Αντώνης Βαρδής: Επτά χρόνια χωρίς τον μεγάλο τραγουδοποιό
Ήταν αυτοδίδακτος μουσικός. Έπαιζε κιθάρα χωρίς να διαβάζει παρτιτούρες, εκπλήσσοντας όσους τον άκουγαν. Δύο σπουδαίοι ερμηνευτές είχαν σημαντικό ρόλο στην πορεία της καριέρας του: Ο Μανώλης Μητσιάς και η Λίτσα Διαμάντη.
Όπως όλοι οι καλλιτέχνες της εποχής του, θαύμαζε απεριόριστα τον Στέλιο Καζαντζίδη, τόσο πολύ, που περνούσε "δήθεν" τυχαία από το μαγαζί που σύχναζε για να τον βλέπει και μόνο.
Η μετέπειτα συνεργασία μαζί του έμοιαζε σαν όνειρο.
Η πορεία του στη μουσική δεν σταματά εδώ. Γράφει τραγούδια για τους σπουδαιότερους ερμηνευτές της εποχής, ενώ ερμηνεύει και ο ίδιος μερικές από τις επιτυχίες του, που ακόμα και σήμερα ακούγονται παντού.
Αυτό το παιδί, που αναγκάστηκε να κάνει διάφορες δουλειές προκειμένου να επιβιώσει, απέδειξε πως το ταλέντο του και η σημαδιακή συνάντησή του με κάποιους σημαντικούς ανθρώπους του χώρου, τον ανέβασαν στα "ουράνια".
Τα παιδικά χρόνια
Ο Αντώνης Βαρδής γεννήθηκε στις 7 Αυγούστου του 1948, στο Μοσχάτο στην οδό Κανάρη. Λόγω της δύσκολης οικονομικής κατάστασης της οικογένειας του δεν πήγε στο γυμνάσιο αλλά ξεκίνησε να εργάζεται από μικρός, εργαζόμενος κατά περιόδους σε ψιλικατζίδικο, χρωματοπωλείο, βενζινάδικο, σε οικοδομή σαν βοηθός υδραυλικού και ως ναυτικός.
Στο τέλος του 1965 σε ηλικία 17 ετών γνώρισε τους Γιάννη Πανταζή, Γιώργο Μυλωνά οι οποίοι είχαν ήδη μουσικό συγκρότημα και έκαναν πρόβες δίπλα από το βενζινάδικο όπου εργαζόταν.
Ροκ συγκρότημα
Ξεκίνησε να παίζει ερασιτεχνικά μαζί τους κιθάρα και δημιούργησαν το ροκ συγκρότημα Vikings. Το συγκρότημα είχε πολλές αλλαγές μελών στην σύνθεση του με τον Βαρδή και τον Μυλωνά να είναι τα μόνα σταθερά μέλη.
Σταδιακά η δραστηριότητα τους έγινε επαγγελματική με τακτικές εμφανίσεις, ενώ κυκλοφόρησαν και τέσσερα 45ρια. Ο Βαρδής έγραψε και κυκλοφόρησε τη μεγαλύτερη ίσως επιτυχία τους, την αγγλόφωνη μπαλάντα "Catherine", την οποία υπέγραψε ως Toni Vardis.
Οι Vikings διαλύθηκαν το 1970.
Οι εμφανίσεις στην Πλάκα
Από το 1969, κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, ξεκίνησε να εργάζεται ως κιθαρίστας σε μπουάτ στην Πλάκα, αρχικά με τον Δήμο Μούτση.
"Η αρχή έγινε με το Δήμο Μούτση το 1970, όταν ακόμα υπηρετούσα στο ναυτικό, στου Παλάσκα. Ήμουν πολύ άσχημα οικονομικά και πήγα ν’ ακούσω ένα φίλο μου, τον μπασίστα Νίκο Μητσόπουλο (που έπαιζε μπάσο και στους Vikings ) στις πρόβες που έκανε με το Μούτση, το Μητσιά και τη Γαλάνη. Εκεί κάνανε ακρόαση σε κιθαρίστες. Είχα κάτσει 5-6 ώρες στην πρόβα και περάσανε 20 κιθαρίστες. Είχαν μια παρτιτούρα μπροστά τους, παίζανε και τους έλεγε ο Μούτσης πως θα τους ειδοποιήσει. Εν τω μεταξύ εμένα μου φαινόταν πάρα πολύ εύκολο το τραγούδι που παίζανε κι ακούγοντας, το ‘χα βγάλει, το ‘χα περάσει μέσα μου. Λέει λοιπόν ο Μούτσης, ενώ ήταν να κάνουν σε τρεις μέρες εγκαίνια, γιατί ήταν και «τρελός»: «Παιδιά δεν θα κάνουμε εγκαίνια, δεν μπορώ να βρω κιθαρίστα....» είχε περιγράψει στο περιοδικό "Όγδοο".
Τότε επενέβη ο Μανώλης Μητσιάς: «Ρε συ Δήμο, πριν φύγουμε ας δοκιμάσουμε κι αυτό το παιδί».
Του βάζει την παρτιτούρα και του λέει «παίξε αυτό το κομμάτι»
- «Δεν χρειάζεται» του απάντησε ο Αντώνης Βαρδής.
« Ξεκινάμε, και ο Μούτσης μένει άφωνος, ο Μητσιάς βάζει τα γέλια… (Όποτε είναι χαρούμενος ο Μητσιάς βάζει τα γέλια). Η Γαλάνη ήταν ευτυχισμένη… Οπότε μου λέει ο Μούτσης: «Πώς είναι δυνατόν να το παίζεις έτσι το κομμάτι; Ούτε στο δίσκο δεν το παίζουν έτσι. Για πάμε ένα άλλο». Αυτό δεν το ‘ξερα, δεν θυμάμαι ποιο ήτανε, το παίζω επιτόπου και λέει ο Μούτσης «Αυτός δεν χρειάζεται πρόβα, πού τον είχες κρυμμένο;».
Αυτή η σημαδιακή συνάντηση ήταν η αρχή της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας.
Εμφανιζόταν στις μπουάτ μέχρι το 1981 ενώ παράλληλα συμμετείχε ως μουσικός σε ηχογραφήσεις, συνεργαζόμενος με σημαντικούς συνθέτες τόσο του έντεχνου όπως ο Γιάννης Σπανός και ο Μάνος Λοΐζος, όσο και του λαϊκού όπως ο Χρήστος Νικολόπουλος και ο Θανάσης Πολυκανδριώτης.
Παράλληλα ξεκίνησε να γράφει τραγούδια, τα οποία όμως δεν ηχογραφούσε. Το 1973 πήρε μέρος σε διαγωνισμό τραγουδιού και κέρδισε το δεύτερο βραβείο σύνθεσης.
Το τραγούδι "Πόσο πολύ σε αγάπησα" σε στίχους του Κώστα Νεστορίδη το ερμήνευσε ο Γιώργος Νταλάρας και από εκεί ξεκίνησε η σοβαρή επαγγελματική ενασχόληση του με τη σύνθεση.
Ακολούθησαν το λαϊκό τραγούδι "Έτσι που το πας" για τη Χαρούλα Αλεξίου και το "Οι Κυκλάδες" για τον πρώτο προσωπικό δίσκο της Άννας Βίσση, με το οποίο εγκαινίασε τη συνεργασία του με τον στιχουργό Πάνο Φαλάρα, ενώ το 1976 συνέθεσε και ερμήνευσε τον πρώτο του προσωπικό δίσκο με τίτλο "Οραματίζομαι" σε στίχους του Γιάννη Αθανασιάδη.
Ο δίσκος δεν γνώρισε επιτυχία και ο Βαρδής για ένα διάστημα αποτραβήχτηκε από τη σύνθεση απογοητευμένος. Επέστρεψε το 1978 με τραγούδια με πιο εμπορικό προσανατολισμό, γράφοντας το "Θέλω να μ`αγαπάς" το οποίο έγινε επιτυχία από τον Γιάννη Πουλόπουλο, ενώ ακολούθησαν συνεργασίες του με τη Δήμητρα Γαλάνη, τον Γιώργο Νταλάρα και τον Γιάννη Πάριο.
Σημαντική ήταν η συνεισφορά στον πρώτο δίσκο του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, που φέρει το όνομα του τραγουδιστή, για τον οποίο έγραψε 7 τραγούδια σε στίχους Φαλάρα.
Η δεκαετία του 1980 ξεκίνησε με τον Αντώνη Βαρδή να συνεργάζεται για άλλη μια φορά με τη Χαρούλα Αλεξίου στον δίσκο της "Ξημερώνει", που περιείχε επιτυχίες όπως το ομώνυμο τραγούδι και το "Φεύγω". Αυτός ο δίσκος ήταν σημαντικός στην καριέρα του.
"Μόλις ακούσανε το "Ξημερώνει", μόνο τη μελωδία, χωρίς στίχο, λέει η Χαρούλα «Τρελαίνομαι μ’ αυτό το κομμάτι, θα βάλω εγώ στίχους». Μετά από κάνα δυο βδομάδες καθόμασταν στο μπαλκόνι ενός ξενοδοχείου στη Μυτιλήνη και της έπαιξα το «Φεύγω» που είχα γράψει εγώ τους στίχους…" είχε πει ο Βαρδής στο "Ογδοο".
Αυτό ήταν το πρώτο που έγραψε στίχους.
«Αντώνη αυτό το τραγούδι είναι για τον Νταλάρα… Αυτό δεν κάνει για τη Χαρούλα. Αν το πει ο Νταλάρας θα γίνει χαμός». Κοιτάω εγώ τη Χαρούλα περιμένοντας να πει κάτι αλλά δε λέει τίποτα. Του λέω «Κοίταξε να δεις, εγώ το έγραψα για τη Χαρούλα και πιστεύω ότι θα το πει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον». Και σκεφτόμουν «Γιατί εγώ το πιστεύω αυτό το κομμάτι; Και όχι μόνο αυτό, αλλά μου λέει ότι είναι μεγάλο τραγούδι . Και γιατί λέει ότι είναι μεγάλο τραγούδι και να το πει ένας μεγάλος τραγουδιστής και όχι μια μεγάλη τραγουδίστρια; Θαύμαζα τον Νταλάρα αλλά πίστευα πως το συγκεκριμένο τραγούδι πήγαινε περισσότερο στη Χαρούλα. Δεν ξέρω πώς το είδε ο Αχιλλέας, ίσως να επηρεάστηκε γιατί εγώ είχα γράψει τους στίχους και έλεγαν για κάποιον που πάει στα καράβια. Ήτανε προσωπικός στίχος, μίλαγε ένας άντρας. Αυτά όμως υποτίθεται ότι θα τ’ αλλάζαμε. Δεν κάθισε να σκεφτεί ότι η Αλεξίου δεν είχε πάει ποτέ στα καράβια και θα το αλλάζαμε αυτό. Ή εγώ έλεγα «φεύγω και παίρνω την καρδιά μου και μια κιθάρα συντροφιά μου» γιατί ήμουν κιθαρίστας, αλλά η Χαρούλα που άλλαξε τα λόγια, είπε «κι ένα τραγούδι συντροφιά μου». Και τελικά το βάλαμε στο δίσκο με τη φωνή της".
Ακολούθησαν περισσότερες συνεργασίες με γνωστούς καλλιτέχνες όπως η Άννα Βίσση, ο Μανώλης Λιδάκης και η Πίτσα Παπαδοπούλου.
Το 1986 κυκλοφόρησε τον δεύτερο προσωπικό του δίσκο, "Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλα".
Από το δίσκο ακούστηκαν πολλά κομμάτια του, όπως το "Σχήμα λόγου" με συμμετοχές των αδελφών Κατσιμίχα και του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και στίχους του Κώστα Τριπολίτη και το "Δεν είχα δύναμη" σε στίχους του τακτικού συνεργάτη του Φαλάρα.
Στον δίσκο τραγουδούσε επίσης και η μετέπειτα σύζυγος του Χριστίνα Μαραγκόζη. Με τη Χριστίνα Μαραγκόζη συνεργάστηκε και στον πρώτο της προσωπικό δίσκο, το "Σ' ακολουθώ" του 1987, το οποίο περιελάμβανε το ντουέτο τους "Θα προχωράμε μαζί" σε στίχους του Γιάννη Πάριου, καθώς και στην κοινή τους δουλειά "Τραγουδάμε μαζί" το οποίο περιείχε και την επιτυχία "Θα εκραγώ" σε στίχους του Αντώνη Ανδρικάκη.
Η συνάντηση με τον Στέλιο Καζαντζίδη
Ένας ακόμα σημαντικός σταθμός του ήταν ο προσωπικός δίσκος του "Στην Ελλάς του 2000" (1995).
Στο ομώνυμο τραγούδι συνεργάστηκε ξανά με τους αδελφούς Κατσιμίχα και με τον μεγάλο λαϊκό τραγουδιστή Στέλιο Καζαντζίδη.
"Εγώ τον αγαπούσα πάντα τον Καζαντζίδη και από δέκα χρονών τραγουδούσα τα τραγούδια του. Είχε τύχει να τον δω δυο φορές. Μια στην Περαία με το Νικολόπουλο για πολύ λίγο και μια στο στούντιο στην Κολούμπια που είχα παίξει κιθάρα, σε ηλικία 21 χρονών, δυο τραγούδια του Βασίλη Βασιλειάδη και του Πυθαγόρα, που τραγουδούσε εκείνος, τα «Κι οι άντρες κλαίνε» και «Θα κόψω το τηλέφωνο». Και τον θαύμαζα… Αφού να φανταστείς πέρναγα απ’ το μπαράκι που έπινε καφέ και όλο πήγαινα τάχα να πιώ νερό, για να τον δω λιγάκι. Τον χάζευα, όπως ένα κοριτσάκι 13-14 χρονών βλέπει τη Μαντόνα ή το Σάκη το Ρουβά και κάθεται να τον κοιτάει σα χαζό. Και σκεφτόμουν «Αυτός ο άνθρωπος είναι αυτός που λατρεύω;» Δεν του μίλησα όμως ποτέ. Τον λάτρευα, τον γουστάριζα, τον αγαπούσα, ήταν ο Θεός…. Τέλος… Όποτε έγραφα κάνα τραγούδι έλεγα «Αχ να το ’λεγε ο Καζαντζίδης αυτό!» είχε δηλώσει στην ίδια συνέντευξη.
Το τραγούδι για τον Καζαντζίδη
"Εκείνη την εποχή ο Στέλιος είχε αρχίσει να βγαίνει στα κανάλια, να κάνει συνεχώς παράπονα και να χάνει το δίκιο του. Όταν αγαπάς λοιπόν έναν άνθρωπο που τον έχεις θεό, στεναχωριέσαι όταν τα βλέπεις αυτά…. Πήρα το Σαράντη Αλιβιζάτο και του είπα να γράψουμε ένα τραγούδι που να τα ξεχνάει όλα αυτά, να μιλά για το μεγαλείο της φωνής του και τη μεγαλοπρέπεια της προσωπικότητάς του. Το ρεφρέν σκέφτηκα να το κάνω με τους Κατσιμιχαίους.
Είχε προηγηθεί και το «Συγκάτοικοι είμαστε όλοι στην τρέλα» , το λέω στα παιδιά, κοιτάνε το στίχο και μου λένε «Αντώνη, αυτό είναι πολύ σπουδαίο τραγούδι, εμείς είμαστε μέσα, αλλά ο Στέλιος θα δεχθεί; Αν δε δεχθεί τι σκέφτεσαι;» «Τίποτα δε σκέφτομαι. Το κομμάτι το έγραψα για το Στέλιο. Δεν αλλάζει το όνομα, δεν μπορούμε να πούμε, μαζί μας Γιώργο ρίχτα, ή Μανώλη ρίχτα, είναι Στέλιος. Είναι όλη η ιστορία για το Στέλιο, ότι τον αγαπάμε, σταμάτα και συγχώρα τα όλα…».
Έτσι μίλησε με τον Καζαντζίδη. Τηλεφώνησε στο σπίτι του. Την σημαντική αυτή στιγμή περιέγραψε στο "Ογδοο".
«Γεια σας είμαι ο Αντώνης ο Βαρδής». Μου απάντησε η γυναίκα του πολύ εγκάρδια «Αντώνη μου τι κάνεις , περίμενε να σου δώσω το Στέλιο». Το παίρνει ο Στέλιος: «Έλα Αντώνη, τι κάνεις είσαι καλά;» Ξαφνιάστηκα… Και σκεφτόμουνα, «Με τον Καζαντζίδη μιλάω τώρα;» Φοβερό!!! «Κύριε Στέλιο τι κάνετε;» «Καλά αγόρι μου καλά, τι ωραία που είπες το τραγουδάκι…» Έπαθα πλάκα… Του λέω «Κύριε Στέλιο, έχω γράψει ένα τραγούδι που είναι για σας, είναι ένα τραγούδι που αν δεν το πείτε εσείς , δεν πρόκειται να το δώσω σε κανέναν κι έχω την ιδέα να το πούμε με την επόμενη γενιά, τους πιο νέους, τον Πάνο και το Χάρη, που κατά καιρούς συζητάμε και σας θαυμάζουν, όπως σας θαυμάζω κι εγώ». «Να το ακούσω και να δω» μου είπε. «Πότε θα το ακούσετε;» «Εγώ τώρα είμαι στον Άγιο Κωνσταντίνο» «Πότε θέλετε να έρθω;» «Και σήμερα αν θέλεις». Παίρνω το αυτοκίνητο και φεύγω «σφαίρα» στον Άγιο Κωνσταντίνο. Πήγα το κομμάτι σε κασέτα, το ακούει και λέει «Αυτό είναι πολύ ωραίο τραγούδι κι έτσι όπως το ‘χεις σκεφτεί, με τον Πάνο και το Χάρη, που τους ξέρω ότι είναι αξιόλογα παιδιά, είναι πάρα πολύ ωραίο. Άστο να το ακούσω μερικές φορές και θα σε πάρω τηλέφωνο να σου πω». Εγώ το πήγα ηχογραφημένο με τη φωνή τη δική μου και του είπα ποια μέρη θα πει. Πέρασε μια βδομάδα και δεν με πήρε τηλέφωνο, οπότε σκέφτηκα πως δε θα το βάλουμε τελικά. Απ’ ότι φαίνεται ντρέπεται να μου το πει κλπ. Μου λέει όμως ο γιος μου ο Γιάννης, να ’ναι καλά το παιδί «Μπορεί να χει γίνει καμιά παρεξήγηση ή μπορεί να πιστεύει ότι εσύ θα τον πάρεις τηλέφωνο. Ίσως να μην κατάλαβες καλά κι επειδή είχες και τρακ, να σου είπε πάρε με τηλέφωνο να σου πω». Του λέω «Όχι μου είπε θα με πάρει εκείνος». Ντρεπόμουν να τον πάρω για να μην τον φέρω σε δύσκολη θέση. «Εγώ θα του τηλεφωνούσα, τουλάχιστον να ξέρω ότι δεν θα το πει» μου λέει ο Γιάννης. Με βαριά καρδιά λοιπόν σήκωσα το τηλέφωνο… «Γεια σας κυρία Βάσω τι κάνετε;»
«Αντώνη μου είσαι καλά; Nα σου δώσω το Στέλιο…. Στέλιο ο Αντωνάκης!
-Έλα Αντώνη μου τι γίνεται, είσαι έτοιμος;
-Τι έτοιμος, τι εννοείτε;
-Το χεις τελειώσει το κομμάτι;
- Το κομμάτι είναι τελειωμένο, σας το έφερα…
-Α… Πότε με θέλεις;
-Θα το πείτε;
-Αφού σου είπα ότι θα το πω.
-Δε μου το ‘πατε, μου είπατε ότι θα τηλεφωνηθούμε σε 2-3 μέρες.
-Εγώ εννοούσα να με πάρεις σε 3 μέρες να μου πεις πότε να έρθω να το τραγουδήσω». Πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη και ξαναγύρισε".
Η συνεργασία με τον γιο του
Στον ίδιο δίσκο έκανε το ντεμπούτο του ως τραγουδιστής και ο γιος του, Γιάννης, με τον οποίο τραγούδησαν το ντουέτο "Θα σε περιμένω".
Με τον γιο του συνεργάστηκαν και στην "Οικογενειακή υπόθεση" του 1997.
Στα επόμενα χρόνια ο Βαρδής συνεργάστηκε με πολλούς τραγουδιστές όπως η Καίτη Γαρμπή, ο Αντώνης Ρέμος ο Στέλιος Ρόκκος, η Μελίνα Ασλανίδου, ο Γιάννης Πλούταρχος, η Γλυκερία, η Νατάσα Θεοδωρίδου, η Πέγκυ Ζήνα, ο Νίκος Βέρτης και πολλοί άλλοι.
Οι τελευταίες του προσωπικές δισκογραφικές κυκλοφορίες ήταν το CD single "Στην άκρη του ονείρου" του 2010 και το άλμπουμ "Θα ζωγραφίσω τη ζωή μου με μπογιές" του 2012 που τελικά, κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του, τον Απρίλιο του 2015.
Προσωπική ζωή
Ο Αντώνης Βαρδής είχε παντρευτεί δύο φορές. Από τον πρώτο του γάμο απέκτησε τον γιo του, τον τραγουδιστή Γιάννη και μια κόρη την Καλλιστώ.
Ο δεύτερος γάμος του ήταν με την τραγουδίστρια και συνεργάτρια του Χριστίνα Μαραγκόζη, αλλά κατέληξε επίσης σε διαζύγιο.
Το 2013 ο Αντώνης Βαρδής διαγνώστηκε με καρκινικό όγκο στο κεφάλι και ξεκίνησε αγώνα για να κρατηθεί στη ζωή. Παρά τις θεραπείες που ακολούθησε, χρειάστηκε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση στη Γερμανία, μετά την οποία υπήρξαν ενδείξεις βελτίωσης της υγείας του.
Παρ' όλα αυτά η υγεία του γρήγορα επιδεινώθηκε καθώς η δεξιά πλευρά του παρέλυσε και δεν ήταν σε θέση να περπατήσει, ενώ παράλληλα αντιμετώπιζε προβλήματα με τον οισοφάγο του. Έπειτα ακολούθησε ειδικές θεραπείες και νοσηλεύτηκε σε κρίσιμη κατάσταση σε ιδιωτικό νοσοκομείο της Αθήνας έχοντας στο πλευρό του την οικογένεια του και άτομα από το στενό του περιβάλλον. Απεβίωσε στις 2 Σεπτεμβρίου του 2014 σε ηλικία 66 ετών στο Νοσοκομείο "Υγεία".
ΠΗΓΕΣ: Περιοδικό "Ογδοο", sansimera.gr
Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Newsbomb.gr.