Έβρος - Κουβέλης: Έχουν γίνει όλες οι απαραίτητες ενέργειες για τους δύο Έλληνες στρατιωτικούς
Αναλύοντας εξάλλου τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε το συμβάν, ο αρμόδιος υπουργός σημειώνει εξάλλου, «θέλω να πιστεύω ότι το περιστατικό θα αξιολογηθεί από τις τουρκικές αρχές στις πραγματικές του διαστάσεις».
Όσον αφορά τα ελληνοτουρκικά, ο κ. Κουβέλης σημειώνει, μιλώντας στο ΑΠΕ/ΜΠΕ, ότι «η Ελλάδα είναι χώρα της ειρήνης», όμως «η τουρκική προκλητικότητα στο Αιγαίο αντιμετωπίζεται με τη χρήσιμη νηφαλιότητα και την πολυεπίπεδη εξωτερική μας πολιτική. Τα σύνορά μας, άλλωστε, είναι σύνορα της Ευρώπης». Αναφορικά δε, με την ευρωπαϊκή προοπτική της γείτονος, ο Φ. Κουβέλης υπογραμμίζει ότι «η χώρα μας είναι υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, με τις προϋποθέσεις και τις υποχρεώσεις της έναντι του ευρωπαϊκού δημοκρατικού κεκτημένου»
Ταυτοχρόνως διαμηνύει, μέσω της συνέντευξής του στο Πρακτορείο, ότι «η Ελλάδα δεν επιλέγει και ούτε θέλει τη συμμετοχή της στη λεγόμενη κούρσα του ανταγωνισμού των εξοπλισμών. Εκείνο που πράττει είναι η εξασφάλιση των ικανών στοιχείων που υπερασπίζονται και θωρακίζουν την ικανή και αναγκαία άμυνα της χώρας».
Ερωτηθείς από το ΑΠΕ/ΜΠΕ για τη συνεργασία του με τον υπουργό Εθνικής 'Αμυνας, αναφέρει ότι «η συνεργασία με τον κ. Καμμένο έχει ως βασικό στοιχείο την επιδίωξη για θετικό αποτέλεσμα της κυβερνητικής πολιτικής στο σημαντικό ζήτημα της εθνικής άμυνας και των Ενόπλων Δυνάμεων. Ούτε ο κ. Καμμένος, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ και προφανώς ούτε εγώ, εκχωρήσαμε την πολιτική και ιδεολογική μας ταυτότητα στο όνομα αυτής της συνεργασίας».
Στο θέμα, τέλος, της διαμάχης που παρατηρείται σε δικαστικούς κύκλους, ο κ. Κουβέλης την χαρακτηρίζει «δυσάρεστη», επιπλέον «κλονίζει τη σχέση εμπιστοσύνης των πολιτών στο κράτος δικαίου και αμφισβητεί την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης», ενώ εκφράζει τη βεβαιότητα ότι «οι ίδιοι οι δικαστικοί λειτουργοί, στη μεγάλη πλειονότητά τους, δεν θέλουν και δεν επιθυμούν τη διαμάχη στους κόλπους τους».
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του αναπληρωτή υπουργού Εθνικής 'Αμυνας Φώτη Κουβέλη στον Νίκο Παπαδημητρίου για το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων:
Ποια εξέλιξη υπάρχει, κύριε υπουργέ, σε σχέση με τη σύλληψη των δύο στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και την παραπομπή τους σε τουρκικό δικαστήριο;
Απ.: Έχουν γίνει και συνεχίζουν οι αναγκαίες ενέργειες, τόσο στο διπλωματικό επίπεδο όσο και στο επίπεδο της ηγεσίας των Ενόπλων Δυνάμεών μας, για την αντιμετώπιση του θέματος. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τα δύο στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεών μας φέρονται να έχουν εισέλθει σε τουρκικό έδαφος, οι συνθήκες νέφωσης και πυκνού χιονιού, καθιστούν πρόδηλη την έλλειψη της πρόθεσής τους να εισέλθουν παράνομα και μάλιστα με τη στρατιωτική στολή τους, τα διακριτικά τους και τον οπλισμό τους. Θέλω να πιστεύω ότι το περιστατικό θα αξιολογηθεί από τις τουρκικές αρχές στις πραγματικές του διαστάσεις.
Κύριε υπουργέ, αναλαμβάνετε ένα κρίσιμο πόστο σε μια περίοδο ιδιαίτερα σύνθετη όσο και δύσκολη, δεδομένης της τουρκικής προκλητικότητας στο Αιγαίο. Ποια πρέπει να είναι η απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης;
Απ.: Η Ελλάδα είναι χώρα της ειρήνης, την οποία και υπηρετεί. Οι διεθνείς συνθήκες καταγράφουν και ορίζουν με σαφήνεια τα σύνορα και τα δικαιώματα της χώρας μας τα οποία αταλάντευτα υπερασπιζόμαστε. Η τουρκική προκλητικότητα στο Αιγαίο αντιμετωπίζεται με τη χρήσιμη νηφαλιότητα και την πολυεπίπεδη εξωτερική μας πολιτική. Τα σύνορά μας, άλλωστε, είναι σύνορα της Ευρώπης. Η ψύχραιμη αντιμετώπιση των προκλήσεων αποτελεί τη σταθερή, ανεκχώρητη και ανυποχώρητη υπεράσπιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων.
Η πορεία της χώρας, μετά το τέλος του προγράμματος, πόσο μπορεί να επηρεαστεί -εάν επηρεάζεται- από τη σχέση μας με την Τουρκία;
Απ.: Η πορεία της χώρας με το τέλος του προγράμματος δεν επηρεάζεται από τις σχέσεις με την Τουρκία. Η τυχόν επιλογή της Τουρκίας για κλιμάκωση των εντάσεων δεν θέλουμε να υπάρξει. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα διαμορφώσει, εκ των πραγμάτων, κλίμα και συνθήκες πρόσθετων υποχρεώσεων και ενεργειών της χώρας στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής.
Παρότι η Ελλάδα είναι παγίως υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής της γείτονος, παρατηρούμε ότι οι Ευρωπαίοι ομόλογοί μας δεν είναι και τόσο θετικοί πια. Ποια πρέπει να είναι η θέση της Αθήνας; Και πόσο αυτή πρέπει να λαμβάνει υπ' όψιν τη συγκυρία, για παράδειγμα τη στάση που η 'Αγκυρα κρατά στην κυπριακή ΑΟΖ;
Απ.: Η χώρα μας είναι υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, με τις προϋποθέσεις και τις υποχρεώσεις της έναντι του ευρωπαϊκού δημοκρατικού κεκτημένου. Είναι δική της υπόθεση εάν θέλει, στο πλαίσιο των πολιτικών σχεδιασμών της, να ανταποκριθεί σε αυτές τις προϋποθέσεις και υποχρεώσεις.
Παγίως η Αριστερά ήταν υπέρ της μείωσης των εξοπλισμών. Πόσο εφικτό, όμως, είναι αυτό όταν γείτονές σου δεν είναι η Ελβετία και η Δανία;
Απ.: Η Ελλάδα δεν επιλέγει και ούτε θέλει τη συμμετοχή της στη λεγόμενη κούρσα του ανταγωνισμού των εξοπλισμών. Εκείνο που πράττει είναι η εξασφάλιση των ικανών στοιχείων που υπερασπίζονται και θωρακίζουν την ικανή και αναγκαία άμυνα της χώρας. Κι αυτό αποτελεί την υπεύθυνη θέση μας.
Ποια μπορεί να είναι η συνεργασία σας με τον κ. Καμμένο, με το δεδομένο ότι, όπως κάποια μέσα δικτύωσης σας αποδίδουν, έχετε πει στο παρελθόν ότι δεν νοείται συμμαχία της Αριστεράς με τον κ. Καμμένο;
Η συνεργασία με τον κ. Καμμένο έχει ως βασικό στοιχείο την επιδίωξη για θετικό αποτέλεσμα της κυβερνητικής πολιτικής στο σημαντικό ζήτημα της εθνικής άμυνας και των Ενόπλων Δυνάμεων. Ούτε ο κ. Καμμένος, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ και προφανώς ούτε εγώ, εκχωρήσαμε την πολιτική και ιδεολογική μας ταυτότητα στο όνομα αυτής της συνεργασίας. 'Αλλωστε, κι όταν, ως πρόεδρος της τότε ΔΗΜΑΡ, συμβάλλαμε στη συγκρότηση κυβέρνησης, το 2012, με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, το πράξαμε από θέση ευθύνης για τη χώρα, χωρίς εκχώρηση των πολιτικών και ιδεολογικών μας θέσεων. Η αποχώρησή μας δε, από την τότε κυβέρνηση έγινε με την πολιτική βεβαιότητα ότι η χώρα έπρεπε να αλλάξει σελίδα. Και άλλαξε.
Βλέπουμε να είναι σε εξέλιξη μια μεγάλη «μάχη» στους κόλπους των δικαστικών. Ως νομικό και πρώην υπουργό Δικαιοσύνης, σας ανησυχεί; Πώς θα επουλωθεί η «πληγή»;
Η ένταση που καταγράφεται στους κόλπους των δικαστικών λειτουργών είναι δυσάρεστη, κλονίζει τη σχέση εμπιστοσύνης των πολιτών στο κράτος δικαίου και αμφισβητεί την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Εκείνο που χρειάζεται είναι η συναίσθηση του ίδιου του δικαστή ότι είναι «τρίτος» και δεν συνδέεται με κανένα στοιχείο της υπόθεσης που κρίνει. Αυτονόητο στοιχείο για το κύρος του αποτελεί η μη εμπλοκή του, άμεση ή έμμεση, φανερή ή κρυπτόμενη, στην πολιτική αντιπαράθεση. Έχω τη βεβαιότητα ότι οι ίδιοι οι δικαστικοί λειτουργοί, στη μεγάλη πλειονότητά τους, δεν θέλουν και δεν επιθυμούν τη διαμάχη στους κόλπους τους.