Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Ο ήλιος των ψυχών» - Διαβάστε το 1ο μέρος «Ο ίδιος εφιάλτης»
Το Newsbomb.gr εγκαινιάζει τη δική του σειρά διηγημάτων από την πένα του δημοσιογράφου και συγγραφέα, Κυριάκου Κουζούμη.
Το Newsbomb.gr κάθε μήνα θα φιλοξενεί ένα διήγημα του δημοσιογράφου και συγγραφέα, Κυριάκου Κουζούμη ο οποίος το γράφει ειδικά για το Weekend Edition. Κάθε Σαββατοκύριακο ο συγγραφέας θα μας παρουσιάζει από ένα κεφάλαιο του διηγήματος. Τη στήλη εγκαινιάζει «Ο ήλιος των ψυχών» από το οποίο διαβάζουμε το πρώτο κεφάλαιο, με τίτλο «Ο ίδιος εφιάλτης».
Καλή ανάγνωση!
Ο ίδιος εφιάλτης
Η ηρεμία κλονίστηκε αναπάντεχα. Όλα γύρω του άρχισαν να χοροπηδούν απ’ το πουθενά. Ξαφνικά, αντικείμενα έπεφταν στο δάπεδο, γυάλινα αντικείμενα θρυμματίζονταν και ρωγμές χαράσσονταν αστραπιαία στους τοίχους. Μια εκκωφαντική βοή επικράτησε σαν δεσποτική αφέντρα και ύστερα φωνές απελπισίας, ουρλιαχτά τρόμου, και κραυγές απόγνωσης. Στο βάθος ένα χέρι κρεμάμενο. Ένα λεπτεπίλεπτο χέρι με ανοιχτή την παλάμη. Ασάλευτο και παγωμένο.
Η ώρα ήταν τρεις μετά τα μεσάνυχτα όταν ο Σταύρος πετάχτηκε κάθιδρος απ’ τον εφιάλτη. Άρχισε να βαριανασαίνει και ταυτόχρονα να δοξάζει τον Θεό, καθώς επρόκειτο για όνειρο. Πλάι του ξύπνησε απότομα η σύντροφός του, η Ρέα.
«Τι συνέβη; Τι έπαθες;» τον ρώτησε έντρομη, καθώς τον έβλεπε να πασχίζει να βάλει μία τάξη στην αντάρα που ακόμη βασίλευε στα σωθικά του.
«Τίποτα. Τίποτα, κοιμήσου», έκανε να την ηρεμήσει.
Η Ρέα συμπέρανε γρήγορα πως για μία ακόμα φορά ο Σταύρος είδε κάποιο όνειρο απ’ εκείνα που τον τελευταίο αρκετό καιρό είχαν γίνει επιθετική υποσυνείδητη συνήθεια.
«Είδες πάλι τα ίδια; Πάλι εκείνο το χέρι;»
Ο Σταύρος δεν απάντησε. Πέταξε από πάνω του το σεντόνι και κατέβασε τα πόδια απ’ το κρεβάτι. Σκούπισε τον κρύο ιδρώτα στο πρόσωπό του κι έπειτα έχωσε τις παλάμες του στα πυκνά του μαλλιά. Ξεφύσηξε δυνατά και σηκώθηκε.
«Κοιμήσου. Πάω να φτιάξω έναν καφέ».
«Καφέ τέτοια ώρα; Σε παρακαλώ, ξάπλωσε να κοιμηθείς. Σε λίγες ώρες πιάνεις δουλειά».
«Κοιμήσου. Δεν θα αργήσω». Έγειρε και της έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο στόμα κι έπειτα τράβηξε για την κουζίνα.
Έβγαλε απ’ το ντουλάπι το μπρίκι και άρχισε να ψήνει τον μέτριο ελληνικό καφέ που από έφηβος αγαπούσε. Έριξε μια φευγαλέα ματιά απ’ το παράθυρο της κουζίνας στον δρόμο. Ψυχή δεν κυκλοφορούσε, ενώ η ζέστη του καλοκαιριού έδινε ηχηρό «παρών».
Καθώς ανακάτευε τον καφέ στο μπρίκι, αφαιρέθηκε και οι παραισθήσεις του πήραν φωτιά. Ξάφνου, στα αυτιά του ήρθαν φωνές σαν από χαλασμένο γραμμόφωνο. «Να πας, να πας, να πας!» Επαναλαμβανόταν συνεχώς. Και στα μάτια του αναβόσβησαν ξεθωριασμένες εικόνες που έτρεχαν αλλοπρόσαλλα σαν κακοκουρδισμένο φιλμ παλιότερης εποχής. Εικόνες που έδειχναν αντικείμενα να συνθλίβονται στο πάτωμα, γυάλινα ποτήρια να σπάνε και σοφάδες να γκρεμίζονται απ’ τα ταβάνια. Κι ύστερα πάλι οι ίδιες φωνές «να πας, να πας, να πας».
Μεμιάς το μπρίκι έπεσε απ’ το αναμμένο γκαζάκι και η φλόγα τού έκαψε την παλάμη. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου προσγειώθηκε στην πραγματικότητα. Έντρομος αποτράβηξε το χέρι του και αμέσως μετά παρατήρησε τον χυμένο καφέ στον πάγκο της κουζίνας. Οι παλμοί της καρδιάς του άρχισαν πάλι να αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο.
Τα παράτησε όλα όπως ήταν και κάθισε στην «προεδρική» καρέκλα της τραπεζαρίας.
«Τι μου συμβαίνει;» αναρωτήθηκε χαμένος, ενώ το αδειανό του βλέμμα υψώθηκε στο ταβάνι…
~~~~~
Το ίδιο απόγευμα ο Σταύρος επέστρεψε στο σπίτι του εξαντλημένος από τη βάρδια στο τηλεφωνικό κέντρο της πολυεθνικής εταιρείας στην οποία εργαζόταν. Ο λιγοστός ύπνος σε συνδυασμό με τα ακουστικά στα αυτιά του τον είχαν εξουθενώσει. Ξεκούμπωσε τα πάνω κουμπιά του πουκαμίσου και αμέσως ένιωσε να μαγνητίζεται από την αναπαυτική πολυθρόνα, αλλά η φωνή της Ρέας από την κουζίνα τράβηξε την προσοχή του.
«Αγάπη μου, ήρθες; Έλα εδώ, έχω μαγειρέψει!»
Ο Σταύρος ξεπρόβαλε στην κουζίνα και είδε τη Ρέα να κόβει σαλάτα. Πλησίασε πίσω της και την τύλιξε στην αγκαλιά του. Της έδωσε ένα τρυφερό φιλί στον λαιμό και της είπε πως πεινούσε σαν λύκος. Εκείνη του ζήτησε να πλύνει τα χέρια του όσο θα σέρβιρε το φαγητό.
Τους τελευταίους λίγους μήνες ο Σταύρος θέλοντας να απαλλάξει τους γονείς του από ένα μέρος της οικονομικής ενίσχυσης που μηνιαίως του έδιναν για τις σπουδές του, είχε πιάσει δουλειά. Εκείνον τον Αύγουστο είχε επιλέξει να μην πάει στην πατρίδα του, τη Θάσο, αλλά να μείνει στην Αθήνα και να περάσει ευχάριστα τον χρόνο του πλάι στο κορίτσι του. Η Ρέα, συμφοιτήτριά του, ήταν γέννημα θρέμμα Αθηνών, αλλά πολλά βράδια έμενε στο φοιτητικό του σπίτι στον Βύρωνα.
Ύστερα από μισή ώρα, η Ρέα του πρότεινε να ξεκουραστεί διότι το βράδυ…
«Έχουμε να βρεθούμε με τα παιδιά απ’ τη σχολή, το ξέχασες; Σήμερα δεν είπαμε να πάμε στης Μαίρης για επιτραπέζια;»
Εκείνος ξεφύσηξε απογοητευμένος. «Το είχα ξεχάσει τελείως. Πειράζει να μην έρθω; Δεν αισθάνομαι πολύ καλά. Έχω… έχω ένα βάρος στο στήθος».
«Φυσικά και πειράζει. Τόσο καιρό το κανονίζουμε. Αύριο είναι Σάββατο και δεν έχεις πρωινό ξύπνημα. Είναι ευκαιρία. Λοιπόν, πήγαινε να κοιμηθείς δυο-τρεις ώρες και το βραδάκι κατά τις εννέα θα πάμε. Έλα, μην μου το χαλάσεις…»
Μην μπορώντας να της αρνηθεί, της έγνεψε καταφατικά το κεφάλι.
~~~~~
Βγήκαν από την πολυκατοικία κρατώντας μία μικρή τσάντα δώρου.
«Δεν έχω ιδέα πώς να πάμε στης Μαίρης», της γνωστοποίησε.
«Αλίμονο! Δεν περίμενα κάτι καλύτερο», τον ενέπαιξε. «Τη ρώτησα εγώ και μου έδωσε οδηγίες για τις συγκοινωνίες. Αν δεν βρούμε πολλή κίνηση σε μία ώρα θα είμαστε στο Μενίδι», του είπε χαμογελαστή και τράβηξαν για τη στάση του λεωφορείου.
Στις εννέα ακριβώς κατέβηκαν απ’ το λεωφορείο και η Ρέα άρχισε να αναζητά την οδό στην οποία κατοικούσε η συμφοιτήτριά τους. Με ενωμένα τα χέρια τους άρχισαν να περπατούν, ενώ ο αυγουστιάτικος καύσωνας γεννούσε σταγόνες ιδρώτα στα πρόσωπά τους.
Μόλις έστριψαν στη γωνία, ο Σταύρος άρχισε να νιώθει ένα μυρμήγκιασμα στη ραχοκοκκαλιά του. Δεν έδωσε όμως σημασία. Το βήμα του όμως έγινε πιο αργό.
«Τι έγινε; Όλα καλά;» τον ρώτησε με απορία η Ρέα.
«Ναι, ναι… Πάμε!» αποκρίθηκε εκείνος.
Περπατώντας έφτασαν στο γωνιακό σπίτι της Μαίρης. Μόλις έφτασαν έξω από τη σιδερένια πόρτα της πρασιάς, εκείνο το μυρμήγκιασμα έγινε πιο επιθετικό, ενώ οι αναπνοές του Σταύρου επιτάχυναν τον ρυθμό τους. Έλυσε απότομα το δέσιμο των χεριών τους και έπιασε το σημείο του στήθους.
«Σταύρο, τι συμβαίνει; Είσαι καλά;» Αγχωμένη ρώτησε η Ρέα.
«Εεεε… Δεν… Δεν ξέρω. Εκείνο το πλάκωμα. Είναι…» βαρυγκώμησε για μια στιγμή. «…Είναι πολύ έντονο».
«Κάθισε εδώ. Κάθισε...» Του έδειξε το φαρδύ πεζούλι της πρασιάς και τον βοήθησε να καθίσει. Τον έπιασε στο μέτωπο και πρόσεξε πως ήταν φανερά ιδρωμένος. «Μήπως σε πείραξε η ζέστη;» Άρχισε να τον φυσά δυνατά και να του κάνει αέρα με τα χέρια.
«Όχι, όχι… Θα μου περάσει. Μια ξαφνική αδιαθεσία είναι. Θα μου περάσει», της είπε.
«Περίμενε εδώ. Θα χτυπήσω στη Μαίρη να μας φέρει λίγο νερό», του είπε εκείνη και τρέχοντας έφτασε ώς την κύρια πόρτα της μονοκατοικίας.
Εκείνη τη στιγμή, ο Σταύρος σήκωσε το βλέμμα του στην ακριβώς απέναντι γωνία, όπου βρισκόταν μία άλλη μονοκατοικία με κεραμοσκεπή και γεμάτη φυτά στον πρόσθιο κήπο. Μέσα σε μια στιγμή τα μάτια του γούρλωσαν, ενώ η καρδιά του άρχισε να πάλλεται στο ξέφρενο τέμπο της ταραχής.
Είδε μια γυναίκα, γύρω στα πενήντα να βγαίνει από την πόρτα της αυλής βαστώντας μια σακούλα με σκουπίδια. Την ακολούθησε με το βλέμμα του μέχρι τον απέναντι κάδο. Η αντάρα στην καρδιά του δεν έλεγε να κοπάσει.
Μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα η γυναίκα σήκωσε το βλέμμα της και οι ματιές τους ευθυγραμμίστηκαν σε μία νοητή γραμμή, όπως… πρόσταζε η μοίρα.
~~~~~
Πέρασε μία εβδομάδα και στο ημερολόγιο γράφτηκε η τρίτη ημέρα του Σεπτεμβρίου. Ο Σταύρος όμως συνέχιζε να βασανίζεται από διάφορες ανάκατες σκέψεις που μπαινοέβγαιναν ατσούμπαλα στο μυαλό του. Αν και προσπαθούσε να τις βάλει σε μία νοητική τάξη, στο τέλος σημείωνε μηδέν εις το πηλίκον.
Αυτό όμως που δεν έλεγε να βγει από το μυαλό του ήταν εκείνο το γειτονικό σπίτι από της συμφοιτήτριάς του. Αισθανόταν μία αδάμαστη έλξη ώστε να πήγαινε ξανά στο σημείο, όμως δείλιαζε καθώς δεν είχε καμία, μα καμία, αληθοφανή δικαιολογία.
Ήταν απόγευμα όταν περιφερόταν μόνος του στο σαλόνι του μικρού φοιτητόσπιτού του. Δεν είχε προγραμματίσει τίποτα για εκείνη την ημέρα κι έτσι βάρεσε πυρ στους δισταγμούς. Έριξε μέσα στο τσαντάκι μέσης κινητό και τσιγάρα και κλείδωσε πίσω του την πόρτα.
Με τις αστικές συγκοινωνίες έφτασε πάλι στο Μενίδι. Σαν βρέθηκε στο απέναντι πεζοδρόμιο, κοντοστάθηκε και χάζεψε τη μονοκατοικία. Άναψε τσιγάρο και όλες εκείνες οι αταίριαστες σκέψεις άρχισαν πάλι να διαβαίνουν τον νου του σαν καραβάνι σε απέραντη έρημο.
Το κάψιμο στο στήθος δεν άργησε να ξυπνήσει. Ξάφνου, βαριανάσανε και μεμιάς πέταξε τη γόπα στο πεζοδρόμιο πατώντας τη με το αθλητικό του παπούτσι. Έπειτα, πήρε μια βαθιά ανάσα για να βρει το θάρρος και έφτασε έξω από τη χαμηλή μάντρα του σπιτιού. Άρχισε να το επεξεργάζεται πιο προσεκτικά. Καθώς έστριψε στη γωνία, είδε στο βάθος του κήπου την ίδια γυναίκα να κλαδεύει τα φυτά φορώντας γάντια. Μαγκώθηκε και έμεινε ακίνητος. Το κάψιμο στο στήθος επέστρεψε εντονότερο. Το αγκομαχητό του έφτασε στα αυτιά της και εκείνη έστρεψε το βλέμμα της, μέχρι που και πάλι οι ματιές τους ανταμώθηκαν.
Ήταν η στιγμή που εκείνη η γυναίκα αποφάσισε να πλησιάσει, ούσα βέβαιη για ό,τι έκανε. Άφησε το κλαδευτήρι, έβγαλε τα γάντια και έφτασε μέχρι τη χαμηλή μάντρα. Στάθηκε απέναντί του, μα δεν είπε λέξη. Μονάχα τον κοιτούσε. Τον κοιτούσε καλά ιδίως στο στέρνο του που φαινόταν καθώς τα πάνω κουμπιά του σπορ πουκαμίσου ήταν ανοιχτά. Κάθε κλάσμα του δευτερολέπτου που περνούσε, εκείνη μέσα της δόξαζε τον Θεό για το δώρο που της είχε κάνει!
Έπειτα όμως, αποφάσισε να αρθρώσει λαλιά.
«Θέλεις κάτι, νεαρέ μου;»
Ο Σταύρος πιάστηκε εξ απήνης. «Εεε, όχι… δηλαδή… εγώ… όχι, όχι, τίποτα».
Η γυναίκα χαμογέλασε. «Δείχνεις προβληματισμένος. Δεν σ’ αδικώ. Καταλαβαίνω».
«Τι εννοείτε; Καλά-καλά δεν γνωριζόμαστε. Πώς είναι δυνατόν να με καταλαβαίνετε;» αποκρίθηκε εκείνος γεμάτος απορία.
«Χμ! Ας γνωριστούμε λοιπόν. Με λένε Μαρία. Αν δεν μας χώριζαν τα κάγκελα θα σου έδινα το χέρι μου».
Ένα μειδίαμα απλώθηκε στα χείλη του νεαρού.
«Εμένα με λένε…» δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του.
«Σταύρο!» τον διέκοψε απότομα η Μαρία.
Μεμιάς γούρλωσαν τα μάτια του.
«Πώς γνωρίζετε το όνομά μου;»
Η Μαρία χαμογέλασε φιλειρηνικά. «Πλέον γνωρίζω πολλά. Γνωρίζω αυτά που καίγεσαι να μάθεις».
Ο Σταύρος είχε μείνει ενεός. Σίγουρα δεν περίμενε πως η αδικαιολόγητη επίσκεψή του σ’ ένα άγνωστο σπίτι θα αποκτούσε τέτοιες προεκτάσεις. Το στόμα του είχε στεγνώσει, της Μαρίας όμως όχι.
«Να κεράσω καφέ;» τον ρώτησε και του έδειξε το σπίτι της.
Το κάψιμο στο στήθος του Σταύρου ημέρεψε απότομα…
*Μην χάσετε το δεύτερο κεφάλαιο: «15 δευτερόλεπτα»