Ο Νίκος Ζιώγαλας στο Newsbomb.gr: Όταν μια βραδιά στο «Λούκι» συνάντησε τη «σταρ του σινεμά»
Ο Νίκος Ζιώγαλας εκτός από ένας αγαπημένος τραγουδοποιός που μας έχει χαρίσει μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια της ελληνικής μουσικής, είναι και ένας πολύ γλυκός άνθρωπος. Η κουβέντα μας, που αυτή τη φορά έγινε με αφορμή τις εμφανίσεις στο Κύτταρο μαζί με τους καλούς του φίλους, Λάκη Παπαδόπουλο, Γιάννη Μηλιώκα και Γιάννη Γιοκαρίνη, μας πήγε αρκετά χρόνια πίσω, στα... σκαμπό του μπαρ «Λούκι» για να γνωρίσουμε τον «Νικόλα» που τα έπινε με τον Χάρη Κατσιμίχα «Μια βραδιά στο Λούκι» και να μάθουμε την ιστορία της «Σταρ του Σινεμά».
Ο γνωστός τραγουδοποιός μας μιλάει επίσης για τα υπαίθρια live που έκανε στο Παρίσι ως μουσικός του δρόμου και μας ταξιδεύει έως τα αναπάντεχα μέρη που ακούστηκαν τα τραγούδια του. Επιστρέφοντας, συναντάμε τη «Βασιλική» του, και μαθαίνουμε το απωθημένο του, το λόγο που σκέφτηκε να τα παρατήσει και τα σχέδια που έχει στα σκαριά.
Η τετράδα: Λάκης Παπαδόπουλος - Νίκος Ζιώγαλας - Γιάννης Μηλιώκας - Γιάννης Γιοκαρίνης
«Είναι μια παρέα όπου ο ένας είναι πιο μικρός από τον άλλον. Μικρότερος είναι ο Λάκης, μετά είναι ο Μηλιώκας, μετά εγώ και τελευταίος ο Γιοκαρίνης, πιο μεγάλος. Είναι μια παρέα που γνωρίζω πάρα πολλά χρόνια. Πρώτα γνώρισα τον Λάκη, μου έκανε οντισιόν. Τον γνώρισα τη δεκαετία του ’70, πήγαινα στο σπίτι του και με έβαζε και τραγουδούσα τραγούδια του. Για πρώτη φορά με τον Λάκη συνεργαστήκαμε το ’87 ή ’88 περίπου.
Με τον Γιοκαρίνη επίσης γνωριζόμαστε από εκείνα τα χρόνια. Τον θυμάμαι ως μουσικό στις Μουσικές Ταξιαρχίες, είχαμε κάνει δύο ηχογραφήσεις σε τραγούδια του Χάρη και του Πάνου Κατσιμίχα στις αρχές της δεκαετίας του ’80, που τραγουδούσα τότε εγώ στο Μια Βραδιά στο Λούκι και στον Φάνη, πριν δισκογραφηθούν αυτά τα δύο τραγούδια.
Ο Μηλιώκας είναι ο άνθρωπος που γνώρισα πιο πρόσφατα, γιατί ήταν και από τη Θεσσαλονίκη. Δεν είχε τύχει να βρεθούμε όταν ήρθε στην Αθήνα. Τον γνώρισα πριν από 10 χρόνια περίπου, γίναμε "αδέρφια". Με έχει συνδέσει και με τον πραγματικό του αδερφό τον οποίο έχει χάσει, του τον θυμίζω.
Η όλη τετράδα είναι μια παλιοπαρέα που έχει ζήσει περίπου τα ίδια πράγματα. Λένε ότι το όμοιο παρελθόν κάνει και όμοιες ψυχές. Οπότε υπάρχει μια συνεννόηση χωρίς πολλά λόγια. Ο καθένας έχει το δικό του στιλ και οι τέσσερις μαζί αποτελούμε ένα παζλ χαρακτήρων και τραγουδιών μιας ολόκληρης τριακονταετίας τουλάχιστον. Η μουσική χρειάζεται ωραία συναισθήματα, στιγμές και σκέψεις με τους ανθρώπους που συνεργάζονται μαζί, έτσι βγαίνει και η παράσταση πιο χαλαρή και ουσιαστική. Νομίζω αυτό είναι που κάνουμε και προσφέρουμε στον κόσμο. Χωρίς να το προσπαθούμε, δίνουμε χαρά με τα τραγούδια και την παρουσία μας. Η ομάδα λειτουργεί, κάτι που γενικά στην Ελλάδα είναι δύσκολο.
Θα παίξουμε στο Κύτταρο και την Παραμονή Χριστουγέννων (24/12) και θα περάσουμε ωραία, γιατί το χρειαζόμαστε όλοι».
Το μπαρ όπου γράφτηκε το «Μια βραδιά στο Λούκι» των αδερφών Κατσιμίχα
«Το παρελθόν κυκλοφορεί μέσα σε ένα τραγούδι. Ήταν ένα βράδυ που είχα βγει και τα έπινα με τον Χάρη Κατσιμίχα (Προχτές εκεί που τα 'πινα με κάποιο κολλητό μου), πήγαμε στο μπαρ το Λούκι και συνέβη όλο αυτό το περιστατικό που περιγράφει το τραγούδι. Εγώ είμαι ο κολλητός που λέει «ο τύπος μου, Νικόλα». Τα τραγούδια πολλές φορές είναι πολύ αληθινά. Γράφονται από πραγματικά γεγονότα.
Μετά από αυτό το γεγονός από το οποίο ο Χάρης έγραψε το Μια Βραδιά στο Λούκι, εγώ δούλεψα εκεί ως μπάρμαν. Και έγραψα κι εγώ ένα τραγούδι πάλι με αφορμή ένα περιστατικό στο Λούκι.
«Σαν Σταρ του Σινεμά»
Αυτό το μπαρ τελικά έδωσε τραγούδια. Έγραψε ιστορία το Λούκι. Το είχε ανοίξει ο αείμνηστος ο Αλέξης Γκόλφης ο ηθοποιός που έπαιζε στο Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται. Αυτός ήταν πολύ πρωτοπόρος. Έστηνε μαγαζιά πρωτόγνωρα για την εποχή. Ήταν το Λούκι, πιο πριν είχε κάνει τη Σφίγγα. Ήταν από τα πρώτα μπαρ στο κέντρο της Αθήνας και γενικότερα. Μαζευόμασταν πολλοί που ασχολούμασταν με τη μουσική, ήταν το στέκι μας. Ο Σιδηρόπουλος, ο Πουλικάκος, οι αδερφοί Κατσιμίχα, ο Βαγγέλης Γερμανός, και άλλοι.
Ήταν λοιπόν εκεί μια κοπέλα που δούλευε σερβιτόρα. Εγώ δούλευα ως μπάρμαν. Μετά από ένα μήνα συνεργασίας, θεώρησα ότι θα μπορούσα να κάνω μια «έξοδο συναισθηματική» προς εκείνη και να της προτείνω να βρεθούμε. Την είχα ερωτευτεί και εκείνη ήταν πολύ καλή μαζί μου. Ωστόσο η άρνησή της ήταν κάθετη. Δεν το περίμενα. Είχα ξεγελαστεί τελικά, γιατί δεν σημαίνει ότι όταν κάποιος είναι καλός μαζί σου, σε έχει ερωτευτεί κιόλας. Για να το μάθεις όμως αυτό, θα πρέπει να κάνεις μια νύξη. Έφαγα λοιπόν τη "χυλόπιτα". Αλλά αντέδρασα ακαριαία. Πώς; Πήγα στο σπίτι μου και έγραψα το τραγούδι Σαν Σταρ του Σινεμά. Έτσι λοιπόν, την ευχαριστώ πάντα την κοπέλα γιατί μου χάρισε το πρώτο τραγούδι μου που έγινε γνωστό.
Το τραγούδι αυτό πλέον ανήκει σε όλους, αυτή είναι η χρησιμότητα των τραγουδιών. Είναι τρίλεπτα αυτοτελή εργάκια και έχουν ευθύνη μεγάλη αυτοί που τα γράφουν, δηλαδή τι μήνυμα περνάνε. Εδώ τώρα ελπίζω το μήνυμα να είναι θετικό αν και οργισμένο κατά ένα τρόπο, από την απόρριψη, αλλά δεν νομίζω ότι βγάζει κακό συναίσθημα. Είναι μέσα στη ζωή και η απόρριψη και είναι φυσιολογικό.
Επίσης στην κοπέλα δεν κράτησα κάποια κακία και η αντίδραση μου στην "χυλόπιτα" ήταν να γράψω ένα τραγούδι. Για να ξεχωρίζουμε λίγο τα πράγματα, γιατί τελευταία αυτοπροσδιοριζόμαστε πολύ μέσα από το πώς φλερτάρουμε. Τα κακώς κείμενα ευτυχώς βγαίνουν στη φόρα. Πάντα πρέπει να είμαστε ευγενικοί και την απόρριψη να τη διαχειριζόμαστε είτε γράφοντας ένα τραγούδι, είτε συζητώντας με τον φίλο ή με τον ψυχολόγο μας, είτε κάνοντας μια δική μας αυτοκριτική και όχι να το ρίχνουμε πάνω στον άλλον.
Δεν σου κρύβω ότι μια λέξη που αναφέρεται στο κομμάτι, η «μπουνιά» (κάτι με σπρώχνει να σου ρίξω μια μπουνιά), την έβαλα σε λογοκρισία πριν τη συμπεριλάβω στο δίσκο. Πήγα στον Πορτοκάλογλου, πήγα στον Κατσιμίχα και τους ρώτησα τι να κάνω. Ο Χάρης μου είπε "μην τη βάζεις", ο Νίκος μου είπε να τη βάλω. Τελικά υπερίσχυσε να τη βάλω και το έκανα. Και ελπίζω να μην έκανα κακό. Σήμερα αν το έγραφα με αυτή τη λέξη θα είχα πρόβλημα, δεν θα πέρναγε. Αλλά και τότε που το έγραψα, μπορεί να τη λέει ο παθών, αλλά δεν την εννοεί. Και νομίζω ότι ο κόσμος το έπιασε αυτό. Και οι περισσότερες γυναίκες το υιοθέτησαν το κομμάτι. Ο άνθρωπος πρέπει να ξέρει που να σταματάει ακόμα και σε μια καθημερινή κουβέντα, να μη γίνει λεκτική επίθεση.
«Πέρασε η Μπόρα» (Μόνη ξανά δεν θα σ' αφήσω)
«Ένα τραγούδι πολύ προσωπικό. Γράφτηκε για μια απώλεια, έχασα τον αδερφό μου σε ατύχημα και είχα γράψει ένα τραγούδι τότε, που μετέφερε τον πόνο μου. Μετά από κάποια χρόνια έγραψα και το Μόνη Ξανά δεν θα σ' αφήσω, όταν αισθάνθηκα ότι αποχαιρετώ τον αδερφό μου. Αλλά όπως βλέπουμε, ένα τραγούδι ο καθένας το παίρνει όπως θέλει, όπως μιλάει στη δική του καρδιά. Κάποια στιγμή το προσέγγισε και η ΑΕΚ για δικό της λογαριασμό. Το τραγούδι θα φύγει και θα κολλήσει σε διάφορες ανάγκες. Για αυτό ένα τραγούδι πρέπει να είναι χρήσιμο χωρίς να μας ενδιαφέρει για ποιο –ωραίο- λόγο ο καθένας θα το υιοθετήσει. Τότε θα έχει εκπληρωθεί ο σκοπός του».
Η «Βασιλική»
Είναι ένα τραγούδι που μιλάει για θάνατο, για αυτοχειρία. Είναι παραδοσιακός στίχος, αλλά το μελοποίησα σε μια εποχή που μελετούσα θρακιώτικα. Και τότε η συγκυρία ήταν η εξής: γνώρισα τον Μανώλη τον Φάμελλο με τους Ποδηλάτες που παίζανε ιρλανδέζικα και παίξανε τότε μαζί μου στο τραγούδι και τον δίσκο. Έτσι έγινε ένα μείγμα. Και έχει μεγάλη απήχηση ακόμα.
Ήταν η ευχή του πατέρα μου αυτό το κομμάτι. Ήταν ερασιτέχνης τραγουδιστής, τραγουδούσε μόνο για πάρτη του. Είχε τρέλα με τα τραγούδια και μάζευε σε τετράδια διάφορα ρεμπέτικα, δημοτικά, κλπ. Μέσα σε αυτά ανακάλυψα και τους στίχους της Βασιλικής. Και όταν μου τα έδωσε ο πατέρας μου, γιατί τα τελευταία χρόνια πήγαινα με ένα κασετοφωνάκι και τον ηχογραφούσα συνέχεια, μου είπε "παιδί μου εγώ δεν έχω περιουσία να σου αφήσω, πάρε αυτά τα τραγούδια και πορεύσου". Για αυτό λέω ότι η Βασιλική ήταν η ευχή του πατέρα μου. Ο ρυθμός λοιπόν είναι μια χαρμολύπη, κόντρα στον στίχο».
Ανάκαρα
«Είναι το πρώτο συγκρότημα που έπαιζα διασκευές δημοτικών τραγουδιών. Κατά Κρήτη και Καζαντζάκη σημαίνει "κουράγιο". Και κατά Βυζάντιο σημαίνει "πνευστά λαϊκά μουσικά όργανα" που μέσα σε αυτά είναι και η φωνή. Γιατί το πιο τέλειο πνευστό μουσικό όργανο, που έχει να κάνει με τον αέρα και την αναπνοή, είναι η φωνή. Οπότε ήταν μια πραγματικά ευρηματική λέξη τα Ανάκαρα και ακόμα και τότε οι άνθρωποι ρωτούσαν τι σημαίνει».
Μουσικοθεραπεία στο Παρίσι
«Πήγα δύο χρόνια στο Παρίσι, γράφτηκα στο Πανεπιστήμιο αλλά περισσότερο αυτό που σπούδασα ήταν μουσική του δρόμου, έπαιζα στο δρόμο δημοτικά τραγούδια σε υπαίθρια live. Μάλιστα, κάποιες φορές έφερα τον Χάρη Κατσιμίχα που σπούδαζε στο Βερολίνο και τον Πάνος που σπούδαζε στο Μονπελιέ. Ήρθαν και με βρήκαν στο Παρίσι και τους κράτησα δύο μήνες ίσως και περισσότερο. Παίζαμε και μαζί σε μαγαζιά, μπαίναμε, παίζαμε και φεύγαμε, αλλά και στο δρόμο. Επίσης είχα παίξει με τον Δημήτρη Ζαφειρέλη, τον Πέτρο τον Σκούταρη, δηλαδή δεν έχανα ευκαιρία όταν έβρισκα κάποιον Έλληνα μουσικό, να παίζω μαζί του. Αυτό ήταν το καλύτερο Πανεπιστήμιο».
Τα αναπάντεχα μέρη που έχουν παίξει τραγούδια του
«Το Πάρε με έχει γίνει και στα εβραϊκά. Έχω αντιληφθεί ότι η Βασιλική έχει γίνει στα τούρκικα τα σουηδικά. Επίσης φίλος μου έχει μεταφέρει ότι στη Νέα Υόρκη μπήκε σε ένα μαγαζί να ψωνίσει ρούχα και παίζανε το Πάρε Με. Επίσης μια κοπέλα μού είπε ότι άκουσε το ίδιο τραγούδι στην Αβάνα της Κούβας. Σε μια πολυκατοικία. Πήγε και χτύπησε τα κουδούνια νομίζοντας ότι είναι Έλληνες και τελικά το άκουγαν Κουβανοί. Τα τραγούδια δεν έχουν όρια. Για αυτό μου αρέσει η δουλειά αυτή. Το τραγούδι είναι ένα πλάσμα ηχητικό το οποίο ταξιδεύει παντού. Το τραγούδι είναι όχημα».
Τι θα άλλαζε από το παρελθόν
«Θα έκανα τα πάντα για να μάθω πιάνο από μικρός. Είναι το απωθημένο μου αυτό, ήθελα πολύ να μάθω πιάνο. Αλλά δεν μπόρεσα να αγοράσω πιάνο. Έκανα κάποιες σπουδές αλλά τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα και έτσι άρπαξα την κιθάρα και έμαθα τα πρώτα ακόρντα. Όχι δική μου κιθάρα, φίλων, ένα ακόρντο από εδώ, ένα από εκεί. Είχα μια φλόγα μέσα μου σαν να ήξερα ότι θα γράψω κάτι. Αυτή ήταν η ανάγκη μου και ήταν πολύ μεγάλη, δεν είχα και καμία άλλη κλίση. Πήγα με φόρα προς τη μουσική. Ταλαιπωρήθηκα τα πρώτα χρόνια πολύ γιατί δεν ήξερα μουσική, δεν είχα τα φόντα. Προσπαθούσα να μάθω κάτι και να το κάνω πράξη. Κατευθείαν μέσα στη ζωή. Με έσωσε η αγάπη μου για τη μουσική μέχρι στιγμής. Δεν ξέρω πώς θα επιβίωνα αλλιώς, δεν θα επιβίωνα».
Η σκέψη να τα παρατήσει
«Μόνο μια φορά σκέφτηκα να τα παρατήσω. Όταν αργούσε να έρθει η ώρα που θα έκανα πραγματικά κάτι με τη μουσική. Είπα "τι κάνεις τώρα, μήπως πρέπει να...;". Και με το που είπα αυτό, με κατέκλυσε μια εσωτερική φωνή, το θυμάμαι ήμουν σε μια πλατεία στο Κολωνάκι και η φωνή ήταν απόλυτη και έλεγε: "Ή κάνεις αυτό που αγαπάς ή πεθαίνεις". Παρά το ότι η λογική έλεγε να δω τι άλλο μπορώ να κάνω. Δεν βγαίνει σε όλους αυτή η φωνή και ταλαντεύονται. Αλλά αυτοί είναι οι άνθρωποι που έχουν κι άλλες κλίσεις και μπορούν να διαλέξουν».
Καινούρια τραγούδια και επόμενα σχέδια
«Τώρα δεν γράφω τραγούδια, κάνω κάτι άλλο. Ξανακοιτάζω το υλικό που έχω κάνει μέχρι τώρα και τελειώνω έναν δίσκο που παιδεύω τρία χρόνια. Θα λέγεται Άλλες Φωνές. Δηλαδή κάνω κάποιες επανεκτελέσεις σε τραγούδια που πιστεύω θα αξίζει τον κόπο, άγνωστα τα περισσότερα, και τραγουδάει μέσα ο Διονύσης Σαββόπουλος, η Ελένη Τσαλιγοπούλου, ο Ορφέας Περίδης, ο Λάκης Παπαδόπουλος, ο Γιώργος Νταλάρας, η Τζώρτζια από τους Μπλε, η Σαββέρια Μαργιολά, οι On The Road. Έχει τελειώσει ο δίσκος και τον περιμένουμε να βγει με τον καινούριο χρόνο. Δεν έχω κάνει ποτέ κάτι τέτοιο ξανά, έναν ολόκληρο δίσκο με άλλους. Είναι τραγούδι και τραγουδιστής. Δηλαδή το στοίχημα που έχω βάλει είναι σε ποιον πάει το κάθε τραγούδι από αυτά.
Επίσης το μόνο καινούριο που έχω κάνει, είναι ένα τραγούδι μέσα στην καραντίνα που είναι ντουέτο με την Κατερίνα Ντίνου. Γράψαμε τους στίχους μαζί, μέσω μηνυμάτων. Το τραγούδια λέγεται Αντέχει η ζωή. Προέκυψε σαν ανάγκη, μόνο του. Επίσης, μετά το Κύτταρο, παραμονή Πρωτοχρονιάς θα παίξουμε -η τετράδα- στη Θεσσαλονίκη στο θέατρο Βεργίνα».
Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Newsbomb.gr.