Σαν σήμερα το 1793 ανοίγει τις πύλες του το μουσείο του Λούβρου
Το Λούβρο αρχικά ήταν αμυντικό φρούριο και υπάρχουν διάφορες εκδοχές για την ονομασία του. Σύμφωνα με την πρώτη, ονομάστηκε Λούβρο λόγω του τοπωνυμίου της περιοχής όπου οικοδομήθηκε - αυτή λεγόταν Lupara. Πιθανολογείται ότι η περιοχή ονομαζόταν έτσι επειδή είχε πολλούς λύκους (στα λατινικά lupus και το θηλυκό, δηλαδή λύκαινα, στην καθομιλουμένη της εποχής εκείνης στη Γαλλία, λεγόταν lupara).
Μια άλλη εκδοχή είναι ότι η ονομασία προέρχεται από την σαξωνική λέξη lauer ή lower, η οποία στα ελληνικά αποδίδεται ως "οχυρωμένο φρούριο". Τρίτη εκδοχή: από τη φράση "L'oeuvre" για το αριστουργηματικό έργο, που όμως δεν είναι ιδιαίτερα πιθανή, αφού το κτίσμα αναφέρεται ως Λούβρο ήδη από το 1200, όταν ακόμα στο φρούριο δεν υπήρχε καμία συλλογή.
Το Λούβρο έγινε μουσείο μετά την Γαλλική επανάσταση. Μέχρι τότε ήταν ανάκτορο των βασιλέων της Γαλλίας και πιο πριν απλώς φρούριο. Συγκεκριμένα το κτίριο που σήμερα στεγάζει το μουσείο οικοδομήθηκε σταδιακά στο πέρασμα των αιώνων αλλάζοντας σημαντικά μορφή ανάλογα με τις χρήσεις του.
Αρχικά, το 1190, οικοδομήθηκε εκεί ένα μεγάλο οχυρό από τον βασιλιά Φίλιππο Β΄ Αύγουστο. Άλλαξε πολύ η αρχιτεκτονική και η μορφή του απ' τους διαδόχους, προκειμένου να το χρησιμοποιήσουν ως ανάκτορο, καθιστώντας το σημαντικά πολυτελέστερο και πιο καλλιτεχνικό. Παράλληλα, με το πέρασμα των αιώνων, οι βασιλείς της Γαλλίας φρόντιζαν να αποκτούν και διάφορα πολύτιμα αντικείμενα - άλλα ήταν λάφυρα πολέμων και άλλα αγορές ή δωρεές προς αυτούς. Τα αντικείμενα αυτά, στην πλειοψηφία τους ζωγραφικοί πίνακες, αποτέλεσαν σταδιακά τη λεγόμενη "βασιλική συλλογή" που υπήρξε και ο αρχικός πυρήνας του μουσείου όταν από ανάκτορο μεταβλήθηκε σε κέντρο τέχνης και μουσείο μετά τη γαλλική επανάσταση.
Τα πρώτα έργα σε είδος συλλογής άρχισαν ουσιαστικά να συγκεντρώνονται γύρω στο 1500 από τον Φραγκίσκο Α΄. Ο Φραγκίσκος ήταν εκείνος που απέκτησε (το 1519) τη Τζοκόντα του Λεονάρντο ντα Βίντσι όπως και την "Ωραία Κηπουρό" και την "Αγία Οικογένεια" του Ραφαήλ. Επί Φραγκίσκου αποκτήθηκε η προσωπογραφία του (έργο του Τιτσιάνο) και ο "Ευαγγελισμός" του Φρα Μπαρτολομέο. Ο Φραγκίσκος επίσης επέκτεινε σημαντικά τις πτέρυγες του χώρου για να προβάλλεται πιο λαμπρά η βασιλική συλλογή. Το 1549 δημιουργήθηκε μια μεγάλη αίθουσα εορτασμών (η οποία χρησίμευσε αργότερα και ως δικαστήριο) και που είναι σήμερα η "Αίθουσα των Καρυάτιδων" - φιλοξενεί πιστά αντίγραφα των Καρυάτιδων και πολλά πρωτότυπα έργα της αρχαιότητας. Το 1553 ολοκληρώθηκε η αίθουσα που οδηγούσε τότε στον προθάλαμο του βασιλιά και που σήμερα είναι η αίθουσα ετρουσκικών αρχαιοτήτων. Το Λούβρο ξαναπήρε ώθηση το 1600 επί Ερρίκου Δ', ο οποίος αύξησε τη συλλογή (κυρίως πινάκων ζωγραφικής) και η οποία έφτασε να αριθμεί τότε 200 ξεχωριστά έργα.
Αυτό που σήμερα στο μουσείο ονομάζεται "Στοά του Απόλλωνα" δημιουργήθηκε περίπου το 1602 από την σύζυγο του Ερρίκου Δ΄, τη Μαρία των Μεδίκων, που θέλησε εκεί να διαμορφώσει μια αίθουσα τέχνης με προσωπογραφίες βασιλέων και την ονόμασε "Αίθουσα των Πινάκων". Το 1639 προστέθηκε στο κτίσμα ο "Πύργος του Ρολογιού".
Η "βασιλική συλλογή" αυξήθηκε σημαντικά και επί Λουδοβίκου ΙΓ΄, χάρη όμως μάλλον στον καρδινάλιο Ρισελιέ παρά στον ίδιο. Ο Ρισελιέ είχε αποκτήσει μια μεγάλη προσωπική συλλογή έργων τέχνης και μετά το θάνατό του το 1642, αυτή πέρασε ως κληροδότημα στον βασιλιά της Γαλλίας και από αυτόν στη βασιλική συλλογή. Ανάμεσα στα έργα που είχε αποκτήσει ο Ρισελιέ και σήμερα ανήκουν στο Λούβρο ήταν και το "Δείπνο στην Εμμαούς", του Βερονέζε. Το 1625 στη βασιλική συλλογή (και σήμερα στου μουσείου του Λούβρου) προστέθηκαν 24 πίνακες του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς με θέμα τη ζωή της Μαρίας των Μεδίκων συζύγου του Ερρίκου Δ΄.
Οι συλλογές του μουσείου
Σήμερα το μουσείο έχει κατηγοριοποιήσει τα έργα του σε διάφορα τμήματα και τα κομμάτια εκτίθενται σε πολλές και διαφορετικές αίθουσες. Οι συλλογές αυτές είναι οι εξής:
Τμήμα Ανατολικών Αρχαιοτήτων
Στο τμήμα αυτό ανήκουν έργα διαφόρων χωρών από την Ινδία και το Αφγανιστάν μέχρι την Τουρκία, τη Συρία αλλά και την Κύπρο Χωρίζεται σε τρεις συλλογές: της Μεσοποταμίας (με εκθέματα Σουμερίων, Βαβυλωνίων, Ασσυρίων κ.ά,), του Ιράν και των χωρών της Μέσης Ανατολής. Στο τελευταίο τμήμα περιλαμβάνονται έργα από την Κύπρο, την Παλαιστίνη, την αρχαία Φοινίκη ή το σημερινό Λίβανο, τη Συρία, την Ιορδανία και τη Σαουδική Αραβία) Ξεχωρίζει ένα αγγείο του 4.000 π.Χ. από τα Σούσα, ανδρική κεφαλή από ορείχαλκο του 2.100 π.Χ. ύψους 1,5 μέτρου, κιονόκρανο με τις κεφαλές δύο ταύρων από το ανάκτορο του Δαρείουαπό ασβεστόλιθο, του 500 π.Χ., ύψους περίπου 7,5 μ., η ζωοφόρος των τοξοτών, από τα Σούσα, ίδιας εποχής κ.α. Ως τμημα αυτονομήθηκε το 1881 και περιλάμβανε ευρήματα από τις ανασκαφές που έκανε το 1847 στο βόρειο Ιράκ ο Γάλλος πρόξενος εκεί Paul Emile Botta, ο Εrnest Renan στη Φοινίκη το 1862, ο Μorgan στα Σούσα, ο Schaeffer στην Εγκώμη της Κύπρου.
Τμήμα Αιγυπτιακής Τέχνης
Το τμήμα αυτό δημιουργήθηκε το 1826 και περιλαμβάνει 55.000 ευρήματα από τα οποία εκτίθενται τα 6.000. Ακολουθεί την αιγυπτιακή ιστορία από την φαραωνική εποχή μέχρι τους Κόπτες, τους Πτολεμαίους και τους Ρωμαίους. Πολλά από τα έργα αποκτήθηκαν από τον Ναπολέοντα το 1798 στην εκστρατεία που είχε κάνει έχοντας μαζί του τον Ντομινίκ Βιβάντ, που λίγο αργότερα ανέλαβε τη διεύθυνση του Λούβρου. Αρχικά το τμήμα είχε ως συντηρητή τον Ζαν-Φρανσουά Σαμπολιόν, τον άνθρωπο που αποκρυπτογράφησε τη στήλη της Ροζέτας. Η συγκεκριμένη συλλογή πάντως αυξήθηκε σημαντικά και με την απόκτηση των συλλογών τριών συλλεκτών (των Durand, Salt και Drovetti) που προσέθεσαν 7.000 κομμάτια. Μετά από ανασκαφές που έγιναν στην Μέμφιδα, το Λούβρο απέκτησε και τον αριστουργηματικό "Καθιστό γραφέα". Το Λούβρο έχει επίσης στην κατοχή του πάρα πολλούς παπύρους, μούμιες, ρουχισμό, κοσμήματα, παιχνίδια, μουσικά όργανα και όπλα των αρχαίων Αιγυπτίων. Ξεχωρίζουν επίσης η μεγάλη Σφίγα που βρέθηκε στο Δέλτα του Νείλου και χρονολογείται στο 2.600 π.Χ. ύψους 1,83 και μήκους 4,80 μ., το άγαλμα του φαραώ Σέσωστρι Γ΄, τα αγαλματίδια Νεφερτίτη και Ακενατόν από ψαμμίτη, ύψους 22 εκατοστών, τα αγαλματίδια με την οικογένεια του Όσιρι, η σαρκοφάγος του Ιμενεμινέτ κ.α.
Τμήμα αρχαιοτήτων ελληνικών, ετρουσκικών και ρωμαϊκών
Αυτό είναι μετά τους ζωγραφικούς πίνακες το αρχαιότερο τμήμα του Λούβρου και λειτουργεί από το 1800 - τότε ως "Μουσείο Αρχαιοτήτων". Μεταξύ των εκθεμάτων ήταν και ο Λαοκόων που επιστράφηκε όμως το 1814 στην Ιταλία από όπου το είχε πάρει ο Ναπολέων. Επεκτάθηκε όμως ξανά το μουσείο με την απόκτηση της συλλογής των Μποργκέζε και του Campana. Οταν ο Campana χρεωκόπησε, αγόρασε τη συλλογή του ο Ναπολέων Γ΄ και απέκτησε έτσι πάνω από 300 αρχαία αγάλματα ελληνικά και ρωμαΪκά.
Τμήμα Γλυπτικής
Στην αρχή το μουσείο εξέθετε αποκλειστικά αγάλματα που ανήκαν στην περίοδο της αρχαιότητας με εξαίρεση γλυπτά του Μιχαήλ Άγγελου .Μετά το 1824 όμως άρχισε να εκθέτει και γλυπτά άλλων εποχών, στις οποίες έχει αφιερώσει πέντε αίθουσες –έργα από την Αναγέννηση μέχρι τον 18ο αιώνα. Το 1850 η διεύθυνση του μουσείου άνοιξε και αίθουσα για γλυπτά του Μεσαίωνα. Πάντως μέχρι και τότε τα γλυπτά ανήκαν ως τμήμα στον τομέα Αρχαιοτήτων και μόλις το 1871 ή το 1893 αποφασίστηκε να αποδεσμευτούν και να αυτονομηθεί ο τομέας γλυπτικής. Εκεί είναι τοποθετημένα εν γένει γλυπτά που δεν ανήκουν στο ελληνικό, ετρουσκικό ή ρωμαϊκό τμήμα. Το 1986 όλα τα έργα που ήταν μεταγενέστερα του 1850 μεταφέρθηκαν στο Μουσείο Ορσέ (Musée d'Orsay). Ξεχωρίζουν ο "Δανιήλ και οι λέοντες",΄η "Ανάσταση του Χριστού", "Η Λουομένη" όπως και το "Έρως και ψυχή" του Αντόνιο Κανόβα.
Τμήμα Ισλαμικής τέχνης
Αυτό το τμήμα δημιουργήθηκε το 2003 συγκεντρώνοντας έργα που προέρχονται από την Ισπανία και την βόρεια Αφρική, τη Μέση Ανατολή, την Αραβία και την Ινδία. Τα έργα είναι διαφόρων περιόδων, αλλά πάντως από το 622 μ.Χ μέχρι τον 19ο αιώνα. Στη βασιλική συλλογή που λεγόταν και "συλλογή του στέμματος" ξεχωρίζει το "Βαπτιστήριο του Αγίου Λουδοβίκου", μια κολυμπήθρα που φιλοτεχνήθηκε στη Συρία ή στην Αίγυπτο στο μεταίχμιο του 13ου και 14ου αιώνα,που είναι ανάγλυφος ορείχαλκος με ασήμι και χρυσό και διάμετρο μισό μέτρο, ένας αστρολάβος ινδοπερσικής προέλευσης του 18ου αιώνα, η πυξίδα (από ελεφαντόδοντο) του al-Mughira που βρέθηκε στην Κόρδοβα και είχε φιλοτεχνηθεί το 968
Τμήμα Καλλιτεχνικών Αντικειμένων
- Μεταξύ των εκθεμάτων που ανήκουν στο τμήμα αυτό είναι και κοσμήματα ή μπιμπελό και αγαλματίδια, βιτρώ, κασετίνες, γενικά μικρά αντικείμενα τέχνης. Επίσης στον τομέα αυτό περιλαμβάνονται και μεγαλύτερα αντικείμενα τέχνης, όπως έπιπλα εποχής –από το μεσαίωνα μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Αρχικά ήταν υποκατηγορία του τμήματος γλυπτικής αλλά αυτονομήθηκε. Η συλλογή Durant το 1825 απέφερε όμως στο Λούβρο πολλά βιτρό και έργα τέχνης που δεν μπορούσαν πια να εντάσσονται στη γλυπτική ενώ 800 αντικείμενα ποικίλων χρήσεων δόθηκαν και από τον Pierre Révoil. Προστέθηκε ύστερα η δωρεά Sauvageot με 1.500 μεσαιωνικά έργα και το 1862 προστέθηκαν επίσης χρυσά κοσμήματα και άλλα αντικείμενα του 15ου και 16ου αιώνα με τη συλλογή Campana. Τα περισσότερα αντικείμενα τέχνης εκτίθενται στην πτέρυγα Ρισελιέ και στην Στοά ή Γκαλερί του Απόλλωνα -αυτή ονομάστηκε έτσι από το ζωγράφο Charles Le Brun στον οποίο ο Λουδοβίκος ΙΔ΄ (γνωστός και ως "Βασιλιάς Ήλιος") ανέθεσε να διακοσμήσει το χώρο με θέματα εμπνευσμένα από τον ήλιο.
Τμήμα πινάκων ζωγραφικής
Στο τμήμα αυτό ανήκουν σήμερα γύρω στους 6.000 πίνακες που φιλοτεχνήθηκαν από το μεσαίωνα μέχρι το 1848. Τα 2/3 των έργων αυτών είναι Γάλλων καλλιτεχνών, όπως του Ντελακρουά, του Νταβίντ και άλλων. Στα εκθέματα περιλαμβάνεται μία από τις μεγαλύτερες συλλογές (1.200 έργα) βόρειων καλλιτεχνών –της Ολλανδίας, της Φλάνδρας και της Γερμανίας- με 15 έργα του Ρέμπραντ, 51 έργα του Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς, έργα του Γιοχάννες Βερμέερ, του Άλμπρεχτ Ντύρερ, του Χανς Χολμπάιν του νεότερου κ.α. Πολύ πλούσια είναι και η ιταλική σχολή, με περίπου 1.100 έργα Ιταλών ζωγράφων, ανάμεσα στα οποία είναι η Τζοκόντα (και άλλα έργα) του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, 15 έργα του Πάολο Βερονέζε, 15 πίνακες του Τιτσιάνο, 10 του Ραφαήλ κ.α. Η ισπανική συλλογή περιλαμβάνει έργα του Βελάσκεθ, του Μουρίλο του Ριβέρα και του Γκόγια. Οι Γάλλοι στην ισπανική συλλογή περιλαμβάνουν και τα έργα του Ελ Γκρέκο, τον οποίο έχουν σε περίοπτη θέση.
Τμήμα χαρακτικής και σχεδίων
Σε αυτό το τμήμα ανήκουν σχέδια σε χαρτί και χαλκογραφίες, όπως και γραμματόσημα και καλλιτεχνικά βιβλία.
wikipedia