Μαρία Κάλλας: «Πλήρωνα τους θριάμβους μου με μια πληγή στην ψυχή ή στο σώμα»
Στις 2 Δεκεμβρίου 2023 είναι η ημέρα που συμπληρώνονται τα 100 χρόνια από τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας, της μεγάλης ντίβας της όπερας που της υποκλίθηκε ολόκληρος ο πλανήτης.
Γεννημένη στη Νέα Υόρκη, η 14χρονη Κάλλας επιστρέφει στην Ελλάδα και πρωτοσυστήνεται ως Μαίρη στους συμμαθητές της στο Εθνικό Ωδείο. Εντούτοις υπογράφει ως Μαριάννα στο πρώτο της συμβόλαιο με τη νεοσύστατη τότε Λυρική Σκηνή το 1940. Τον Μάρτιο του 1945, λίγο πριν φύγει από την Αθήνα για τη Νέα Υόρκη, εμφανίζεται σε συναυλία ως Mary Callas, καθώς ήδη ετοιμάζεται να ανοίξει τα φτερά της για τη μεγάλη καριέρα, οπότε θα γίνει διάσημη στα πέρατα του κόσμου ως Maria Callas. Στην πρώτη της επιστροφή στην Αθήνα το 1957, ως παγκόσμια πλέον σταρ της όπερας, εμφανίζεται στο Ηρώδειο ως Μαρία Μενεγκίνι Κάλλας.
Στο πλαίσιο των εορτασμών για τη συμπλήρωση των 100 ετών από τη γέννησή της μεγάλης ντίβας, το νεοσύστατο Μουσείο Μαρίας Κάλλας Δήμου Αθηναίων όσο και η Εθνική Λυρική Σκηνή θα πραγματοποιήσουν ένα πλήθος επετειακών εκδηλώσεων.
«Για μένα, το τραγούδι δεν είναι πράξη αυτοεπιβεβαίωσης. Είναι απόπειρα ανύψωσης στα ουράνια, εκεί όπου όλα είναι αρμονία». Μαρία Μενεγκίνι Κάλλας (1957)
Η Μαρία Κάλλας αφηγείται
Γεννήθηκα στη Νέα Υόρκη, στο ζώδιο του Τοξότη, το πρωινό της 2ας ή 4ης Δεκεμβρίου. Δεν μπορώ να γνωρίζω με ακρίβεια, όπως για ό,τι άλλο με αφορά, καθώς το διαβατήριο γράφει πως γεννήθηκα στις 2 Δεκεμβρίου, ενώ η μητέρα μου υποστηρίζει πως με έφερε στον κόσμο στις 4. Διαλέξτε εσείς την ημερομηνία που σας αρέσει περισσότερο.
Εγώ προτιμώ την 4η Δεκεμβρίου.[Έπειτα από κάποια χρόνια θα αλλάξει γνώμη και θα επιλέξει τελικά να γιορτάζει, έως το τέλος της ζωής της, τα γενέθλιά της στις 2 Δεκεμβρίου, την ημερομηνία που αναγραφόταν στη ληξιαρχική πράξη γεννήσεώς της]. Πρώτον, επειδή φυσικά πρέπει να πιστέψω αυτό που λέει η μητέρα μου. Δεύτερον, επειδή τότε εορτάζεται η μνήμη της αγίας Βαρβάρας, προστάτιδας του Πυροβολικού,
αγίας υπερήφανης και μαχητικής, στην οποία έχω αδυναμία.
Έτος: 1923. Τόπος: μια κλινική της Πέμπτης Λεωφόρου, στην καρδιά δηλαδή της Νέας Υόρκης, και όχι στο Μπρούκλυν, όπου αυθαίρετα κάποιοι δημοσιογράφοι επιμένουν να γράφουν πως γεννήθηκα. Το επισημαίνω, όχι επειδή είναι κακό ή ντροπή να έχεις γεννηθεί στο Μπρούκλυν (νομίζω πως αυτή η περιοχή έχει αναδείξει επιφανείς προσωπικότητες), αλλά για λόγους ακριβείας.
Στο ληξιαρχείο δηλώθηκα Μαρία Άννα Καικιλία Σοφία Καλογεροπούλου. Οι γονείς μου είναι Έλληνες και οι δυο: η μητέρα μου, Ευαγγελία Δημητριάδου, κατάγεται από οικογένεια στρατιωτικών από τη Στυλίδα, ενώ ο πατέρας μου είναι γιος αγροτών με καταγωγή από τον Μελιγαλά. Αφότου παντρεύτηκαν, εγκαταστάθηκαν στον Μελιγαλά, όπου ο πατέρας μου διατηρούσε φαρμακείο, μια αρκετά επικερδή επιχείρηση. Και δεν θα έφευγαν πιθανότατα από εκεί, αν δεν είχε μεσολαβήσει το τραγικό γεγονός της απώλειας του μοναδικού γιου τους, του Βασίλη, σε ηλικία μόλις τριών ετών. Από τότε, ο πατέρας μου άρχισε να δυσφορεί, να επιθυμεί να απομακρυνθεί από τον τόπο όπου είχε πεθάνει ο γιος του. Έτσι, σταδιακά, ωρίμασε στο μυαλό του η σκέψη να μεταναστεύσει στην Αμερική. Έφυγαν τον Αύγουστο του 1923, τέσσερις μήνες προτού γεννηθώ εγώ, μαζί με την Υακίνθη [Τζάκι] τη μεγαλύτερη αδελφή μου, που ήταν τότε έξι ετών.
Στη Νέα Υόρκη, ο πατέρας μου άνοιξε επίσης ένα ωραιότατο φαρμακείο. Τον πρώτο καιρό όλα πήγαιναν καλά. Η επιχείρηση ευημερούσε και μέναμε σε ένα κομψό διαμέρισμα του κέντρου. Έπειτα ξέσπασε η καταστροφική κρίση του 1929, που έπληξε και τη δική μας οικογένεια. Το φαρμακείο πουλήθηκε, και έκτοτε η τύχη βοήθησε ελάχιστα τον πατέρα μου. Πρέπει να προσθέσω πως είναι ίσως υπερβολικά τίμιος και ευγενής για να μπορέσει να επιβιώσει στη ζούγκλα των επιχειρήσεων. Επιπλέον, υπέφερε πάντα από την ασθενική φύση του. Αυτόν τον καιρό εργάζεται ως χημικός σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης και έχει μια καλή θέση. Δεν θα άφηνε για κανένα λόγο την Αμερική, καθώς ζει εκεί ήδη τριάντα τέσσερα χρόνια και έχει εγκλιματιστεί. Ωστόσο, με ακολούθησε στις περιοδείες μου στο Μεξικό και στο Σικάγο (μάλιστα, κάποια φορά ήρθε μαζί μας και η μητέρα) και είχα τη χαρά να τον βλέπω κάθε βράδυ στο θέατρο, πλάι στον σύζυγό μου, την ώρα που τραγουδούσα.
Από τα παιδικά μου χρόνια δεν έχω ιδιαίτερες αναμνήσεις, παρά μόνο μιαν αόριστη αίσθηση πως οι γονείς μου δεν συμφωνούσαν ως χαρακτήρες. Εδώ και χρόνια δεν ζουν μαζί, γεγονός που με θλίβει πολύ.
Όσο για την κλίση μου, δεν υπήρξε ποτέ αμφιβολία. Ο πατέρας μου λέει πως τραγουδούσα από την κούνια, με φωνή τόσο διαπεραστική ώστε οι γείτονες είχαν σαστίσει. Η οικογένεια της μητέρας μου είχε καύχημά της το τραγούδι. Ο παππούς μου, λόγου χάριν, είχε υπέροχη φωνή δραματικού τενόρου, αλλά ήταν μόνιμος αξιωματικός και, συνεπώς, δεν σκέφτηκε ποτέ να την καλλιεργήσει. Ούτε λόγος βέβαια
για τις γυναίκες. Θα ήταν σκάνδαλο, αβάσταχτος διασυρμός να υπάρχει στην οικογένεια μια «κυρία του παλκοσένικου». Παρ’ όλα αυτά, η μητέρα μου άλλαξε στάση και, μόλις αντιλήφθηκε το ταλέντο μου στο τραγούδι, αποφάσισε να με αναδείξει το συντομότερο ως παιδί-θαύμα. Όμως, τα παιδιά-θαύματα δεν έχουν ποτέ κανονικά παιδικά χρόνια. Δεν θυμάμαι κάποια παιχνίδια μου, μια κούκλα που να την αγαπούσα. Θυμάμαι μόνο τα τραγούδια που έπρεπε να προβάρω ξανά και ξανά, στα όρια της πλήξης, για τις τελικές εξετάσεις του σχολικού έτους. Ακόμα περισσότερο θυμάμαι τον πανικό που ένιωθα όταν, στα μισά ενός δύσκολου κομματιού, είχα ξαφνικά την αίσθηση πως μου κοβόταν η ανάσα και σκεφτόμουν, τρομοκρατημένη, πως δεν
θα έβγαινε ήχος από το λαρύγγι μου, που είχε στεγνώσει. Κανένας
δεν αντιλαμβανόταν την αγωνία μου, γιατί η όψη μου δεν άλλαζε. Συνέχιζα να τραγουδώ.
Μετά το δημοτικό, όλες οι συμμαθήτριές μου γράφτηκαν στο γυμνάσιο ή σε άλλες σχολές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Θα ήθελα κι εγώ να ακολουθήσω το παράδειγμά τους, να γίνω μαθήτρια της ανώτερης εκπαιδευτικής βαθμίδας, μα δεν μπορούσα. Εγώ, όπως είχε αποφασίσει η μητέρα μου, δεν έπρεπε να χάνω ούτε λεπτό από τη μελέτη μου στο τραγούδι και στο πιάνο. Στην ηλικία των έντεκα ετών λοιπόν, άφησα στην άκρη τα βιβλία και γνώρισα το τρακ και τις εξαντλητικές απαιτήσεις των διαγωνισμών για παιδιά-θαύματα, στους οποίους δήλωνα τακτικά συμμετοχή, προκειμένου να κερδίσω μια θέση σε ραδιοφωνικές εκπομπές ή μια υποτροφία. Κατάφερα να σπουδάσω χάρη στις υποτροφίες. Αφενός επειδή, μετά το 1929, κάθε άλλο παρά πλούσιοι ήμασταν, αφετέρου επειδή δεν είχα καμιά εμπιστοσύνη στις δυνατότητές μου. Ακόμα και τώρα, μολονότι μου καταλογίζουν αλαζονική συμπεριφορά, δεν νιώθω ποτέ σίγουρη για τον εαυτό μου, με βασανίζουν η αμφιβολία και ο φόβος.
Από παιδί, δεν μου άρεσαν τα ημίμετρα: η μητέρα μου ήθελε να γίνω τραγουδίστρια και ήμουν ευχαριστημένη που ικανοποιούσα την επιθυμία της, με την προϋπόθεση όμως πως μια μέρα θα γινόμουν σπουδαία. Όλα ή τίποτα· ως προς αυτό σίγουρα δεν άλλαξα, όσα χρόνια και αν πέρασαν. Το γεγονός, μάλιστα, ότι εξασφάλιζα υποτροφίες ήταν για μένα ένα είδος εγγύησης για τις ικανότητές μου και μια επιβεβαίωση πως οι γονείς μου δεν αυταπατώνταν πιστεύοντας στη φωνή μου. Συνέχιζα καθησυχασμένη τις σπουδές μου στο τραγούδι και στο πιάνο, με επιμονή.
Περί τα τέλη του 1936, η μητέρα μου ήθελε να επιστρέψει, μαζί μου και με την Υακίνθη, στην Ελλάδα, να δει τους δικούς της. Η αδελφή μου έφυγε πρώτη. Εμείς την ακολουθήσαμε τον Ιανουάριο ή τον Φεβρουάριο του 1937. Στην Αμερική, ο πατέρας μου χρησιμοποιούσε, χάριν ευκολίας, σύντμηση του επωνύμου μας. Μετέτρεψε έτσι το «Καλός» σε «Κάλλας», δυο συλλαβές πιο αρμονικές. Δεν γνωρίζω αν κίνησε τις νόμιμες ενέργειες για την αλλαγή του επωνύμου, αλλά θυμάμαι πως ακόμα και στο σχολείο με φώναζαν ήδη Μαίρη Κάλλας. Στην Ελλάδα ωστόσο, έγινα πάλι Μαρία Καλογεροπούλου. Όταν έφτασα στην Αθήνα, είχα μόλις συμπληρώσει τα δεκατρία μου χρόνια. Όμως, φαινόμουν μεγαλύτερη, γιατί ήμουν ψηλή όπως τώρα, εύσωμη και πολύ σοβαρή, στους τρόπους και στο ύφος, για το νεαρό της ηλικίας μου.
Η μητέρα μου επιχείρησε αρχικά να με γράψει στο Ωδείο Αθηνών, το σπουδαιότερο σε όλη τη χώρα, όμως την ειρωνεύτηκαν. Τι θα έκαναν, είπαν, μ’ ένα κορίτσι δεκατριών ετών; Τότε, παριστάνοντας τη δεκαεξάχρονη, μπήκα σε άλλο Ωδείο, στο Εθνικό. Εκεί, μαθήτευσα πλάι σε μια δασκάλα, μάλλον ιταλικής καταγωγής, την κυρία Μαρία Τριβέλλα. Την επόμενη χρονιά ωστόσο, πέτυχα τον στόχο μου και πέρασα, έπειτα από εξετάσεις στις οποίες διέπρεψα, στο Ωδείο Αθηνών, όπου με ανέλαβε μια σπουδαία δασκάλα, που θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην καλλιτεχνική διαμόρφωσή μου: η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο.
Σε αυτή τη λαμπρή Ισπανίδα καλλιτέχνιδα, την οποία το κοινό και οι παλαιοί συνδρομητές της Σκάλας θα θυμούνται σίγουρα στην αλησμόνητη και άφθαστη ερμηνεία της ως Ροζίνα, καθώς και σε άλλους σπουδαίους ρόλους, σε αυτή τη λαμπρή καλλιτέχνιδα, το επαναλαμβάνω με βαθιά συγκίνηση, αφοσίωση και ευγνωμοσύνη, οφείλω όλη την προετοιμασία μου και την καλλιτεχνική, σκηνική και μουσική κατάρτισή μου. Αυτό το εκλεκτό πλάσμα, που, εκτός απ’ όσα μου δίδαξε, μου χάρισε και όλη την ψυχή του, υπήρξε μάρτυρας της καλλιτεχνικής αλλά και της οικογενειακής ζωής μου στην Αθήνα. Θα μπορούσε να μιλήσει για μένα καλύτερα από τον καθένα, γιατί εκείνη κυρίως συναναστρεφόμουν και εμπιστευόμουν. Όπως λέει η ίδια, παρουσιαζόμουν στο μάθημα κάθε πρωί στις δέκα και καθόμουν να παρακολουθήσω όλα τα υπόλοιπα μαθήματα, έως τις έξι το απόγευμα. Αν σήμερα κατέχω ένα τόσο ευρύ ρεπερτόριο, οφείλεται το δίχως άλλο σε αυτή την άσβεστη δίψα μου για συμβουλή και καθοδήγηση, την οποία τότε δεν αντιλαμβανόμουν καν.
Εκείνο το διάστημα, τον Οκτώβριο ή τον Νοέμβριο του 1938 –δηλαδή, πάνε δεκαοκτώ χρόνια από τότε– έκανα το ντεμπούτο μου στη σκηνή. Προτού ακόμη συμπληρώσω τα δεκαπέντε μου χρόνια, εμφανίστηκα για πρώτη φορά στο κοινό σε ρόλο πρωταγωνιστικό, ως πριμαντόνα.** Ερμήνευσα τον ρόλο της Σαντούτσα στην Καβαλλερία ρουστικάνα και όλα πήγαν καλά. Ωστόσο εγώ υπέφερα, με το πρόσωπο πρησμένο και παραμορφωμένο από τον πονόδοντο. Πάντοτε έτσι συνέβαινε, σε κάθε σημαντική στιγμή της καριέρας μου. Όπως θα δείτε καθώς θα αφηγούμαι την ιστορία της ζωής μου, έπρεπε να πληρώνω ανελλιπώς τους θριάμβους μου με μια πληγή στην ψυχή ή στο σώμα. Παρ’ όλα αυτά, αυτή η πρώτη επιτυχία άνοιξε τον δρόμο για επόμενες ακροάσεις και, έπειτα από μερικούς μόλις μήνες, με επέλεξαν να ερμηνεύσω τον ρόλο της Βεατρίκης στην οπερέτα Βοκκάκιος στη Λυρική Σκηνή των Αθηνών.
Θυμάμαι πως μοναδική έγνοια μου εκείνη την εποχή ήταν τα χέρια μου. Δεν ήξερα ποτέ πού να τα τοποθετήσω, τα αισθανόμουν άχρηστα και τεράστια. Επιπλέον, δεχόμουν παρατηρήσεις από τη δασκάλα μου για το απαράδεκτο ντύσιμό μου – τώρα καταλαβαίνω πόσο δίκιο είχε. Κάποια φορά, και ενώ με είχε παρακαλέσει να φορέσω το πιο κομψό μου ρούχο, καθώς έπρεπε να με παρουσιάσει σε κάποιο υψηλό πρόσωπο, με είδε να εμφανίζομαι με μια σκούρα κόκκινη φούστα, ένα πουκάμισο με βολάν σε επίσης κραυγαλέο κόκκινο χρώμα και, στο κεφάλι, πάνω από τις πλεξούδες, ένα φρικτό καπέλο, παρόμοιο με εκείνο που φορούσε η Μουζέττα.* Νόμιζα πως ήμουν κομψότατη.
Έτσι, απογοητεύτηκα όταν η κυρία Ελβίρα μού έβγαλε το γελοίο καπέλο, φωνάζοντας πως δεν θα μου έκανε ξανά μάθημα αν δεν αποφάσιζα να βελτιώσω την εμφάνισή μου.
Για να είμαι ειλικρινής, δεν είχα ασχοληθεί ποτέ η ίδια με την εμφάνισή μου. Η μητέρα μου διάλεγε τα ρούχα που φορούσα και δεν μου επέτρεπε να κοιταχτώ στον καθρέφτη περισσότερο από πέντε λεπτά. Έπρεπε να μελετώ και όχι «να χάνω τον χρόνο μου με ανοησίες». Στην αυστηρότητά της οφείλω το γεγονός πως σήμερα, μόλις στα τριάντα τρία χρόνια μου, έχω πλατιά και βαθιά καλλιτεχνική πείρα. Από την άλλη ωστόσο, μου στέρησε τις χαρές της νιότης και τις αθώες, δροσερές, γλυκές, αναντικατάστατες απολαύσεις της. Ξέχασα να αναφέρω πως, για να αναπληρώσω το κενό, έπαιρνα βάρος. Με την πρόφαση πως έπρεπε να έχω ένα κάποιο εκτόπισμα για να τραγουδώ καλά, καταβρόχθιζα πρωί και βράδυ μακαρονάδες, σοκολάτες, κρουασάν και κρέμες. Ήμουν στρογγυλή και ροδαλή και υπέφερα από τα σημάδια της ακμής στο πρόσωπό μου.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Μετά τον Βοκκάκιο, ο διευθυντής της Λυρικής Σκηνής με επέλεξε ξανά, αυτή τη φορά για την Τόσκα. Οι πρόβες διήρκεσαν πάνω από τρεις μήνες χωρίς διακοπή. Έπληξα τόσο, ώστε ακόμα και σήμερα αυτή η όπερα έρχεται τελευταία στις προτιμήσεις μου. Φτάνουμε έτσι στην πιο επώδυνη περίοδο της ζωής μου, στα θλιβερά χρόνια του πολέμου, για τα οποία δεν θέλω να μιλάω ούτε με τα πιο αγαπητά μου πρόσωπα, προκειμένου να μην αγγίζω πληγές που δεν έχουν κλείσει. Θυμάμαι τον χειμώνα του 1941. Η Ελλάδα είχε δεχτεί την εισβολή των Γερμανών και ο λαός μαστιζόταν από τον λιμό. Στην Αθήνα δεν είχε κάνει ποτέ ξανά τόσο κρύο. Οι Αθηναίοι είδαν χιόνι για πρώτη φορά έπειτα από είκοσι χρόνια. Επρόκειτο να ανεβάσουμε το έργο του Ευγένιου ντ’ Αλμπέρ Στον κάμπο (Tiefland), όπερα που θεωρείται η γερμανική Καβαλλερία, και αναγκαζόμασταν να κάνουμε πρόβες στο ημίφως, με λάμπες ασετυλίνης, φοβούμενοι τους βομβαρδισμούς. Όλο το καλοκαίρι έτρωγα μόνο ντομάτες και βραστό λάχανο, που κατάφερνα να τα βρω αφού περπατούσα αρκετά χιλιόμετρα και αφού πρώτα παρακαλούσα. Οι φτωχοί χωρικοί κινδύνευαν με εκτέλεση για ένα καλάθι ντομάτες ή για λίγα λαχανόφυλλα, γιατί οι Γερμανοί ήταν ανελέητοι. Ωστόσο, δεν γύριζα ποτέ με άδεια χέρια. Τον χειμώνα του ’41 όμως, ένας οικογενειακός φίλος και μνηστήρας τότε της αδελφής μου, μας έφερε ένα μπουκαλάκι λάδι, καλαμποκάλευρο, πατάτες. Δεν θα ξεχάσω την κατάπληξη με την οποία τόσο εγώ όσο και η μητέρα μου και η Υακίνθη κοιτούσαμε εκείνα τα πολύτιμα αγαθά, φοβούμενες μήπως ως διά μαγείας εξαφανιστούν.
Όποιος δεν έχει ζήσει την πείνα και τη δυστυχία της Κατοχής δεν ξέρει τι σημαίνει ελευθερία και ήρεμη και άνετη ζωή. Ακόμα και σήμερα, μου είναι αδύνατον να ξοδεύω αλόγιστα και δεν μπορώ παρά να υποφέρω όταν πηγαίνει χαμένο ακόμα και λίγο ψωμί, ένα φρούτο, ένα κομμάτι σοκολάτα. Έπειτα, όταν ανέλαβαν οι Ιταλοί, η κατάσταση κάπως βελτιώθηκε. Καθώς έχανα όλο και περισσότερο βάρος από τις κακουχίες, ένας θαυμαστής της φωνής μου, ιδιοκτήτης κρεοπωλείου επιταγμένου από τους κατακτητές, με λυπήθηκε και με σύστησε στον Ιταλό αξιωματικό που ήταν υπεύθυνος για τη διανομή τροφίμων στα στρατεύματα. Μια φορά τον μήνα, εκείνος μου πουλούσε σε εξευτελιστική τιμή δέκα κιλά κρέας. Έσφιγγα το πακέτο στην αγκαλιά μου
και περπατούσα μία ώρα κάτω απ’ τον ήλιο, ακόμα και τους πιο ζεστούς μήνες, ανάλαφρη και χαρούμενη σαν να κρατούσα ανθοδέσμη.
Εκείνο το κρέας ήταν το βιος μας. Δεν είχαμε ψυγείο και δεν μπορούσαμε να το συντηρήσουμε. Το πουλούσαμε όμως, με τη σειρά μας, στους γείτονες και με τα χρήματα προμηθευόμασταν τα απαραίτητα. Έπειτα, όταν οι Ιταλοί «επίταξαν» ομάδα τραγουδιστών της όπερας στην οποία ανήκα κι εγώ για μερικές συναυλίες, ζητήσαμε να μας δώσουν τρόφιμα αντί για χρήματα. Είχα έναν χρόνο να φάω ρύζι και μακαρόνια και να πιω κανονικό γάλα. Εν τέλει, οι Ιταλοί αποδείχθηκαν και με άλλη έννοια «χρήσιμοι» για μένα.
Εκείνη την περίοδο, η κυρία ντε Ιντάλγκο επέμενε να μάθω ιταλικά. «Θα σου χρειαστούν» έλεγε ξανά και ξανά, «γιατί αργά ή γρήγορα θα πας στην Ιταλία. Μόνο εκεί θα μπορέσεις να κάνεις πραγματική καριέρα. Προκειμένου, λοιπόν, να ερμηνεύεις και να εκφράζεσαι σωστά, πρέπει να μάθεις τι ακριβώς σημαίνει κάθε λέξη». Εγώ την άκουγα με συγκρατημένο ενθουσιασμό. Η Ιταλία και η Σκάλα ήταν άπιαστο όνειρο, σαν ένα ταξίδι στον Άρη ή στη Σελήνη, που είχα απωθήσει στο βάθος του μυαλού μου για να μην τρέφω αυταπάτες. Στοιχημάτισα, ωστόσο, με τη δασκάλα μου πως σε τρεις μήνες θα κατάφερνα να κουβεντιάζω μαζί της στα ιταλικά. Δεν ήξερα, βέβαια, πώς θα γινόταν αυτό. Ήταν αδύνατο να επισκέπτομαι το αρχηγείο των Ιταλών, όπως μου πρότειναν ορισμένοι, καθώς οι συμπατριώτες μου θα το θεωρούσαν, όπως ήταν φυσικό, προδοσία. Ούτε, όμως, μπορούσα να διαθέσω χρήματα για ιδιαίτερα μαθήματα. Έπιασα, λοιπόν, φιλίες με τέσσερις νεαρούς γιατρούς που είχαν σπουδάσει στην Ιταλία και, άγνωστο πώς –ίσως επειδή η γλώσσα του Δάντη μού άρεσε εξαρχής αφάνταστα–, σε τρεις μήνες κέρδισα το στοίχημα.
Το καλοκαίρι του 1944 αντιμετώπισα τα πρώτα προβλήματα με τους συναδέλφους μου. Έπρεπε να ανεβάσουμε τον Φιντέλιο. Μια άλλη σοπράνο είχε βαλθεί να πρωταγωνιστήσει και τα κατάφερε. Δεν μπήκε, όμως, στον κόπο να μάθει τον ρόλο. Καθώς έπρεπε απαραιτήτως να ξεκινήσουν αμέσως οι πρόβες, μου ζήτησαν να την αντικαταστήσω. Εγώ φυσικά δέχτηκα, καθώς γνώριζα πολύ καλά το έργο. Αναφέρω αυτό το επεισόδιο για να δείξω ότι είχα μοναδικό, ισχυρό και τίμιο όπλο την καλή μου προετοιμασία. Το ταλέντο είναι ακαταμάχητο. Στη σκηνή, πριν σηκωθεί η αυλαία, μπορεί κάποιος να κάνει τα πάντα για να προωθήσει μια καλλιτέχνιδα. Όταν όμως σηκωθεί η αυλαία, μετράει μόνο η αξία. Λένε πως πάντα νικάω. Αυτά είναι τα μέσα μου: η εργατικότητα και η προετοιμασία. Αν θεωρείτε πως είναι «απάνθρωπα», τότε δεν ξέρω πραγματικά τι να πω.
Αμέσως μετά τις παραστάσεις του Φιντέλιο στο υπέροχο θέατρο του Ηρώδου Αττικού, κάτω από την Ακρόπολη, ήρθε η Απελευθέρωση. Τότε άρχισαν οι επιθέσεις των συναδέλφων μου προς το πρόσωπό μου. Σε αυτές όμως θα αναφερθώ πιο κάτω. Τελικά, η διεύθυνση της Λυρικής Σκηνής με απάλλαξε για τρεις μήνες από τα καθήκοντά μου και η μητέρα μου, δίχως να χάσει καιρό, μου βρήκε δουλειά στο βρετανικό αρχηγείο. Τοποθετήθηκα στο γραφείο ταξινόμησης της απόρρητης αλληλογραφίας. Έπιανα δουλειά στις οκτώ, αλλά έπρεπε να ξυπνάω από τις έξι και μισή, καθώς δεν έπαιρνα το τραμ, για να κάνω οικονομία, και το σπίτι μου, στην οδό Πατησίων, απείχε αρκετά από το γραφείο. Το μεσημέρι οι Βρετανοί πρόσφεραν πλουσιοπάροχα γεύματα, αλλά εγώ, αντί να μένω στο αρχηγείο, έβαζα το φαγητό σε κατσαρόλα και το πήγαινα στο σπίτι, να το μοιραστώ με τη μητέρα μου (εκείνη την εποχή η αδελφή μου, η Υακίνθη, δεν ζούσε μαζί μας). Είχα μιάμιση ώρα διάλειμμα και προλάβαινα να καθίσω στο σπίτι μόλις ένα τέταρτο. Έτσι πέρασε όλος ο χειμώνας. Ακόμη με ταλαιπωρούν οι πόνοι στο στομάχι και η υπόταση, πικρή κληρονομιά όλης εκείνης της ταλαιπωρίας.
Κλείνω την παρένθεση και συνεχίζω. Το 1945 έρχεται η ώρα να ανανεώσω το συμβόλαιό μου με τη Λυρική Σκηνή, όμως πληροφορούμαι, από κάποιον συγγενή από την πλευρά της μητέρας μου και προσωπικό γιατρό της βασιλικής οικογένειας (τον καθηγητή Κωνσταντίνο Λούρο), ότι ο Ράλλης, ο τότε πρωθυπουργός, είχε δεχτεί επίσκεψη από το σύνολο των συναδέλφων μου. Είχαν πάει να διαμαρτυρηθούν και απείλησαν να προχωρήσουν σε γενική απεργία αν πρωταγωνιστούσα ξανά στη Λυρική. Τους έθιγε το γεγονός πως ένα κορίτσι είκοσι ενός ετών ερχόταν να αναμετρηθεί με καλλιτέχνες του δικού τους διαμετρήματος και της δικής τους ηλικίας. Ο συγγενής μου δεν ήξερε τι να με συμβουλεύσει. Ο καλός Θεός, όμως, βοηθάει εκείνους που βαδίζουν
στον ίσιο δρόμο και δεν βλάπτουν κανέναν. Έτσι, εντελώς αναπάντεχα, το αμερικανικό προξενείο μού πρόσφερε το εισιτήριο να επιστρέψω στην Αμερική. Θα το εξοφλούσα, μου είπαν, όποτε μπορούσα.
Ο διευθυντής της Λυρικής Σκηνής ήταν ιδιαίτερα αμήχανος όταν με κάλεσε να μου εξηγήσει πως δεν μπορούσα πια να αναλαμβάνω πρωταγωνιστικούς ρόλους. Αφού τον άφησα να ψελλίσει ένα σωρό δικαιολογίες, έπειτα του ανακοίνωσα πως έφευγα για την Αμερική, προσθέτοντας: «Ας ελπίσουμε να μην το μετανιώσετε μια μέρα». Προτού φύγω όμως, θέλησα να αποδείξω για μια ακόμα φορά τις δυνατότητές μου και τραγούδησα στην οπερέτα Ο ζητιάνος φοιτητής (Der Bettelstudent) του Καρλ Μιλλαίκερ, έργο με ιδιαίτερες απαιτήσεις για τη σοπράνο. Αναγκάστηκαν να μου αναθέσουν τον ρόλο επειδή καμιά άλλη δεν ήταν ικανή να τον τραγουδήσει...
*Απόσπασμα από το βιβλίο, Μαρία Κάλλας - Γράμματα και αναμνήσεις του Τομ Βολφ (εκδόσεις Πατάκη)
Διαβάστε επίσης
Μουσείο Μαρία Κάλλας: Δωρεάν δράσεις για τα 100 χρόνια από τη γέννησή της
Μόνικα Μπελούτσι: Η σχέση της με τη Μαρία Κάλλας - «Μία ντίβα και μια γυναίκα με απλή καρδιά»
Μαρία Κάλλας: Η θρυλική παράσταση που έγινε ταινία
Μουσείο «Μαρία Κάλλας»: Το Newsbomb.gr στα εγκαίνια - Η συλλογή και το κτίριο
H Aντζελίνα Τζολί έφερε λάμψη Χόλιγουντ στον Πύργο: Η Μαρία Κάλλας, τα γυρίσματα και η αποθέωση