Σπύρος Μιχαλόπουλος: Ο σκηνοθέτης των «Πανθέων» για τη σειρά, τα νούμερα και το τηλεοπτικό τοπίο

Ο σκηνοθέτης Σπύρος Μιχαλόπουλος μιλάει στο Newsbomb.gr για τους «Πανθέους», εξηγεί τη σκηνοθετική του προσέγγιση, απαντά για την πορεία της σειράς και τις κριτικές και σχολιάζει την πληθώρα των παραγωγών που κατακλύζουν φέτος τη μικρή οθόνη
Nick Zacharopoulos

Οι «Πανθέοι» είναι η 16η σειρά που σκηνοθετεί ο Σπύρος Μιχαλόπουλος των επιτυχιών «Βέρα στο Δεξί», «Πολυκατοικία», «Άγριες Μέλισσες», «Έρωτας, «Όρκος», και τόσες άλλες.

Μετά τις σπουδές του στην Πολωνία και τις σπουδαίες συναντήσεις του με τον Κισλόφσκι, τον Αγγελόπουλο, τον Πανουσόπουλο, θήτευσε στον κόσμο της διαφήμισης από όπου πήρε πολλά και σημαντικά εφόδια για την πορεία του, ενώ η μεγάλη του αγάπη παραμένει το θέατρο.

Παράλληλα, στο λιγοστό χρόνο που απομένει, σπουδάζει στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο και μαθαίνει κλασικό βιολί.

Πώς βλέπει λοιπόν τον εαυτό του, σε κάποια χρόνια από τώρα; Κάπου στην Πρέβεζα, στον τόπο όπου γεννήθηκε, συνεχίζοντας να κάνει πράγματα που αγαπάει...

O Σπύρος Μιχαλόπουλος δίνει τις απαραίτητες οδηγίες στους ηθοποιούς της σειράς

Πού βρισκόμαστε με τα γυρίσματα και πώς είναι το κλίμα στο σετ;

Έχουμε περάσει την 70ή ημέρα γυρισμάτων που σημαίνει ότι είμαστε σε έναν πάρα πολύ καλό δρόμο, οι ιστορίες αναπτύσσονται με γρήγορο ρυθμό. Το κλίμα στο σετ είναι υπέροχο, συνεργεία και ηθοποιοί είμαστε μια πάρα πολύ όμορφη παρέα. Έχει δέσει η ομάδα, έτσι κι αλλιώς είναι όλοι διαλεχτοί ένας κι ένας και είναι χαρά να πηγαίνεις στη δουλειά.

Με κάποιους ηθοποιούς έχετε δουλέψει ξανά, με πολλούς ωστόσο δουλεύετε πρώτη φορά.

Εκτός από την Κάτια Δανδουλάκη και τη Βίκυ Διαμαντοπούλου που είχαμε δουλέψει στις Άγριες Μέλισσες -με την Κάτια είχαμε δουλέψει μαζί και στη «Βέρα στο Δεξί»-, με τους άλλους είναι πρώτη φορά που δουλεύω.

Θέλω να σταθώ στον Γιώργο Κωνσταντίνου που είδαμε στην αρχή της σειράς και συγκλόνισε τους θεατές με την ερμηνεία του.

Ο κύριος Κωνσταντίνου μάς έκανε την τιμή να έρθει στο πρώτο επεισόδιο, κάνοντας τον πατέρα «Βλάση Πανθέο», τον γεννήτορα όλων των παιδιών. Ένας εξαιρετικός συνεργάτης, ήσυχος, λιγομίλητος με πολύ χιούμορ. Δεν τον παιδέψαμε αλλά ούτε μας παίδεψε, ήταν πολύ συγκεκριμένα τα πράγματα που θέλαμε και εκείνος μας έδωσε παραπάνω. Περιμέναμε τα γυρίσματα ότι ίσως να κρατούσαν λίγο παραπάνω, όμως έγιναν στην ώρα τους και πήγαν όλα όμορφα και ωραία.

Οι νεότερες γενιές τον γνωρίζουν από τις παλιές ελληνικές κωμωδίες και θα έλεγα τούς φάνηκε ευχάριστη έκπληξη. Επίσης τον είδαμε σε έναν ρόλο – κόντρα σε ό,τι έχει παίξει. Έναν πολύ σοβαρό ρόλο και ήταν υπέροχο.

Η σειρά αποτελεί μια νέα προσέγγιση στην αρχική της δεκαετίας του ’70.

Ναι, θα ήταν ίσως πιο ασφαλές να πηγαίναμε με τη παλιά προσέγγιση που είχε κάνει ο αείμνηστος Βασίλης Γεωργιάδης, ωστόσο εμείς θεωρήσαμε ότι θα έπρεπε να πάμε πια με κάτι πιο καινούριο, πιο φρέσκο κρατώντας βέβαια πάντα το βιβλίο και όλο το νόημα της ιστορίας. Αυτό κάναμε, μια νέα σκηνοθετική προσέγγιση, έχουμε απλώσει το βιβλίο σε εξωτερικά γυρίσματα αρκετά, καθώς η παλιά σειρά ήταν αποκλειστικά μόνο σε πλατό λόγω αδυναμίας τεχνικών μέσων εκείνη την εποχή.

Πήγαμε λοιπόν σε μια άλλη σκηνοθεσία που είναι πιο προσφιλής αυτή τη στιγμή στον κόσμο και όχι με ένα «βαρύ» σκηνοθετικό ύφος όπως ήταν εκείνη η σειρά. Θεώρησα ότι πρέπει να πάμε με ένα φρεσκάρισμα και το κάναμε, σε όλες τις καταστάσεις, ακόμα και στις ερμηνείες. Οι ερμηνείες των ηθοποιών είναι πιο προσιτές, παρόλο που μας έχουν κατηγορήσει ότι είμαστε περισσότερο θεατρικοί. Δεν είναι έτσι, γιατί μιλάμε για μια εποχή πολύ συγκεκριμένη. είναι παραμονές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι μια μεγαλοαστική οικογένεια και ο κόσμος είναι μαθημένος να συμπεριφέρεται με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο από ό,τι σήμερα. Έχει μια φυσική ευγένεια, έναν αργό τρόπο ομιλίας -λίγο πιο εσωτερικό- ειδικά οι μεγάλοι άνθρωποι, ενώ τα νέα παιδιά της σειράς είναι πιο «σημερινά». Αποφασίσαμε να πάμε έτσι και νομίζω ότι αυτή είναι και η επιτυχία της σειράς, ότι δεν αλλάξαμε το ύφος, επειδή δεν φτάνει να κάνεις πολύ ωραία σκηνικά ή να έχεις μια ωραία μουσική εκείνης της εποχής για να βγάλεις ένα «άρωμα», πρέπει και ο κόσμος να κινείται ανάλογα και τα ρούχα να είναι ανάλογα, κλπ.

Ποια είναι η δική σας πρόκληση ή αναμέτρηση με αυτή τη νέα προσέγγιση; Επίσης, ποια είναι τα προβλήματα που έχετε να λύσετε;

Είναι πολλά τα προβλήματα αλλά είναι και γοητευτικά. Η αναμέτρηση είναι να μπορέσω να κρατήσω -παρά το χαοτικό τοπίο στις τηλεοπτικές σειρές- μια σταθερή αξία. Όσο μπορώ, να μην ξεφύγει η ατμόσφαιρα και γίνει κάτι που βλέπουμε συνεχώς. Να κρατήσω τη δική μου ποιότητα.

Τι σας έκανε να πείτε το «ναι» σε αυτό το όραμα που ο παραγωγός Γιάννης Καραγιάννης, είχε εδώ και δύο-τρία χρόνια;

Η απόφασή μου ήρθε πάρα πολύ γρήγορα, δηλαδή με το που μου το πρότεινε είπα κατευθείαν το «ναι» γιατί ήταν ένα βιβλίο που το είχα διαβάσει μικρός αλλά και αργότερα, συμπωματικά. Μάλιστα, τώρα το διάβασα και τρίτη φορά. Επίσης, και λόγω ηλικίας, είχα δεν την αρχική σειρά, τότε ήμουν 17-18 χρόνων και τη θυμάμαι πολύ καλά. Η πρόκληση η μεγάλη ήταν να αντιμετωπίσω ένα γερό βιβλίο. Γιατί μιλάμε για ένα μύθο όσον αφορά τους «Πανθέους» και ως βιβλίο και ως σειρά. Αυτός λοιπόν ήταν ο λόγος και η πρόκληση να δεχτώ.

Και πώς μπορούν να μιλήσουν οι «Πανθέοι» στον σημερινό τηλεθεατή;

Με πολλούς τρόπους. Καταρχάς, αυτό που πρέπει να κάνει ένας σημερινός τηλεθεατής είναι να ακούσει το λόγο, θα διακρίνει αξίες παλιές που ισχύουν και σήμερα, θα βρει παλαιά ήθη που θα μπορούσαν να του γίνουν οδηγός. Ο Αθανασιάδης έχει αναπτύξει πολύ σοβαρές αξίες. Καταρχάς έχει αναπτύξει την έννοια του καλού και του κακού, επίσης του ήθους, της αγάπης, του έρωτα με έναν τρόπο που κανένας δεν μπορεί να κατακρίνει κανέναν. Αυτό σήμερα είναι λίγο δύσκολο να το βρούμε κάπου. Το σενάριο που έχουν γράψει η Ιωάννα Κανελλοπούλου και ο Άγγελος Χασάπογλου είναι εξαιρετικό, πολύ σωστοί διάλογοι, περνάει πολύ σωστά τα μηνύματα του βιβλίου, οπότε αυτό πρέπει να κάνει ένας τηλεθεατής, να μείνει και να τους παρακολουθήσει λίγο. Η έννοια του χρόνου στα βιβλία αυτά είναι τελείως διαφορετική από αυτή που έχουμε στη ζωή μας σήμερα.

Πότε ολοκληρώνονται τα γυρίσματα της σειράς;

Λογικά την άνοιξη, Μάιο με αρχές Ιουνίου αν όλα πάνε καλά, εννοώ στην υγεία μας. Δεν έχει ιδιαίτερες αποκαλύψεις η σειρά αυτή, όποιος ανοίξει το βιβλίο θα καταλάβει τι γίνεται.

Το είδαμε στις «Άγριες Μέλισσες» το βλέπουμε και στους «Πανθέους». ο τηλεθεατής έχει γίνει συμμέτοχος, ενώ βλέπει τη σειρά συμμετέχει σε real time με το σχόλιό του στα social media.

Αυτό είναι και καλό, επειδή συμμετέχει, ασχολείται και κριτικάρει, αλλά και λίγο κακό ή ανώριμο γιατί υπάρχουν και οι ανώνυμες κριτικές οι οποίες είναι λίγο «κάτι πρέπει να γράψω και να πω» και το λέω για όλες τις σειρές όχι μόνο για τη δική μας. Η άμεση αυτή «κριτική» γίνεται επικίνδυνη δηλαδή. αν υπήρχε για παράδειγμα ένα trend στο Twitter ότι μια σειρά είναι αργή, αυτό ίσως έκανε κάποιο κανάλι να πει «ξέρεις είναι πολύ αργή βάλε τη αλλιώς δεν αρέσει στον κόσμο». Δεν είναι μετρήσιμες αυτές οι κριτικές, γιατί πρέπει να δούμε ποιος τις κάνει και γιατί, τι καταλαβαίνει, τι αντιλαμβάνεται, τι μορφωτικό επίπεδο έχει, τι του αρέσει να βλέπει, τι είναι αυτό που βλέπει. είναι πολλοί οι παράγοντες ώστε να βγάλουμε το προφίλ ενός χρήστη και να πούμε ότι έχει ή δεν έχει δίκιο.

Άρα από τη μια μεριά είναι πολύ καλό γιατί παρακολουθείς σε real time μια κριτική, σαν να είσαι σε ένα θέατρο που ή θα γελάσουν ή θα σε γιουχάρουν, από την άλλη είναι αυτό το ανώνυμο που δεν ξέρω κατά πόσο είναι και το σωστό. Βέβαια έχουμε δει και επώνυμες κριτικές που πάλι δεν στέκονται κάπου. Αλλά εντάξει, η κριτική είναι ένα γενικότερο πρόβλημα στην τέχνη και πρέπει κάποιος να ζήσει με αυτό.

Τα νούμερα και οι κριτικές επηρεάζουν τον σκηνοθέτη ώστε να αλλάξει ή να συνεχίσει την προσέγγισή του;

Για εμένα δεν θα πρέπει, γιατί όταν με οποιοδήποτε τρόπο δημιουργείς ένα έργο, δεν είναι σωστό να αλλάζεις συλλήβδην τα πάντα που έχεις κάνει επειδή στον κόσμο πρέπει να δώσουμε κάτι άλλο. Εμείς αυτή τη στιγμή στηριζόμαστε σε ένα βιβλίο, είναι ένα δεδομένο, δεν δημιουργείται δηλαδή κάθε μέρα. Αν ήταν μια σειρά όπως οι Μέλισσες, που τα σενάρια γράφονται από την αρχή, ο σεναριογράφος ίσως να έβλεπε την τάση του κόσμου και να άλλαζε κάτι, και αυτό είναι πολύ σωστό. Εδώ όμως έχεις να κάνεις με ένα βιβλίο με συγκεκριμένα τα πράγματα που θα γίνουν. Δηλαδή, ο Κίτσος ερωτεύεται τη Μάρμω, δεν μπορείς να το αλλάξεις αυτό. Τώρα για το σκηνοθετικό ύφος, εντάξει πιθανώς να μπορέσεις να κάνεις κάποιες -ας το πούμε- διορθωτικές κινήσεις για να γίνει λίγο πιο προσφιλές στο κοινό. Αλλά μέχρι εκεί, δεν νομίζω ότι θέλει κάτι άλλο. Οπότε δεν πρέπει να επηρεάζεται ο σκηνοθέτης από αυτά, δεν είναι δουλειά του, τα νούμερα γενικώς είναι δουλειά των καναλιών, του marketing και των παραγωγών. Δεν πρέπει να είναι των σκηνοθετών και κακώς τα περνάνε σε εμάς.

Ο κινηματογράφος είναι Τέχνη. Η τηλεόραση θεωρείται Τέχνη, κατά τη γνώμη σας;

Βεβαίως, για εμένα ναι είναι. Όπως και στο σινεμά βλέπουμε ταινίες πρόχειρες, το ίδιο συμβαίνει και στην τηλεόραση, μπορεί να δούμε δουλειές πρόχειρες, αλλά μπορεί να δούμε και πολύ σοβαρές δουλειές. Οι οποίες δεδομένων των αναλογιών θα μπορούσαν να θεωρηθούν Τέχνη. Δεν έχουμε δει παγκόσμιες τηλεοπτικές παραγωγές που είναι τέχνη; Και μιλάω για τις διάφορες πλατφόρμες, βλέπουμε δουλειές οι οποίες είναι εξαιρετικές και που θα μπορούσαν ίσως να ήταν στο σινεμά. Κάθε μορφή εικόνας, με έναν τρόπο, δανείζεται στοιχεία από την Τέχνη. έχει την ερμηνεία από τον ηθοποιό, το περιβάλλον, τη μουσική, το σενάριο, τη λογοτεχνία πάνω από όλα, άρα γιατί να μην είναι τέχνη;

Και πλέον βλέπουμε ότι οι ελληνικές τηλεοπτικές σειρές έχουν ανέβει επίπεδο, χάρη στις πλατφόρμες κυρίως.

Βεβαίως οφείλεται στις πλατφόρμες γιατί το κοινό έχει πλέον πρόσβαση να δει πάρα πολλή εικόνα, οπότε οι απαιτήσεις του είναι υψηλές, δεν μπορείς να το ξεγελάσεις πια όταν το έχει δει να γίνεται αλλού. Αυτό είναι και μια αντιστοιχία με την παλιά σειρά των «Πανθέων» για παράδειγμα. Την εποχή εκείνη υπήρχαν μόνο δύο κανάλια και καμία πλατφόρφμα, δηλαδή ο ανταγωνισμός της τηλεόρασης τότε ήταν μόνο το σινεμά. Οπότε, ο κόσμος ήταν πιο περιοριμένος όσον αφορά τις γνώσεις του γύρω από αυτό. Σήμερα συμβαίνει το τελείως αντίθετο. Δηλαδή, νέα παιδιά από 10 ετών, βλέπουν τα πάντα την ίδια στιγμή που γίνονται έχοντας πρόσβαση στις smart συσκευές και τα κρίνουν, έτσι θα κρίνουν κι εμάς.

Τη φετινή σεζόν υπάρχει πληθώρα τηλεοπτικών σειρών. Πιστεύετε ότι είναι μεν καλό, αλλά λίγο χάνεται το μέτρο;

Ναι, είναι ακριβώς όπως το λέτε. Είναι καλό, αλλά χάνεται κάπως το μέτρο, ωστόσο πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αυτό είναι αποκλειστικό δικαίωμα των προγραμμάτων των καναλιών. Όλοι θέλουν να βγάλουν το καλύτερό τους «φαγητό» την ίδια ώρα, κυνηγάνε να πάρουν το κοινό με το μέρος τους, σίγουρα όμως αυτό δεν γίνεται, το κοινό διασπάται, βλέπει για παράδειγμα σε real time τους «Πανθέους» και μόλις τελειώσουν βάζει και βλέπει ένα ανταγωνιστικό προϊόν. Δεν είναι μετρήσιμο αυτό.

Τα νούμερα ας πούμε των «Πανθέων» είναι πολύ χαμηλά ωστόσο είναι talk of the town. Δηλαδή όπου και να πας σου λένε για αυτό, ότι το βλέπουν και σου κάνουν και κριτική. Όλοι το έχουν δει αλλά κανένας δεν είναι μετρήσιμος. Που σημαίνει ότι το βλέπουν κάποια στιγμή εκτός προβολής. Όμως αυτό πρέπει να το καταλάβουν τα κανάλια. Δυστυχώς βέβαια τα νούμερα είναι μια συνάρτηση της διαφημιστικής πίτας. Δεν θα έπρεπε να είναι έτσι όμως, θα έπρεπε να υπάρχει μέτρηση και στη φήμη της σειράς, γιατί το να αγωνιζόμαστε για το 1% παραπάνω από τον συνάδελφο που παίζει την ίδια ώρα δεν κερδίζουμε κάτι.

Εν ολίγοις, οι σειρές φέτος για εμένα έχουν απότύχει όλες «μαρκετινίστικα» και αυτό μην θεωρηθεί υπερβολή. Καμία δεν κατάφερε -εκτός από τον «Σασμό»- να ξεπεράσει το 20%. Πέρσι το 20% θεωρείτο αποτυχία. Φέτος και μεγάλες σειρές πολύ υψηλού μπάτζετ και δυνατά κανάλια που έχουν παράδοση στην μυθοπλασία, δεν καταφέρανε να ακουμπήσουν το 20%.

Θέλω να σταθώ στην προσωπική σας πορεία, γνωρίζουμε ότι στο ξεκίνημά σας έχετε κάνει και πολλές διαφημίσεις, όπως και ο Γιώργος Λάνθιμος στο ξεκίνημά του.

Ναι από διαφημίσεις ξεκίνησε ο Λάνθιμος και από βιντεοκλίπ και μετά άρχισε η επιτυχημένη πορεία του στις ταινίες. Τον θεωρώ πάρα πολύ αξιόλογο τον Γιώργο Λάνθιμο. Η διαφήμιση είναι ένα πολύ καλό σχολείο για τους σκηνοθέτες, γιατί πρέπει να κάνεις πολύ γρήγορα κάτι πολύ έντονο, πρέπει σε μια ημέρα να κάνεις ένα ταινιάκι με το οποίο θα πρέπει να πουλήσεις το προϊόν. Άρα θα πρέπει να είσαι πολύ συγκεκριμένος, πολύ σωστός να εξυπηρετήσεις τα συμφέροντα του πελάτη σου και να χρησιμοποιήσεις τεχνικές γνώσεις που είναι άπειρες στη διαφήμιση και σου δίνονται απλόχερα. Είναι ένα πολύ καλό σχολείο για έναν σκηνοθέτη. Πολύ καλύτερο από το να κάνει μόνο ταινίες.

Θεατρικά επίσης έχετε κάνει έξι παραστάσεις και έχετε σκηνοθετήσει μια κινηματογραφική ταινία.

Έχω κάνει την ταινία «ΛούναΜπαρ» το οποίο δεν έχει προβληθεί ακόμα και τον επόμενο καιρό θα το ανεβάσω ελεύθερο στο διαδίκτυο. Στο θέατρο, η τελευταία μου παράσταση ήταν το «Tango Bar» του Περικλή Κοροβέση.

Θα σας δούμε σε περισσότερες θεατρικές ή κινηματογραφικές παραγωγές;

Αγαπάω σίγουρα πάρα πολύ και τα δύο, ενδεχομέωνς περισσότερο στο θεάτρο θα καταλήξω,επειδή κατά την άποψή μου οι ταινίες δεν έχουν μέλλον πια, όπως είχαν κάποτε. Για εμένα η αίθουσα πεθαίνει. Δεν υπάρχει αίσθουσα από την στιγμή που υπάρχουν τόσες πλατφόρμες. Αν κάνεις μια ταινία θα βγει πιθανώς σε μια πλατφόρμα και τέλος, άρα το θεωρώ λίγο άσκοπο σαν σκέψη παρόλο που μπορεί να θέλω. Ενώ το θέατρο με μαγεύει περισσότερο γιατί είναι έμψυχο, είναι ζωντανό, εκείνη την ώρα γίνεται και εκείνη την ώρα έχει την ενέργειά του. Δεν κάνεις μοντάζ για να εκβιάσεις συναισθήματα στον θεατή. Εχει αρχή - μέση - τέλος. Ενώ το σινεμά είναι μια περιεπέτεια που συνήθως δεν έχει κατάληξη σε σχέση με το όραμά σου. Και αυτό γιατί δεν είσαι ένας μεγάλος δημιουργός που ουσιαστικά θα σε παρακαλάνε να κάνεις ταινία οι παραγωγοί, οπότε δύσκολα θα κάνεις μια ταινία ακριβώς στα μέτρα σου. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως αν δεν μου προταθεί μια καλή ταινία ότι δεν θα ασχοληθώ. Αλλά δική μου προσωπική ταινία δεν νομίζω ότι θέλω να κάνω. Όμως θα ήθελα πάρα πολύ να κάνω θέατρο.

O Σπύρος Μιχαλόπουλος εξομολογείται πώς βλέπει τον εαυτό του στο μέλλον...

Συνηθίζετε να «σκηνοθετείτε» στιγμές της ζωής σας;

Ναι γίνεται αυτό! Όταν υπάρχει στη ζωή σου επί 40 χρόνια, είναι αναπόφευκτο!Σκέφτεσαι σκηνοθετικά πώς θα κάνεις μια έκπληξη γενεθλίων, πώς θα κάνεις ένα πάρτι με τους φίλους σου, ευτυχώς ή δυστυχώς είναι μια φύση. Πολλές φορές τα παιδιά μου, μου λένε «δεν είσαι στο συνεργείο, είσαι στο σπίτι». Το παθαίνω αυτό, μπαίνω στο σπίτι και αρχίζω και κανονίζω τα πράγματα. Οπότε ακούω λίγο κράξιμο που λέμε (γέλια)!

Συνεχίζετε τα μαθήματα στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο;

Βεβαίως, είμαι στο 3ο έτος πια, στην Ιστορία του Ελληνικού Πολιτισμού. Μου αρέσει πάρα πολύ και νομίζω ότι είναι από τα καλύτερα πράγματα που έχω επιλέξει να κάνω τώρα στη ζωή μου, παρόλο που δεν υπάρχει χρόνος. Τα βράδια διαβάζω, κάνω τις εργασίες μου και μάλιστα μπορώ να σας πω ότι κυνηγάω και καλούς βαθμούς! Το αγαπάω, είναι το χόμπι μου, μου αρέσει οπότε γιατί να μην πάρω καλό βαθμό σε κάτι που μου αρέσει;

Μέσα από τη διαδικασία του Ανοιχτού Πανεπιστημίου απλώθηκα και λίγο, διαβάζω και πολλά άλλα βιβλία γύρω - γύρω και είναι και ένα διαφορετικό μάτι ακόμα και στις τραγωδίες που τις έχω διαβάσει όλες. Ακόμα και όταν έχω στρες θα κάτσω να διαβάσω κάτι από Σοφοκλή, από Αισχύλο και θα περάσω όμορφα.

Επόμενα σχέδια υπάρχουν;

Άλλη δουλειά όχι, αλλά η σκέψη μου είναι κάποια στιγμή να αποσυρθώ, να πάω μόνιμα στην Πρέβεζα εκεί όπου γεννήθηκα και να ασχοληθώ με άλλα πράγματα. Αλλά όχι τώρα, έχω ακόμα χρόνο! Θέλω να πω ότι μου αρέσει να κλείνω κάποια κεφάλαια στη ζωή μου, η τηλεόραση κάποια στιγμή αναγκαστικά θα κλείσει σαν κεφάλαιο και είναι και λογικό γιατί έρχονται νέοι άνθρωποι με ορμή, με όρεξη πολύ μεγαλύτερη από τη δική μας τώρα πια, πρέπει να αναλάβουν αυτοί να προχωρήσουν.

Εκεί λοιπόν θα ασχοληθώ με το θέατρο, θα ασχοληθώ με άλλα πράγματα που αγαπάω πολύ, τα διαβάσματά μου, το βιολί. Κάνω και τρία χρόνια βιολί! Είναι κάτι που δεν το λέω συχνά. Κάνω κλασικό βιολί. Ασχολούμαι με πράγματα που πάντα ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Θεωρώ ότι είναι μια καλή υποχρέωση στον εαυτό μου αυτό. Εκείνα που αγαπάμε πρέπει κάποτε να τα κάνουμε.


Διαβάστε επίσης

Το Newsbomb.gr καλεσμένο στο αρχοντικό των «Πανθέων» - Τα μυστικά του παρελθόντος έρχονται στο «φως»

Οι Πανθέοι: Η Κάτια Δανδουλάκη στον πιο ξεχωριστό ρόλο της καριέρας της

«Οι Πανθέοι»: Ο Μίνως Μάτσας υπογράφει το τραγούδι «Ιστορία» της νέας σειράς

Μελία Κράιλινγκ: «Η ζωή είναι δύσκολη, έχασα τον πατέρα και τον παππού μου σε έξι μήνες»

Δείτε όλο το Weekend Edition εδώ