ ίσου πλήρεις υποχρεώσεις. Τούτο σημαίνει ότι η αρχή της Αλληλεγγύης, ως νομική πλέον αρχή, συνιστά κοινή αξία και βασικό συνεκτικό δεσμό τόσο μεταξύ των κρατών-μελών όσο και των πολιτών των κρατών-μελών μεταξύ τους, αποκτώντας έτσι δομική σημασία για το θεσμικό οικοδόμημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την ενότητα και την βιωσιμότητά του.
Β. Η αρχή της Αλληλεγγύης, όπως θεμελιώνεται κατά τ' ανωτέρω στο πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο, δεν περιορίζεται απλώς στην υποχρέωση παράλειψης πράξεων και πρακτικών που αντίκεινται στο κοινό δημόσιο συμφέρον των κρατών-μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και στο καθήκον καλόπιστης συνεργασίας με τα όργανά της και τους εταίρους, αλλά περιλαμβάνει δυνατότητες ή και υποχρεώσεις λήψης θετικών μέτρων Αλληλεγγύης προς άλλα κράτη-μέλη και πολίτες. Το πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο δεν περιέχει ρητώς γενικό ορισμό της αρχής της Αλληλεγγύης, πράγμα που σημαίνει ότι το περιεχόμενό της προκύπτει από τις επιμέρους διατάξεις και την ερμηνεία τους, κατά τις κοινώς παραδεδεγμένες μεθόδους ερμηνείας νομικών κανόνων. Ιδίως δε κατά την, κεντρικής σημασίας στο ευρωπαϊκό δίκαιο, τελολογική ερμηνεία, η οποία συνδέεται αρρήκτως με τον επιδιωκόμενο σκοπό της εκάστοτε εφαρμοζόμενης διάταξης.
Από την ερμηνεία των διατάξεων της ΣυνθΕΕ και της ΣΛΕΕ- όπου ο όρος Αλληλεγγύη αναφέρεται, όπως τονίσθηκε, δεκαπέντε φορές- προκύπτει ότι η αρχή της Αλληλεγγύης έχει τριπλή φύση στο πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο: Πρώτον, αποτελεί θεμελιώδη αρχή του ευρωπαϊκού δικαίου, δομικής σημασίας για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Δεύτερον, συνθέτει σύμπλεγμα αρνητικών και θετικών υποχρεώσεων των κρατών-μελών στις μεταξύ τους σχέσεις και έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και, τρίτον, περιέχει εγγυήσεις προς όφελος των πολιτών των κρατών-μελών, υπό την έννοια της κοινωνικής Αλληλεγγύης.
ΙΙ. Η αρχή της κοινωνικής Αλληλεγγύης στο πρωτογενές ευρωπαϊκό δίκαιο.
Η αρχή της Κοινωνικής Αλληλεγγύης θεμελιώνεται αφενός στις γενικές διατάξεις των άρθρων 2 ΣυνθΕΕ (Αλληλεγγύη ως αξία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και 3 ΣυνθΕΕ (Αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών) και, αφετέρου, στις ειδικότερες διατάξεις των άρθρων 27 επ. του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ) υπό την υπ' αριθμ. ΙV με τίτλο «Αλληλεγγύη». Είναι όλες αυτές οι διατάξεις που καθορίζουν τις θεσμικές συντεταγμένες του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου, η οργάνωση και λειτουργία του οποίου αποτελεί, όπως τονίσθηκε, επιταγή του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου. Ειδικότερα: Α. Οι επιμέρους εγγυήσεις αφορούν το δικαίωμα των εργαζομένων στην ενημέρωση και την διαβούλευση στο πλαίσιο της επιχείρησης (άρθρο 27), τα δικαιώματα διαπραγμάτευσης και συλλογικών δράσεων (άρθρο 28), το δικαίωμα πρόσβασης στις υπηρεσίες εύρεσης εργασίας (άρθρο 29), την προστασία σε περίπτωση αδικαιολόγητης απόλυσης (άρθρο 30), το δικαίωμα κάθε εργαζόμενου σε συνθήκες εργασίας οι οποίες σέβονται την υγεία, την ασφάλεια και την αξιοπρέπειά του, το δικαίωμα σ' ένα όριο μέγιστης διάρκειας εργασίας και περίοδο αμειβόμενων διακοπών (άρθρο 31), την απαγόρευση εργασίας των παιδιών και την προστασία των νέων στην εργασία (άρθρο 32), τη νομική, οικονομική και κοινωνική προστασία της οικογένειας και το δικαίωμα προστασίας από την απόλυση για λόγους που συνδέονται με την μητρότητα καθώς και το δικαίωμα γονικής άδειας (άρθρο 33), το δικαίωμα πρόσβασης στην πρόληψη σε θέματα υγείας και στην ιατρική περίθαλψη (άρθρο 35), την αναγνώριση και τον σεβασμό πρόσβασης σε υπηρεσίες γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος (άρθρο 38), την προστασία του περιβάλλοντος (άρθρο 37) και την προστασία του καταναλωτή (άρθρ. 38).
Β. Στις ως άνω εγγυήσεις του ΧΘΔΕΕ περιλαμβάνεται και σειρά δικαιωμάτων σχετικών με την κοινωνική ασφάλιση, η οποία κατά την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) συνδέεται ευθέως με τη νομική αρχή της Αλληλεγγύης. Συγκεκριμένα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 34 παρ. 1 του ΧΘΔΕΕ, η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα πρόσβασης στις παροχές κοινωνικής ασφάλισης και στις κοινωνικές υπηρεσίες που εξασφαλίζουν προστασία σε κοινωνικώς ευαίσθητες καταστάσειες όπως η μητρότητα, η ασθένεια, το εργατικό ατύχημα, η εξάρτηση ή το γήρας καθώς και σε περίπτωση απώλειας της απασχόλησης, σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 34 παρ. 2 του ΧΘΔΕΕ, κάθε πρόσωπο που διαμένει και διακινείται νομίμως εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει δικαίωμα στις παροχές κοινωνικής ασφάλισης και στα κοινωνικά πλεονεκτήματα, σύμφωνα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές. Ενώ κατά τις διατάξεις του άρθρου 34 παρ. 3 του ΧΘΔΕΕ η Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να καταπολεμηθεί ο κοινωνικός αποκλεισμός και η φτώχεια, αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα κοινωνικής αρωγής και στεγαστικής βοήθειας προς εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης σε όλους εκείνους, οι οποίοι δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές.
Κατά τη νομολογία του ΔΕΕ, η αρχή της Αλληλεγγύης αποτελεί βασική αρχή που διέπει τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης των κρατών-μελών και αποτελεί την βάση, επί της οποίας στηρίζεται η δραστηριότητα των ταμείων υγείας και των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης. Μάλιστα, το ΔΕΕ (βλ. την απόφαση της 17.2.1993, C-159/91 Poucet και Pistre/AGF και Cancava) προέβη σ' ερμηνεία του καθεστώτος υποχρεωτικής υπαγωγής στην κοινωνική ασφάλιση, κάνοντας δεκτό ότι είναι απαραίτητη για την εφαρμογή της αρχής της Αλληλεγγύης, η οποία ανάλογα με το είδος ασφάλισης έχει διαφορετικό περιεχόμενο. Έτσι, όσον αφορά το σύστημα ασφάλισης υγείας και μητρότητας, «η Αλληλεγγύη συνίσταται στο γεγονός ότι το σύστημα αυτό χρηματοδοτείται από εισφορές ανάλογες προς τις απολαβές από την επαγγελματική δραστηριότητα και τις συντάξεις γήρατος, ενώ από την πληρωμή των εισφορών αυτών απαλλάσσονται μόνον οι δικαιούχοι συντάξεως αναπηρίας και οι συνταξιούχοι ασφαλισμένοι με τους μικρότερους πόρους, ενώ οι παροχές είναι οι ίδιες για όλους τους δικαιούχους. Εξάλλου, τα πρόσωπα που δεν υπάγονται πλέον στο σύστημα αυτό διατηρούν, καίτοι δεν καταβάλλουν εισφορές, τα δικαιώματα τους για παροχές επί ένα έτος. Η Αλληλεγγύη αυτή συνεπάγεται μια ανακατανομή του εισοδήματος μεταξύ των πλέον εύπορων και αυτών οι οποίοι, σε περίπτωση που δεν θα υφίστατο ένα τέτοιο σύστημα και ενόψει των μέσων τους και της καταστάσεως της υγείας τους, θα στερούνταν της αναγκαίας ασφαλιστικής καλύψεως». Από την άλλη πλευρά, και αναφορικά με το σύστημα ασφάλισης γήρατος, «η Αλληλεγγύη εκδηλώνεται από το γεγονός ότι οι εισφορές που καταβάλλονται από τους εν ενεργεία εργαζομένους είναι αυτές που επιτρέπουν την χρηματοδότηση των συντάξεων των συνταξιοδοτηθέντων εργαζομένων. Η Αλληλεγγύη αυτή εκφράζεται επίσης διά της αναγνωρίσεως δικαιωμάτων συντάξεως χωρίς να έχουν καταβληθεί οι σχετικές εισφορές καθώς και δικαιωμάτων συντάξεως μη αναλόγων προς τις καταβληθείσες εισφορές».
Κατ' αποτέλεσμα, το ΔΕΕ έκρινε ότι η αρχή της Αλληλεγγύης μπορεί να θεμελιώσει εξαίρεση των οργανισμών που διαχειρίζονται ταμεία κοινωνικής ασφάλισης από την εφαρμογή του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού, το οποίο αποτελεί βασικό πυλώνα του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου και της εσωτερικής αγοράς, με την αιτιολογία ότι δεν αποτελούν επιχειρήσεις κατά την έννοια του ευρωπαϊκού δικαίου ανταγωνισμού, ακριβώς επειδή εκπληρώνουν αποστολή αποκλειστικώς κοινωνικού χαρακτήρα και η εν λόγω δραστηριότητα στηρίζεται στην αρχή της Αλληλεγγύης. Η σημασία του κριτηρίου του ελάχιστου βαθμού Αλληλεγγύης που διέπει την εκάστοτε δραστηριότητα όχι μόνο επιβεβαιώθηκε και στο πλαίσιο νεότερης νομολογίας (βλ. τις αποφάσεις της 16.11.1995, C-244/94, Fédération française dessociétés ď assurances και της 21.9.1999, C-67/96, Albany), αλλά επεκτάθηκε και στα νοσοκομεία του κατά περίπτωση εθνικού συστήματος υγείας, εν προκειμένω της Ισπανίας. Τα οποία επίσης κρίθηκε ότι δεν ενεργούν ως επιχειρήσεις, επειδή λειτουργούν σύμφωνα με την αρχή της Αλληλεγγύης ως προς τον τρόπο χρηματοδότησής τους από κοινωνικές εισφορές και άλλους κρατικούς πόρους και ως προς την δωρεάν παροχή υπηρεσιών προς τους ασφαλισμένους του με βάση καθολική κάλυψη. Μάλιστα, κρίθηκε ότι δεν ενεργούν ως επιχειρήσεις όχι μόνον έναντι των ασφαλισμένων αλλά ούτε στο πλαίσιο της αγοράς υγειονομικού υλικού, με σκοπό την παροχή δωρεάν υπηρεσιών υγείας στους ασφαλισμένους (βλ. την απόφαση της 11.7.2006, C-205/03P, Fenin κατά Επιτροπής).
Καταληκτικώς, η αρχή της Αλληλεγγύης συντείνει στην πραγμάτωση, εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της «ισχύος εν τη ενώσει», σε βαθμό μάλιστα που μπορεί να θεωρηθεί sine qua non προϋπόθεση της όλης Ευρωπαϊκής Ενοποίησης. Ωστόσο, από τ' ανωτέρω διαφαίνεται επίσης ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας σοβαρής πρόκλησης, η οποία συνίσταται στον ταυτόχρονο σεβασμό όλων των επιμέρους πτυχών και εγγυήσεων της αρχής της Αλληλεγγύης. Κυρίως δε των πτυχών και εγγυήσεων της αρχής της Κοινωνικής Αλληλεγγύης, και, άρα, του Κοινωνικού Κράτους Δικαίου, οι οποίες δέχονται σήμερα και τις μεγαλύτερες πιέσεις. Α. Ενόψει τούτου είναι αναγκαίο και, επέκεινα, νομικώς επιβεβλημένο η αρχή της Κοινωνικής Αλληλεγγύης να γίνεται σεβαστή και όταν αναλαμβάνεται κοινή δράση των κρατών-μελών με βάση την μεταξύ τους Αλληλεγγύη, έτσι ώστε οι εκάστοτε πολιτικές επιλογές να μην αποβαίνουν εις βάρος του κοινωνικού κράτους και της κοινωνικής συνοχής. Και τούτο διότι η ερμηνεία του πρωτογενούς ευρωπαϊκού δικαίου καταδεικνύει ότι ο σκοπός όλων των επιμέρους εγγυήσεων της αρχής της Αλληλεγγύης, ανεξαρτήτως του υποκειμένου των in concreto υποχρεώσεων που προκύπτουν, είναι κοινός και αφορά την προστασία του Ανθρώπου, ήτοι και του Eυρωπαίου Πολίτη, ως πρωταρχικού θεμελίου της ευρωπαϊκής έννομης τάξης.
Β. Η προστασία αυτή είναι κοινή ευθύνη όλων, με την μορφή μιας, υπαρξιακής για την υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, «obligatio in solidum». Υπαρξιακής, διότι το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η περαιτέρω ενοποίησή της εξαρτώνται, εν πολλοίς, από την αποφυγή του μέγιστου κινδύνου της διεύρυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων και του συνακόλουθου κινδύνου ρήξης του κοινωνικού ιστού εντός των κρατών-μελών. Επιπλέον δεν πρέπει να υποτιμάται το, ιστορικώς πλέον αποδεδειγμένο, συμπέρασμα ότι οι κοινωνικές ανισότητες ενισχύουν τα μορφώματα του λαϊκισμού -ακόμη δε περισσότερο τα υπολείμματα του ναζισμού- που έχουν τελευταία εμφανισθεί σε πολλά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι Λαοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης -άρα οι Ευρωπαίοι Πολίτες- έδωσαν την δέουσα απάντηση στα μορφώματα αυτά σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις εντός των κρατών-μελών. Καιρός είναι, λοιπόν, τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ν' αναλάβουν τις δικές τους ευθύνες ως προς την υπεράσπιση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Κράτους Δικαίου».