Nτίνος Ηλιόπουλος: Όταν γεννήθηκε ο Έλληνας «Φρεντ Αστέρ»
Θαύμαζε τον Τσάρλι Τσάπλιν. Στενός του φίλος ήταν ο Μίμης Φωτόπουλος και μεγάλος του έρωτας η Άννα Φόνσου.
Ο κριτικός τέχνης Κ. Γεωργουσόπουλος τον είχε αποκαλέσει «ο κλόουν που δραπέτευσε από το φεγγάρι».
Ο Κωνσταντίνος (Ντίνος) Ηλιόπουλος (Αλεξάνδρεια, 12 Ιουνίου 1915 – Αθήνα, 4 Ιουνίου 2001) ήταν ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του ελληνικού θεάτρου και κινηματογράφου.
Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1915 από Έλληνες γονείς. Ο πατέρας του καταγόταν από την Κυπαρισσία, ενώ η μητέρα του είχε γεννηθεί στην Υεμένη. Ο έμπορος πατέρας του καταστρέφεται οικονομικά από το κραχ του 1929 και υποχρεώνεται να μετακομίσει μαζί με τη γυναίκα και τα παιδιά του (δύο αγόρια και τρία κορίτσια) στη Μασσαλία, όπου o μικρός Ντίνος γράφτηκε στο Δημοτικό και τελείωσε το σχολείο, πετυχαίνοντας με άριστα στις εξετάσεις για το απολυτήριο Λυκείου.
Για αυτόν τον λόγο είχε μεγαλύτερη ευχέρεια στη Γαλλική, που είχε γίνει η πρώτη του γλώσσα. Το 1935 επέστρεψε με την οικογένειά του στην Ελλάδα και γράφτηκε στο «Berkshire High Commercial School», που υπήρχε τότε στην Αθήνα, για να σπουδάσει εμπορικές επιστήμες και να ακολουθήσει το επάγγελμα του πατέρα του. Αφού πήρε το πτυχίο του και εκπλήρωσε την -παρατεταμένη λόγω πολέμου- στρατιωτική του θητεία, εργάστηκε για σύντομο χρονικό διάστημα σε μια αντιπροσωπεία. Αναζητώντας συνεχώς κάτι διαφορετικό συνέχισε να αλλάζει δουλειές «σαν τα ξυραφάκια του» όπως έλεγε και ο ίδιος, μέχρι που ανακάλυψε την αγάπη και την κλίση του προς το θέατρο.
Πορεία στο χώρο του θεάματος
Η προσπάθειά του να φοιτήσει στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, δίνοντας εξετάσεις με ένα ποίημα του Καβάφη, ήταν αποτυχημένη, αφού θεωρήθηκε ότι δεν διέθετε τον απαραίτητο, για την εποχή, στόμφο και το ανάλογο παράστημα. Ο Ντίνος Ηλιόπουλος δεν απογοητεύτηκε, διέθετε πείσμα και υπομονή κι έτσι γράφτηκε στην ιδιωτική σχολή του διεθνούς φήμης διευθυντή του Θεάτρου «Σάρα Μπερνάρ», Γιαννούλη Σαραντίδη.
Ο Σαραντίδης είχε έρθει στην Αθήνα πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο για να σκηνοθετήσει μερικά έργα της Μαρίκας Κοτοπούλη και να επιστρέψει πάλι στο Παρίσι, κάτι που το ξέσπασμα του πολέμου δεν του επέτρεψε κι έτσι παρέμεινε στην Αθήνα ιδρύοντας τη Δραματική σχολή «Γιαννούλη Σαραντίδη», όπου ο Ηλιόπουλος είχε την ευκαιρία να μαθητεύσει δίπλα στους Γιώργο Βακαλό, Θράσο Καστανάκη, Μ. Καραγάτση, Γιώργο Θεοτοκά, Γιάννη Σιδέρη, Αντώνη Γιαννίδη.
Το ξεκίνημά του στο θεατρικό σανίδι έγινε το 1944 με το θίασο της "κυρίας Κατερίνας", στο έργο του Λέο Λεντς, «Κυρία, σας αγαπώ». Αργότερα έπαιξε στους θιάσους της Μαρίκας Κοτοπούλη, της Μαίρης Αρώνη, του Δημήτρη Χορν κ.ά. αποκομίζοντας πάντα θετικά σχόλια για τις ερμηνείες του. Χαρακτηριστικά, ο σπουδαίος ηθοποιός της εποχής Βασίλης Λογοθετίδης είχε πει για τον νεαρό τότε Ηλιόπουλο: "Τι σπουδαίος! Τι φανταστικός κλόουν! Αυτό θα πει θέατρο!".
Η πρώτη από τις πολλές κινηματογραφικές συμμετοχές του Ηλιόπουλου έγινε το 1948 με την ταινία «Εκατό χιλιάδες λίρες». Το κινηματογραφικό κοινό πολύ γρήγορα τον αγκάλιασε και η αναγνωρισιμότητά του του επέτρεψε να ηγηθεί από το 1953 θεατρικού θιάσου (με επιχειρηματία τον Χέλμη) στο Θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ, όπου παρουσίασε την κωμωδία: «Θανασάκης ο πολιτευόμενος», με συμπρωταγωνίστρια την Άννα Συνοδινού.
Το 1956, πρωταγωνιστεί στο έργο του Νίκου Κούνδουρου, "Ο Δράκος". Υποδύεται τον Θωμά, έναν φιλήσυχο άνθρωπο, που λόγω της εκπληκτικής ομοιότητάς του, τον μπερδεύουν με έναν αρχιμαφιόζο της νύχτας. Μία ερμηνεία, εκπληκτική, σε ένα δραματικό έργο, σε ένα πολύ διαφορετικό έργο, για την εποχή του. Ο Δράκος αναγνωρίζεται σήμερα ως μία από τις σημαντικές ταινίες στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου που συνδυάζει στοιχεία από τον ιταλικό νεορεαλισμό, τον γερμανικό εξπρεσιονισμό αλλά και το φιλμ νουάρ.
Οι περιοδείες του σε όλη την Ελλάδα και οι ταινίες του, που γυρίζονταν η μία μετά την άλλη, γνώρισαν τεράστια επιτυχία και έτσι το 1963 δημιούργησε τη δική του θεατρική στέγη στο Θέατρο Γκλόρια, ως επιχειρηματίας και θιασάρχης. Ανέβασε κωμωδίες Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, που έγιναν μεγάλες θεατρικές επιτυχίες και μεταφέρθηκαν και στον κινηματογράφο, όπως τα «Ξύπνα Βασίλη», «Θανασάκης ο πολιτευόμενος», «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Εξοχικόν κέντρον "Ο Έρως», «Ζητείται ψεύτης», «Έκτο πάτωμα» κ.ά. Μέσα από τον θίασό του αναδείχθηκαν καινούριες πρωταγωνίστριες, που διέπρεψαν και καθιερώθηκαν στη συνείδηση του θεατρόφιλου κοινού σαν σπουδαίες ερμηνεύτριες, όπως η Άννα Φόνσου και η Μάρω Κοντού. Κάποιο διάστημα υπήρξε συνθιασάρχης με τον Μίμη Φωτόπουλο, σε ένα θεατρικό «πάντρεμα» δυο μεγάλων καλλιτεχνών, που ανεβάσαν, προς τέρψη του κοινού τους, έργα υψηλού επιπέδου.
Κατά τη Στρατιωτική δικτατορία συμμετείχε στους χουντικούς εορτασμούς της επετείου της 21ης Απριλίου στο Παναθηναϊκό Στάδιο ανάμεσα σε άλλους ηθοποιούς και τραγουδιστές.
Παράλληλα με τις θιασαρχικές του δραστηριότητες ο Ντίνος Ηλιόπουλος έπαιξε με το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο και στο Ηρώδειο, έργα του κλασσικού ρεπερτορίου. Επίσης συνεργάστηκε με τον Αλέξη Σολομό στο «Προσκήνιο».
Το 1972 συμπρωταγωνίστησε με την Έλλη Λαμπέτη στο μιούζικαλ «Γλυκιά Ίρμα» (Είχε προ υπάρξει κι’ άλλη συνεργασία με το θίασο Λαμπέτη - Χόρν, με το έργο: «Ένα ζευγάρι παπούτσια»).
Το «6ο πάτωμα» ήταν μια από τις μεγαλύτερες θεατρικές επιτυχίες του Ντίνου Ηλιόπουλου, που ανέβηκε και στον κινηματογράφο με τίτλο «Οι κυρίες της αυλής». Ο δημοφιλής ηθοποιός υποδυόταν έναν φτωχό, καλοκάγαθο ζωγράφο, ο οποίος σε μια χαρακτηριστική σκηνή του έργου έλεγε μια ατάκα που έκανε θραύση. Ο Ηλιόπουλος έψαχνε για τσιγάρο, αλλά δεν είχε χρήματα, παρά μόνο για σπίρτα. Τότε γύρισε και είπε στον Αλέκο Αλεξανδράκη, ο οποίος υποδυόταν έναν γοητευτικό ευκατάστατο άνδρα, «βάζω τη φωτιά, βάζεις το τσιγάρο;» Όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, η σκηνή αυτή επαναλήφθηκε στην πραγματικότητα μεταξύ του Ηλιόπουλου και του βασιλιά Κωνσταντίνου. Ο τότε μονάρχης ήταν μεγάλος θαυμαστής του κωμικού και έδωσε το παρόν στη θεατρική πρεμιέρα του έργου. Όταν τον επισκέφτηκε στο καμαρίνι μετά το τέλος της παράστασης για να τον συγχαρεί, βρήκε τον Ηλιόπουλο να κρατά ένα τσιγάρο. Ο ηθοποιός αντιστρέφοντας τους κανόνες του ρόλου του, στράφηκε προς τον νεαρό βασιλιά και του είπε με χιούμορ, «βάζω το τσιγάρο, βάζεις τη φωτιά;». Ο Κωνσταντίνος έσκυψε και του άναψε το τσιγάρο, προσφέροντας στους φωτογράφους ένα αξέχαστο στιγμιότυπο.
Το 1974 έκανε μια περιοδεία σε 60 πόλεις των ΗΠΑ και του Καναδά, με τα έργα: «Ζητείται ψεύτης», του Δημήτρη Ψαθά και τις «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη. Η περιοδεία κράτησε ενάμιση χρόνο, πρωτοφανές διάστημα για ελληνικό θίασο.
Το 1986, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, του δίνει ένα ρόλο στην ταινία «Ο Μελισσοκόμος».
Ανάμεσα στα πολλά του ταλέντα είχε και γόνιμη θεατρική φαντασία. Έγραψε το μουσικό έργο «Κοντσέρτο για τρομπόνι» (διασκευή από τους «Μέναιχμους» του Πλαύτου) και «Γιάννης Τζόνι και Ιβάν» (διασκευή από το έργο του Γκολντόνι «Υπηρέτης δύο αφεντάδων»), καθώς και τα σατυρικά δοκίμια: «Προσδεθείτε» και «Ο Ντίνος στη χώρα των θαυμάτων». Επίσης συνέταξε την αυτοβιογραφία του με τίτλο: «Ένας Ηλιόπουλος ονόματι Ντίνος».
Η αγάπη για το τραγούδι
Είναι γνωστό πως αγαπούσε πολύ τον χορό, αλλά, μέσα από τις ταινίες του, μας έδειξε και το ταλέντο του στο τραγούδι.
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος έπαιξε το 1945 στην παράσταση «Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» σε μετάφραση Αλέξη Σολομού, δίπλα στην Κατερίνα Ανδρεάδη, τη Μελίνα Μερκούρη και τον Θάνο Κωτσόπουλο. Σε μια σκηνή του έργου ο Ηλιόπουλος τραγουδούσε το «Τραγούδι του Ναύτη» του Μάνου Χατζιδάκι, που 20 χρόνια αργότερα διασκευάστηκε από τον Νίκο Γκάτσο στο γνωστό «Ο Τζώνης ο μπόγιας» και κυκλοφόρησε στον θρυλικό δίσκο «Μυθολογία» με ερμηνευτή τον Γιώργο Ρωμανό.
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος το 1949 έπαιξε στην κωμωδία «Διαγωγή… μηδέν!» με πρωταγωνιστές την Έλλη Λαμπέτη και τον Λάμπρο Κωνσταντάρα. Στην αρχή της ταινίας κάνει καντάδα στη Λαμπέτη τραγουδώντας «Αγάπησέ με μάτια μου», δηλαδή την «Ανθούλα» του Διονυσίου Σολωμού.
Πέντε χρόνια αργότερα, ο Ντίνος Ηλιόπουλος έπαιξε στο πρώτο ελληνικό κινηματογραφικό μιούζικαλ, το «Χαρούμενο ξεκίνημα» του Ντίνου Δημόπουλου. Σε μια σκηνή του έργου τραγουδάει μαζί με τον Γιώργο Οικονομίδη και τον Νίκο Ρίζο «Ανάθεμα τη μπούκλα σου» (μουσική: Λυκούργος Μαρκέας, στίχοι: Γιώργος Οικονομίδης).
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος συμμετείχε το 1960 στη χριστουγεννιάτικη ραδιοφωνική επιθεώρηση του Κώστα Πρετεντέρη «Το Δέντρο Του Σταθμού Μας». Εκεί τραγουδάει το «Mustapha, Cha-Cha» (μουσική: Bob Azzam, στίχοι: Κώστα Πρετεντέρη) και «Τα παιδιά του Πειραιώς» (μουσική: Μάνος Χατζιδάκις, στίχοι: Κώστα Πρετεντέρη).
Για την μεγάλη του προσφορά στο θέατρο τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Α'. Επίσης του απονεμήθηκε το 1999 το Μετάλλιο της Πόλεως των Αθηνών από τον Δήμο Αθηναίων όπως και τιμητική πλακέτα το 2000 από τον Δήμο Πειραιά.
Η πτώχευση και η μετανάστευση στις ΗΠΑ
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος ξενιτεύτηκε στην Αμερική, για να καταφέρει να ξεπληρώσει τα χρέη που είχε δημιουργήσει και τελικά τα κατάφερε.
Το 1963 ο Έλληνας «Φρεντ Αστέρ» πήρε την απόφαση να αποκτήσει δικό του θέατρο. Ήταν το «Γκλόρια», στο οποίο ήλπιζε ότι θα πραγματοποιούσε όλες τις καλλιτεχνικές του φιλοδοξίες. Όμως, η σχέση του με το χρήμα ήταν τραγική, παρά το γεγονός ότι είχε σπουδάσει οικονομικά. Έτσι, διεύθυνε το θέατρο μόνο με το φιλότιμο και όχι με οικονομικό σχεδιασμό.
Για παράδειγμα, όταν ανέβαζε παραστάσεις που απαιτούσαν 5-6 ηθοποιούς, αυτός προσλάμβανε 15, ώστε να δώσει μεροκάματο σε κάποιον άνεργο συνάδελφο ή φίλο του. Επίσης, ως θιασάρχης ελεύθερου θεάτρου πλήρωνε πάντα τις πρόβες και το φαγητό των ηθοποιών, όταν σχεδόν κανένας άλλος επιχειρηματίας του χώρου δεν το έκανε. Την ίδια λογική είχε και όταν διαπραγματευόταν την αμοιβή του, για τη συμμετοχή του σε μια εμπορική ταινία.
Η γυναίκα του πάντα του έλεγε «πήρες λίγα».
Το 1966 ο Ηλιόπουλος ανέβασε το θεατρικό έργο «Κονσέρτο για Τρομπόνι». Το κοινό είδε έναν άλλο ηθοποιό από αυτόν που είχε αγαπήσει. Στην παράσταση σουρεαλιστικού περιεχομένου, που έπεφτε «βαριά» για τα δεδομένα της εποχής, ο δημοφιλής ηθοποιός εμφανιζόταν φορώντας ξανθιά περούκα με μπούκλες. Κανείς δεν ήθελε να βλέπει αυτόν τον «διαφορετικό» Ηλιόπουλο. Η αποτυχία ήρθε άμεσα.
Κάθε παράσταση πήγαινε χειρότερα από την προηγούμενη. O Ντίνος Ηλιόπουλος πλήρωνε τους ηθοποιούς και άφραγκος γυρνούσε σπίτι με τα πόδια. Είχε πλέον πτωχεύσει και η οικογένειά του υπέφερε οικονομικά. Ο ελληνικός κινηματογράφος «είχε πάρει την κάτω βόλτα» και σε κάποια μεγάλα στούντιο της εποχής δεν ήταν αρεστός. Γι’ αυτό αναγκαζόταν να παίζει στα θέατρα ακόμη δεύτερους ή τρίτους ρόλους, δίπλα σε άγνωστες σταρλετίτσες της δεκαετίας του ’70. Για τον μεγάλο ηθοποιό υπήρχε μόνο μια λύση.
Να ξενιτευτεί στην Αμερική και τον Καναδά για να καταφέρει να «ξελασπώσει» οικονομικά. Άφησε πίσω του δύο μωρά παιδιά, τη γυναίκα, τους φίλους του και όλα όσα είχε αγαπήσει όταν πρωτοήρθε από τη Μασσαλία στην Ελλάδα.
Με τον θίασο που σχημάτισε, έπαιξε σε 60 πολιτείες τα έργα Θεσμοφοριάζουσες, Ζητείται Ψεύτης, Το Δικαστήριο των Γυναικών, Ο Αριστοφάνης συναντά το Ζορμπά και Ο κόσμος ανάποδα. Στα σχεδόν δύο χρόνια που έλειψε, κατάφερε να ισορροπήσει οικονομικά. Γυρνώντας στην Ελλάδα, συνέχισε και πάλι τη σπουδαία καριέρα του, δίπλα στα μεγάλα ονόματα του θεάτρου και του κινηματογράφου.
Ο έρωτας του για την Αννα Φόνσου
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος παντρεύτηκε δύο φορές. Ο πρώτος του γάμος διήρκησε ελάχιστους μήνες, ενώ από τον δεύτερο, που τελέστηκε το 1963, με την Χίλντεγκαρντ Βίτσερ, αυστριακής καταγωγής, απέκτησαν δύο κόρες, την Εβίτα και τη Χίλντα και τρία εγγόνια, την Νικήτα της Εβίτας, την Έλλη και τον Ντίνο, της Χίλντας.
Μεγάλος ήταν και ο έρωτάς του με την Άννα Φόνσου με την οποία είχαν 30 χρόνια διαφορά ηλικίας.
Το τραγούδι «Μείνε Λίγο», σε στίχους Ντίνου Ηλιόπουλου και μουσική Σπύρου Παππά μπορεί να μην είναι πολύ γνωστό, όμως το γεγονός ότι οι στίχοι του είναι γραμμένοι για την Άννα Φόνσου το κάνουν ιδιαίτερο.
Πρόκειται για ένα τραγούδι του 1962, όταν η Άννα Φόνσου εγκατέλειψε τον Ντίνο Ηλιόπουλο, για να παντρευτεί τον θεατρικό επιχειρηματία Κώστα Παλτόγλου.
Οι στίχοι
Μείνε λίγο, σ’ το φωνάζω με τα μάτια, με το στόμα
και θα φύγω μοναχός μου, χωρίς δάκρυ, μείνε ακόμα,
αν σε χάσω, δεν υπάρχει ούτε αύριο, ούτε τώρα,
θα ξεχάσω, δώσ’ μου όμως, σ’ εξορκίζω λίγη ώρα…
Το τραγούδι
Σύμφωνα με το «Όγδοο», η ίδια η Αννα Φόνσου έχει μιλήσει για την σχέση αυτή:
Πήγα και παντρεύτηκα ξαφνικά και χωρίς να του πω τίποτα. Ο Ντίνος κόντεψε να τρελαθεί. Ενώ μου έλεγε, πρέπει να φτιάξεις την ζωή σου, εγώ είμαι μεγάλος για σένα, μετά που τον άφησα, έπεσε σε απελπισία.
"Τον αγαπούσα, δεν ήταν η διαφορά της ηλικίας που έφυγα. Αργότερα του ζήτησα χίλιες φορές συγνώμη, που έφυγα έτσι ξαφνικά, αλλά δεν μπορούσα να του το πω. Το μόνο που του είπα, ήταν θέλω να μείνω ένα διάστημα μόνη, να σκεφτώ… ξέρεις τώρα… αυτές τις ανοησίες που λένε οι γυναίκες όταν θέλουν να φύγουν. Στην πραγματικότητα έβγαζα χαρτιά να παντρευτώ. Και ο Ντίνος, ανοίγει μια μέρα την εφημερίδα, και διαβάζει πως η Άννα Φόνσου, παντρεύεται τον πλουσιότερο έλληνα, τον Κώστα Παλτόγλου".
Απεβίωσε στις 4 Ιουνίου 2001 στην Αθήνα, μετά από μακρά νοσηλεία σε διάφορα νοσοκομεία. Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη στις 6 Ιουνίου 2001 στο Α΄ Νεκροταφείο και στο μνήμα του υπάρχει μια πλάκα, που γράφει κατ' απαίτησή του: «Με συγχωρείτε κυρίες μου, που δεν μπορώ να σηκωθώ».
Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Newsbomb.gr.