28η Οκτωβρίου: Από το ποίημα «Στ' άρματα» του Παλαμά οι στίχοι στο μήνυμα του πιλότου του F-16
Συγκλόνισε με το μήνυμά του για την Ελλάδα ο πιλότος της ομάδας «Ζευς» από τη Θεσσαλονίκη που χρησιμοποίησε στίχους του ποιητή Κωστή Παλαμά.
Ρίγη συγκίνησης και εθνικής υπερηφάνειας σκόρπισε o επισμηναγός Χριστόδουλος Γιακουμής, ο πιλότος του F-16 της ομάδας «Ζευς» της Πολεμικής Αεροπορίας που πέταξε στον ουρανό της Θεσσαλονίκης για να τιμήσει την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου στέλνοντας το μήνυμα του στην Ελλάδα και τους Έλληνες.
Στο μήνυμά του, Έλληνας πιλότος χρησιμοποίησε στίχους του Κωστή Παλαμά, λέγοντας: «Ελληνίδες, Έλληνες χρόνια πολλά, Πέρασαν 81 χρόνια από τότε που η ελληνική ψυχή κοίταξε στα μάτια τον εχθρό και αντιστάθηκε, πάλεψε και τελικά νίκησε επαληθεύοντας τα λόγια του Κωστή Παλαμά πως η μεγαλοσύνη των λαών δεν μετριέται με το στρέμμα, με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και με το αίμα».
Οι στίχοι προέρχονται από το ποίημα Στ' άρματα, στο ποιητικό έργο του Βωμοί (Βιβλίο Πέμπτο) του Παλαμά, από το 1915.
Στ’ άρματα
Κι ο πόλεμος ο κόκκινος πόλεμος είναι
το τραγούδι που πάω τραγουδώντας
μέσ’ από τους δρόμους σου, Πολιτεία!
Whitman («Τυμπανοκρουσίες»).
Στ’ άρματα! Εμπρός, ολόρθοι, φτερωμένοι!
Παρατήστε της δάφνης τα κρεβάτια
που να σημαδευτούνε δεν προφτάσαν
απ’ τα κορμιά σας.
Από της Κρήτης τα νερά ώς τον κόρφο
το θεσσαλονικιώτη προς τον Αίμο
το σάλπισμα το μέγα το σαλπίζει
ΣΑΛΠΙΧΤΗΣ, βράχος.
Και σαν τον έρμο αντίλαλο κρυμμένο
στα ολόβαθα του σπήλιου που δεν είναι
παρά από μύρια στόματα ένας ίσκιος
για να πληθαίνει
την ξένη τη φωνή που την αδράχνει
και μας την ξαναρίχνει στοιχειωμένη,
κι εγώ ειμ’ αχός κι απ’ την ερημιά μου κράχτης:
—Εμπρός! Ολόρθοι!
Χλωροί της αγριλιάς οι ολύμπιοι κλάδοι,
χαύνος ακόμα δε σας τσάκισε ύπνος,
λάμπουν ακόμα, πεινασμένου λύκου
τα όπλα σας μάτια.
Στα κούρβουλα τα ρόδινα σταφύλια
τον τρυγητή λαχταριστά προσμένουν,
γέρνουν οι ελιές τ’ ασημωμένα κλώνια
στο ραβδοκόπι
του μαζωχτή υποταχτικά· στα δάση
τα βαλτινά, τα βαλανίδια κρέμουντ’
έτοιμ’ απ’ τις αδρόκορμες μητέρες
να χωριστούνε.
Μαζωχτές, θεριστάδες, νά! Σας κράζουν
τρύγοι πυρροί, μαζώματ’ άλλα, μαύρα.
Στα παιδιά τα ραβδιά και τα καλάθια
και στις γυναίκες!
Του σταφυλιού αν ορέγεστε το αίμα
και τον καρπό του λιόφυτου αν ποθείτε,
γλυκά, μεστά, καιρούς και χρόνια, πλούσια
να τα χαρείτε,
και σα Θεού σκέπη, σαν ευκή πατέρα
φουντωμένο και κατοχρονισμένο
τον ίσκιο του το ιδρύ να σας απλώνει,—
Στ’ άρματα! Ολόρθοι!
Στο καλό, ροδομέταξα του πόθου,
του κάματου φωτιά, δροσιά της σκόλης.
Του πολέμου η Κατάρα (Εμπρός! Ολόρθοι!)
τον κόσμο ορίζει.
Του πολέμου η Κατάρα κι αν ορίζει
τον κόσμο, ο κόσμος μοίρα είναι των άξιων·
δεν είν’ όσων, αλόγατα αφρισμένα,
δέρνονται, τρέχουν
από το πρόγκισμ’ άβουλα, τα πάντα
σα να καταφρονάν, τι δε νογάνε,
την προσταγή οι καιροί που την ακούνε,
κι αυτοί ν’ ακούσουν.
Και μήτε ο κόσμος είναι όσων καρφώνουν
τη ματιά τους θολή, του ονείρου μπαίγνια,
προς τον άγγελο κάποιας ανθρωπότης
που είν’ όλοι αδέρφια.
Ο κόσμος είν’ εκείνων όσοι ξέρουν
πιστοί να ζουν του κυβερνήτη Νόμου
και προς του Νόμου βλέποντας το χέρι
που δείχνει, υπάκουοι,
τη δύναμη να παίρνουν που τον κάνει
σαν αφέντης τον άνθρωπο ν’ αξίζει,
και λεν και στου πολέμου την Κατάρα:
—Βλόγα μας, θεία!—
(Καλόβολες εδώ ήταν και οι Κατάρες,
μέλι τις φέρναν και καλοσυνεύαν.
Έκαιες, βωμέ, στη γη της αρμονίας
ώς και για κείνες).
Δροσονήσια, της Ήπειρος κλεισούρες,
ρουμελιώτες δρυμοί, γιαλοί μοραΐτες,
μακεδονίτες ποταμοί, ένα βούισμα,
θεσσαλοί κάμποι!
Των Αθηναίων οι Κόδροι και της Σπάρτης
οι Λεωνίδες, κι εσείς, πατέρες, που όλο
φέγγετε με το φέγγος των πνεμάτων
καταμπροστά μας,
παραμερίστε! Και των Αλεξάντρων
οι δρόμοι στους Βουκέφαλους απάνου,
το πέταμα στη ράχη των Πηγάσων
που ξεπερνάτε,
σταματήστε. Κι εσείς, προσκυνητάρια
του μαραθώνιου κάμπου, σκεπαστείτε,
σώπασε, κύμα από τη Σαλαμίνα,
βούισμα αιώνων.
Και κλείστε τα στ’ ανήλιαγα σκολειά σας,
στα θλιβερά σας κρύα Μουσεία κλειδώστε
των άφταστων πατέρων τις εικόνες
και τα βιβλία.
Και τα λείψαν’ αφήστε και τους τάφους
και τους αρχαίους ναούς να χορταριάσουν,
ελεύτερα, νυχτόημερα, κονάκια
στα κλαψοπούλια.
Κι αν της Πόλης το λάβαρο φαντάξει
στα μάτια σας μαζί με την κορόνα
τη δικέφαλη των αυτοκρατόρω,
μην αλαλάχτε!
Κι αν της αυγής οι κλέφτες κι αν της νύχτας
οι αρματολοί με του Μοριά το Γέρο
στο διάβα σας αδειάσουν τα μακρόλι-γνα καριοφίλια,
κι εσείς αδειάστε τα κοντά τουφέκια
στο διάβα σας και βρονταποκριθείτε
με τα κανόνια, θάμασμα στα χέρια
και των Κυκλώπων.
Και πέστε: Δραγατσάνι, Δερβενάκια,
της Αράχοβας νίκη, Μισολόγγι,
Τριπολιτσά, Σταυρέ ορθρινέ υψωμένε
της Άγια Λαύρας!
Αφήστε μας ελεύτερο το δρόμο,
φαρδύ, γυμνόν, ολάδειο. Τόπο! Τόπο!
Τι με βιος θα ντυθεί και θα γιομίσει
κατάδικό μας.
Το δρόμο εχτές περάσαμε, οδηγήτρες
οι σπίθες απ’ τα πέταλα του αλόγου
Σου, ΒΑΣΙΛΙΑ μάς φέγγανε· τον ίδιο
το δρόμο πάλε
θα διαβούμε, θα πάμε ακόμα πέρα,
θα σε ντύσουμε κόκκινα, Μαρίτσα,
κι απάνου στα λαγγόνια της Ροδόπης
θα κοιμηθούμε.
Για τα γιουρούσια, για τα μετερίζια
καπεταναίοι και βίγλες μας θα στέκουν
τα τωρινά ολοζώντανα τ’ αδέρφια
των περασμένων,
των πεθαμένων περασμένων (όσο
κι αν ολότελα οι νεκροί δεν πεθαίνουν,
όσο κι αν είναι γύρω μας φωτοΐσκιοι
τα περασμένα).
Των περασμένων και των πεθαμένων
τα τωρινά ολοζώντανα τ’ αδέρφια
με τα μάτια τα ολάνοιχτα, με το αίμα
που ρέει σε σάρκα,
τ’ άξια τα κατορθώματα που σβήνουν
την ιστορία μιαν άλλη για ν’ ανάψουν·
στου Έθνους το στόμα ανάστασης τροπάρι
τα ονόματά τους.
Τ’ άξια τα κατορθώματα, οι χαρές μας,
μες στην καρδιά και μες στη θύμηση όλα
θησαυρισμένα και ξεχειλισμένα
για να τα παίρνεις
από καρδιά και θύμηση, όπως παίρνει
με της φούχτας του τ’ άπλωμα ο διαβάτης
από το ξέφραγο αφύλαγο χτήμα
τα ώριμα φρούτα.
Τα τωρινά ολοζώντανα· από κείνα
των κανονιών τα στόματα μουγκρίζουν
ακόμα, μουγκρητά θεριών, την πείνα
κι αφού χορτάσουν.
Τα τωρινά ολοζώντανα· από κείνα
κρατάει της μπαγιονέτας μας η λόγχη
γυάλισμ’ ακόμα, πέλαο που σαλεύει
και μερωμένο.
Από τα Σαραντάπορα ώς τις Κρέσνες
μ’ όσα ρέματα οι Στρούμες κατεβαίνουν
και ξεχειλίζουν τα Βαρδάρια· μ’ όσα
Πίνδοι, Μπαλκάνια
διάσελα και φαράγγια και ρουμάνια
γιορντάνια τους φορούνε και άρματά τους,
(Βοηθήστ’ εσείς, του Παρνασσού, του Ολύμπου
πουλιά, πνοές, ήχοι!)
κάποιο τραγούδι να χυθεί γυρεύει,
κι όχι από λάβρο Πίνδαρο αϊτός ύμνος·
Ομήρου γαληνού επικό ποτάμι
σε μια Ιλιάδα.
Σα βολικές ψυχούλες που δε ζούνε
παρά για τα φιλιά και για τα χάιδια,
και δε μας παρατάν, κι όταν ακόμα
βαριεστισμένοι
τις παρατάμ’ εμείς από μιαν έγνοια
πιο δυνατή, γιατί έχουν την ελπίδα
πως θα ξαναγυρίσουμε μια μέρα
στην αγκαλιά τους,
όμοια κι οι αγάπες καρτεράνε μέσα
στα ωραία λείψαν’ αρχαία και στα δεφτέρια
με τα σοφά τ’ αρμονισμένα λόγια
και τα τραγούδια.
Πάντα καιρός για να σας ξαναβρούμε,
της ειρήνης και της μελέτης Ώρες,
Λευκοθέες, που μας ρίχνετε τους πέπλους
ναυαγοσώστες.
Όσο πιο άγριο το μάτωμ’, άλλο τόσο
πιο ποθητές· κι όσο πικρή είν’ η δάφνη,
τόσο γλυκιά είν’ η μυρουδιά του ρόδου
στην αγκαλιά σας.
—Κι εσύ, ιερό, με τ’ αργυροδεσίδια
και με τα κρεμεζά ψηφιά, Βιβλίο!
Το πρώτο σου το φύλλο είν’ η κρεμάλα
του Πατριάρχη,
και το στερνό σου φύλλο είναι το βόλι
που τρώει το Γιο τον ήρωα της Καλόγριας,
και τ’ όνομα χρυσό στο ξώφυλλό σου:
Το ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ.
Ιερό βιβλίο, πάντα καιρός, καρτέρα
τ’ άνθισμα πέντε Μάρτηδων ακόμα,
των εκατό χρονώ σου όσο να φέξει
το πανηγύρι.
Με βαριές τότε θα ’ρθουμε λαμπάδες,
η καθεμιά ώς το μπόι μας, αναμμένες,
και με δαφνόκλαρ’ από των Ελλήνων
τα περιβόλια.
Θα κάμουμε ν’ αστράψεις και να φέξεις,
τέμπλο εκκλησιάς φωτοπλημμυρισμένης,
και να μοσκοβολήσεις, καθώς ένας
μακάριος κόσμος
που θα μοσκοβολούσε από τη χλώρη
των καλόκαιρων όλω, χλωρή πάντα,
κι όλο από τ’ άνθια των Απριλομάηδων,
ιερό Βιβλίο!
Τρίζουν τα δόντια, τα σπαθιά τροχίζουν
άλλοι Αγώνες· απελπισμένοι ή ψόφιοι
μόνο ξεχνιούνται στο ξεφύλλισμά σου
την ώρα τούτη.
—Κι εσύ, Όνειρο, που μόλις ξεσκεπάζεις,
όψη άπλαστη, αξεδιάλυτη, και σβήνεις,
και ή δεν μπορείς ή δεν τολμάς την όψη
να ξαναδείξεις,
Ονειροφάντασμα άπιαστο που ανοίγεις
μιαν αγκαλιά Χριστού κατεβασμένου
σε ουρανική να σμίξει βασιλείαν
ενάντιους κόσμους,
σκιάς όνειρο! Σαν πλάσμα εχτές ακόμα
διαβατικά φωσφόρισες αγνάντια
στους λαούς που ζουν κάτου από το μαύρο
τον ίσκιο του Αίμου,
και στον Έλληνα βούιξες να ξεχάσει
πως ο Τούρκος οχτρός κι ο Βλάχος ξένος
κι ο δολοπλέχτης Βούλγαρος πολέμιος,
κι αύριο —ποιός ξέρει!—
κι αυτό το σταυραδέρφι μας ο Σέρβος
που σπαράζει στα δόντια δυο Καισάρων
κι αντριεύεται, και το αίμα του ρουφώντας
θεριεύει ο Σάβος.
(Μα πού το ξέρεις… Ο ουρανός πιο μαύρος
όσο αποπάνω αστραποφοβερίζει,
τόσο πιο γαλανό ξανοίγω μέσα
στο αστραποβόλι
κάποιο σημάδι να σαλεύει, σάμπως
φτερό αγγέλου που μήνυμα κρατάει
κρυφό γραμμένου αδερφωμού να στρέξει
σ’ αιώνες αιώνων).
Τώρα του Αδρία τα ζαφειροβασίλεια
και τα σμαραγδοπέλαγα τα Αιγαία
κι Άσπρη και Μαύρη Θάλασσα, του ολέθρου
ρυάζονται Σκύλλες.
Από των Καρπαθιών τη φλόγα κι οι Άλπεις
πυρωμένες, ο Καύκασος βογκάει,
στα πλευρά του σα να σε ξαναδένουν,
Τιτάνα αντάρτη!
Κένταυροι και Λαπίθες τα Μπαλκάνια
ξαναπιάνονται και ματοκυλιένται,
το Δούναβη θρασά ν’ αλυσοδέσει
χιμάει ο Ρήνος.
Προς το Πάγγαιο που καθεμιά πλαγιά του
και μια μακεδονίτισσα είναι βάρδια,
τινάζεται η Ροδόπη με τα φίδια
των Ερινύων.
Και ω των πατρίδων η Πατρίδα, ω Μάνα,
στου Σαλπιχτή το σάλπισμα το μέγα
πετιέσαι από της δάφνης το κρεβάτι
που δεν κοιμόσουν,
και λες: —Κι εγώ είμ’ εδώ! Η μεγαλοσύνη
στα έθνη δε μετριέται με το στρέμμα,
με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται
και με το αίμα.
Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Newsbomb.gr.
Διαβάστε επίσης:
Νέος Αλμοδόβαρ, Μάικλ Μάγιερς και ό,τι νέο έρχεται από σήμερα στα σινεμά
28η Οκτωβρίου: Δωρεάν είσοδος σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους
Netflix: Παράνοια και χάος στο επίσημο τρέιλερ του Tiger King 2