Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Ο ήλιος των ψυχών» - Διαβάστε το 2ο μέρος «15 δευτερόλεπτα»

Αυτό το Σαββατοκύριακο διαβάζουμε το 2ο κεφάλαιο του διηγήματος του Newsbomb.gr, «Ο ήλιος των ψυχών».

Το Newsbomb.gr κάθε μήνα θα φιλοξενεί ένα διήγημα του δημοσιογράφου και συγγραφέα, Κυριάκου Κουζούμη ο οποίος το γράφει ειδικά για το Weekend Edition. Τα «15 δευτερόλεπτα» είναι το δεύτερο κεφάλαιο του διηγήματος «Ο ήλιος των ψυχών» και μπορείτε να το διαβάσετε αμέσως πιο κάτω.

Καλή ανάγνωση!

15 δευτερόλεπτα

Η τηλεόραση πρόβαλε το μεσημβρινό δελτίο ειδήσεων, την ώρα που η Μαρία βρισκόταν στην κουζίνα και συμμάζευε το τραπέζι έπειτα από το φαγητό. Ο γιος της, ο δεκάχρονος Γιάννης, είχε πεταχτεί μέχρι το γειτονικό σπίτι της θείας του, της Βάσως για να της αφήσει έναν φάκελο με νομικά έγγραφα, καθώς ήταν σε εξέλιξη η αγορά ενός ακινήτου στη νησιωτική πατρίδα της οικογένειας. Ο σύζυγος της Μαρίας δεν είχε επιστρέψει ακόμη από τη δουλειά του στο εργοστάσιο. Του είχε ανακληθεί εκτάκτως το προγραμματισμένο ρεπό του, ενώ η μικρή της ανιψιά ήταν ήδη στον πάνω όροφο της μονοκατοικίας. Κλεισμένη στο δωμάτιό της έπαιζε με τις κούκλες της σ’ ένα περιβάλλον γεμάτο αγάπη και ζεστασιά, σ’ ένα περιβάλλον που απεδείκνυε πως η Μαρία είχε κρατήσει τον λόγο της.

Η ώρα σήμανε 14:45. Η Μαρία σκόπευε να καθίσει στον καναπέ του σαλονιού και να συνεχίσει το πλέξιμο, αλλά η κούραση δεν της το επέτρεπε. Αν και ήταν μόλις 30 χρόνων λάτρευε το πλέξιμο, καθώς εκεί διοχέτευε όλη της τη δημιουργικότητα. Έτσι, αποφάσισε να ξαπλώσει για λίγη ώρα στην κρεβατοκάμαρά της. Έσβησε την τηλεόραση και καθώς έκανε να ανεβεί την εσωτερική κυκλική σκάλα, το βλέμμα της απαγκιστρώθηκε από το μικρό ράφι σε μια απόμερη γωνιά του χώρου, εκεί που ήταν το αναμμένο καντήλι αλλά και ένα μικρό ξύλινο κουτί στο πλάι. Αδικαιολόγητα σάστισε. Ένιωσε να μαγνητίζεται από τις φωτογραφίες των αγαπημένων της προσώπων που βρίσκονταν πίσω από το σεντουκάκι και με αργά βήματα πλησίασε.

Σε μια φωτογραφία απεικονίζονταν οι γονείς της που είχαν πεθάνει πριν χρόνια, ενώ στην άλλη, το πρόσωπο της αδελφής της, που είχε ηττηθεί στη μάχη με τον καρκίνο πριν από δύο χρόνια.

Η Μαρία πήρε την κορνίζα με τη εικόνα της αδελφής της στα χέρια και αμέσως βούρκωσε.

«Σε λίγες μέρες θα γινόσουν 35 ετών. Αναθεματισμένη αρρώστια. Πολέμησες σκληρά, μα…», οι φωνητικές της χορδές δέθηκαν σε κόμπο. Πήρε μια βαθιά ανάσα όμως και συνέχισε. «Μου λείπεις. Σε όλους μας λείπεις. Ακόμα και στην κόρη σου, κι ας είναι μόνο πέντε ετών. Βλέπεις, τα παιδιά τα ξέρουν όλα, τα καταλαβαίνουν όλα και κυρίως σιωπούν για όλα. Θα κάνω ό,τι περνά από το χέρι μου, ώστε να κρατήσω τον λόγο που σου έδωσα λίγο πριν μας "φύγεις". Θα είμαι πάντα πλάι στη μικρή σου. Πάντα, Δημητρούλα μου…». Στα μάγουλά της είχαν κυλήσει μερικές ζεστές σταγόνες. Τις άφησε να στάξουν πάνω στο τζάμι της κορνίζας και έπειτα φίλησε το πρόσωπο της Δήμητρας. Απίθωσε την κορνίζα στη θέση της και παρατήρησε πως η φλόγα στο καντήλι τρεμόπαιζε ασταμάτητα. Συνοφρυώθηκε, αλλά η κούραση κραύγαζε μέσα της.

Στις 14:53 ξάπλωσε στο κρεβάτι. Από το διπλανό δωμάτιο άκουγε τη φωνή της μικρής να παίζει με τις κούκλες της. Ο αναστεναγμός της αντιλάλησε στους τοίχους.

Έκανε να γυρίσει πλευρό για να βολευτεί, αλλά ξαφνικά ένα αδικαιολόγητο τρέμουλο συντάραξε τα σωθικά της. Απόρησε. Σηκώθηκε και άρχισε να τρίβει το στέρνο της, ενώ παγωμένος ιδρώτας την έκοψε από την κορυφή ώς τα πόδια. Έπιασε τον εαυτό της να φοβάται.

Δεν πρόλαβε να κάνει το παραμικρό και τότε… η γη άρχισε να σείεται μανιασμένα! Το πάτωμα χοροπηδούσε, οι τοίχοι κινούνταν σαν τραπουλόχαρτα, το κάδρο στο βάθος έπεσε στο δάπεδο και μία εκκωφαντική βοή κατέκλυσε ολάκερη την ατμόσφαιρα!

«Χριστέ μου! Σεισμός! Σεισμός!» ξεδίπλωσε πανικόβλητη η Μαρία και πετάχτηκε σαν ελατήριο απ’ το κρεβάτι. Έκανε να τρέξει ώς την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, αλλά παραπάτησε και σωριάστηκε στο πάτωμα.

«Σταυρούλαααα!», ούρλιαξε.

Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα οι τοίχοι σκίστηκαν και το φως της οροφής γκρεμίστηκε πάνω στο διπλό κρεβάτι. Η βοή κατέγραφε κρεσέντο όπως και η κραυγή της Μαρίας. «Σταυρούλαααα».

Η μικρή έντρομη και με βλέμμα χαμένο παρατηρούσε τον άλλοτε παιδικό της παράδεισο να κλυδωνίζεται. Παιχνίδια έπεφταν από τα ράφια, οι τζαμόπορτες σείονταν, το πάτωμα ήταν σαν πλεούμενο σκαρί σε φουσκοθαλασσιά.

Η Μαρία κατάφερε να σηκωθεί και να φτάσει στην πόρτα, αλλά εκείνη τη στιγμή η οροφή του δωματίου δεν βάσταξε τις γροθιές του Εγκέλαδου και… τη σκέπασε.

Η Σταυρούλα βγήκε στον διάδρομο και αντίκρισε τη θεία της. Το μισό της σώμα εξείχε από τα ερείπια του ταβανιού. Έτρεξε κοντά της και έκανε να της πιάσει το χέρι.

«Τρέξε! Τρέξε έξω αγάπη μου… Έξω!», ξεστόμισε ξεψυχισμένα η Μαρία με όση δύναμη της είπε απομείνει, ενώ πύρινα δάκρυα δραπέτευσαν από τα μάτια της.

Όλα γύρω της πάλλονταν στο ξέφρενο μένος της Φύσης. Μέσα σε 15 δευτερόλεπτα όλα… άλλαξαν! Όλα!

~~~~~

Μέσα στα επόμενα λεπτά, ο Σταύρος βρισκόταν στο ευρύχωρο σαλόνι της μονοκατοικίας. Ένιωθε πολύ παράξενα να είναι σ’ έναν άγνωστο χώρο πλάι σε μία άγνωστη γυναίκα και κυρίως για έναν άγνωστο λόγο.

«Κάθισε», του πρότεινε η Μαρία και του έδειξε τον αναπαυτικό καναπέ μπροστά στη φαρδιά τζαμαρία.

Εκείνος με δειλό βηματισμό έφτασε μέχρι εκεί και παρατηρώντας όλον τον υλικό κόσμο γύρω του, έπιασε τον εαυτό του να ηρεμεί. Η ατμόσφαιρα κατά έναν παράδοξο τρόπο του παρείχε την αίσθηση της οικειότητας.

Η Μαρία επέστρεψε από την κουζίνα βαστώντας έναν δίσκο. Του σέρβιρε γαλλικό καφέ και πήρε θέση απέναντί του. Το ανοιχτό του πουκάμισο στο ύψος του στέρνου ρούφηξε ξανά φευγαλέα το βλέμμα της. Του έδωσε χρόνο να εγκλιματιστεί στοιχειωδώς και έτσι παρέμεινε βουβή. Εκείνος όμως…

«Πρώτη φορά μου συμβαίνει αυτό. Εννοώ ότι ποτέ μου μέχρι τώρα δεν έχω βρεθεί σε αντίστοιχη περίσταση. Να συνομιλώ με μία ξένη και μάλιστα μέσα στο ίδιο της το σπίτι. Δεν ξέρω γιατί είμαι εδώ».

«Ξέρω εγώ!» του αντέτεινε εκείνη και μεμιάς άναψε τσιγάρο. «Πιστεύεις στον Θεό, Σταύρο; Στη μοίρα; Στο πεπρωμένο;»

«Πώς ξέρετε το όνομά μου;» Απάντησε με ερώτηση.

«Εγώ πιστεύω και για την ακρίβεια, πιστεύω πως όλα γίνονται για κάποιον λόγο. Πολλές φορές αυτός ο λόγος έρχεται στα μάτια μας καθυστερημένα, έρχεται όμως. Και πίσω του κρύβει έναν σκοπό».

«Δεν σας καταλαβαίνω».

«Ας μιλάμε στον ενικό και επίσης ας ξεκαθαρίσουμε κάτι. Δεν έχω την παραμικρή πονηρή σκέψη στο μυαλό μου για σένα». Η Μαρία ήπιε μια γουλιά καφέ και άλλαξε σταυροπόδι. «Είσαι εδώ γιατί η μοίρα το θέλησε έτσι. Είμαι κι εγώ εδώ γιατί…», κόμπιασε για μια στιγμή. «Τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες, κοιμάμαι και ξυπνάω μ’ έναν σκοπό. Μη φοβάσαι. Θα σου εξηγήσω και ελπίζω να καταλάβεις…».

Ο ήχος του σταθερού τηλεφώνου την έκανε να στρέψει το κεφάλι της στο βάθος του χώρου, εκεί όπου ήταν ένα τραπεζάκι με τη συσκευή. «Μου επιτρέπεις…», του είπε και σηκώθηκε.

Ο Σταύρος άδραξε την ευκαιρία και άρχισε να σκανάρει με το ερωτηματικό του βλέμμα όλον τον χώρο. Από τη μια παραδέχθηκε την τόλμη του, μα απ’ την άλλη το άγχος του για την πρωτόγνωρη περίσταση.

Λίγο αργότερα η Μαρία επέστρεψε.

«Ο γιος σας… σου;» διόρθωσε και της έδειξε μια κορνίζα με τη φωτογραφία ενός νεαρού στην ορκωμοσία του.

«Ναι! Ο Γιάννης μου. Εύελπις. Πλέον υπηρετεί την πατρίδα σε ένα ακριτικό νησί. Έχει φτιάξει τη δική του οικογένεια και ζει μόνιμα εκεί. Τον επισκέπτομαι σπανίως. Βλέπεις, δεν μου αρέσει να φεύγω από εδώ. Προτιμώ να μένω και να περιμένω τη στιγμή που η ζωή θα μου χαρίσει την ευκαιρία να εκπληρώσω έναν σκοπό». Άναψε νέο τσιγάρο και συνέχισε. «Όταν σε είδα τις προάλλες στο απέναντι πεζοδρόμιο τα ’χασα. Όλα μέσα του, γύρω μου και έξω μου πάγωσαν. Ύστερα από τόσα χρόνια είδα κατάματα την ευκαιρία που λαχταρούσε τόσο η ψυχή η δική μου όσο και άλλες ψυχές».

«Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω», έτριψε τις παγωμένες παλάμες του πάνω στο τζιν του.

«Και με το δίκιο σου».

Η Μαρία σηκώθηκε και από τη μαρμάρινη επιφάνεια του πάγκου άρπαξε μία άλλη κορνίζα με τη φωτογραφία ενός μικρού κοριτσιού. Την έδωσε στον Σταύρο και κάθισε πάλι στη θέση της.

«Την αναγνωρίζεις;»

Ο Σταύρος συνοφρυώθηκε. Βύθισε τα μάτια του στο αγγελικό πρόσωπο του κοριτσιού και πίεσε όλα τα γρανάζια του μυαλού για να σκεφτεί ή να θυμηθεί αν όντως τη γνώριζε.

«Όχι. Πρώτη φορά τη…» η γλώσσα του στέγνωσε και τα χείλη του έμειναν μισάνοιχτα. Σαν φλας αστραπής έσκασαν στον ουρανό της μνήμης του τα όνειρα που τον ταλάνιζαν τον τελευταίο αρκετό καιρό. Οι κόρες των ματιών του τερμάτισαν στη δεξιά τους άκρη. Αμέσως μετά ξεδίπλωσε διστακτικά. «Δεν… Δεν είναι δυνατόν! Αυτό το κορίτσι το… το έχω δει στον ύπνο μου. Εννοώ ότι…», τα λόγια αναμείχτηκαν τόσο πολύ με το χάος των σκέψεών του που δεν μπόρεσε να εξηγήσει.

«Σε πιστεύω!» τον έβγαλε από τη δύσκολη θέση η Μαρία. «Θες να μάθεις το όνομά της; Χμ! Το ίδιο με το δικό σου. Σταυρούλα».

Ο κλονισμός βασίλευσε στο κορμί του Σταύρου. Με το ζόρι κατάφερε να ακουμπήσει την κορνίζα στη διπλανή θέση του καναπέ.

Η Μαρία συνέχισε… «Εσύ ονειρευόσουν εκείνη κι εγώ εσένα. Είμαι βέβαιη πως θα άκουγες τη φωνή της, όπως την άκουγα κι εγώ».

«Δεν… Δεν είναι δυνατόν. Δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό. Πρέπει να φύγω. Θέλω να φύγω. Δεν αισθάνομαι άνετα».

«Ηρέμησε. Δεν έχεις κανέναν λόγο να φοβάσαι. Δεν θέλω το κακό σου, Σταύρο. Τη βοήθειά σου θέλω. Την πολύτιμη βοήθειά σου». Έσβησε το τσιγάρο και σηκώθηκε. Πήγε μέχρι το ράφι με το αναμμένο καντήλι και πήρε το ξύλινο σεντουκάκι από δίπλα. Επέστρεψε στην πολυθρόνα της και το απίθωσε στο χαμηλό τραπεζάκι ανάμεσά τους. «Άνοιξέ το», τον παρότρυνε. Τον είδε όμως εντελώς διστακτικό. «Άνοιξέ το και σου υπόσχομαι πως πολλές απορίες σου θα λυθούν».

Ο Σταύρος θωράκισε τον ψυχισμό του με σθένος και πήρε στα χέρια εκείνο το κουτί. Το άνοιξε και αρχικά ήρθε αντιμέτωπος με μερικές φωτογραφίες. Η πρώτη απεικόνιζε μία οικογένεια. Η Μαρία προχώρησε σε εξηγήσεις.

«Η αδελφή μου, η Δήμητρα με τον σύζυγό της στο μαιευτήριο, όταν γεννήθηκε η Σταυρούλα. Ο Ανδρέας πέθανε λίγο καιρό μετά. Τροχαίο. Η αδελφή μου πέθανε όταν η κόρη της ήταν τριών ετών. Επιθετικός καρκίνος στο ήπαρ».

«Και η μικρή;» ρώτησε γεμάτος απορία.

Η Μαρία όμως δεν απάντησε. «Στην άλλη φωτογραφία είναι η Σταυρούλα. Ήταν το καλοκαίρι του 1999 όταν είχαμε πάει βόλτα στο πάρκο Τρίτση. Ο άνδρας μου είχε μαζί του μία μικρή μηχανή και τραβούσε συνεχώς. Να σκεφτείς, έχω ακόμα τα αρνητικά τού φιλμ», χαριτολόγησε για να απαλύνει ελαφρά το βάρος της ατμόσφαιρας.

Ο Σταύρος έπιασε την επόμενη φωτογραφία και παρατήρησε τη μικρή Σταυρούλα να ποζάρει με θέα ψηλά δέντρα, χαμογελαστή, φωτεινή και με το απαλό αεράκι να της παίρνει τα καστανά μαλλιά. Ξάφνου, συνοφρυώθηκε. Τότε, η Μαρία κατάλαβε πως ο Σταύρος είχε μόλις παρατηρήσει αυτό που πρόσταζε η μοίρα.

«Η μικρή φοράει…» ψέλλισε χαμένος.

«Ό,τι κι εσύ!» τον διέκοψε η Μαρία.

Επρόκειτο για ένα μικρό μενταγιόν που κρεμόταν με λευκή αλυσίδα στον λαιμό της και αποτύπωνε έναν μισό ήλιο.

«Πώς…; Πώς γίνεται αυτό; Θα τρελαθώ!» ψέλλισε αποσβολωμένος.

«Πολλά μπορούν να γίνουν, Σταύρο, αρκεί να το πιστέψουμε. Κι εγώ πιστεύω ακράδαντα πως μόνο τυχαία δεν είσαι εδώ».

Τον είδε να πιάνει στο στέρνο του και να φανερώνει τον δικό του μισό ήλιο που κρεμόταν στον λαιμό του.

«Το έχω χρόνια. Σχεδόν ποτέ δεν το βγάζω από πάνω μου. Είναι το γούρι μου, είναι...»

«Είναι το πεπρωμένο σου, αγόρι μου!» επενέβη η Μαρία.

«Το αγόρασα πριν χρόνια σε μία εκδρομή μου στη Θεσσαλονίκη από έναν πλανόδιο. Δεν ξέρω γιατί, αλλά απ’ τα τόσα που είχε αραδιάσει πάνω σ’ έναν αυτοσχέδιο πάγκο, αυτό μου κέντρισε το ενδιαφέρον».

«Αυτό κέντρισε το ενδιαφέρον της ψυχής σου. Χμ! Ακόμα και η τοποθεσία δεν είναι τυχαία. Τίποτα σ’ όλη αυτήν την ιστορία δεν είναι τυχαίο. Η Σταυρούλα γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Αυτό εδώ είναι το πρώτο δώρο που της έκανε η αδελφή μου. Στην αρχή τής το κρέμασε με μία παραμάνα στην κούνια κι όταν πάνω στον χρόνο η μικρή έκανε τα πρώτα της βήματα, της το πέρασε στον λαιμό».

«Μα…» έκανε να μιλήσει εκείνος.

«Το μενταγιόν αποτελούνταν από δύο μέρη», συνέχισε η Μαρία. «Το ένα, η αδελφή μου το φύλαξε για τον εαυτό της, ενώ το άλλο για την κόρη της. Ένας κρεμαστός ήλιος τις ένωνε με φως. Πλέον όμως, το ένα μισό κρέμεται στον δικό σου λαιμό».

«Ε και; Γιατί να είναι το ίδιο; Γιατί να είναι αυτό που λες;» αμυντικό το ηχόχρωμά του.

«Αυτό είναι! Αν δεν ήταν, θα ήσουν εδώ; Αν δεν ήταν, θα βλέπαμε τα ίδια όνειρα;».

«Θα μου στρίψει!» Ανοιγόκλεισε κάμποσες φορές τα μάτια του. «Τι θες από μένα; Αυτό θες; Δεν μπορώ να σου το δώσω. Τόσα χρόνια τώρα…».

«Δεν σου το ζητάω εγώ, Σταύρο. Η ψυχή της ανιψιάς μου σου το ζητάει. Σου το ζητάει για να γαληνέψει. Τόσα χρόνια αυτό λαχταρά. Αυτό μου λέει σαν με επισκέπτεται στα δικά μου όνειρα ή πιο σωστά στους δικούς μου εφιάλτες». Η Μαρία σηκώθηκε και άπλωσε το χέρι της. «Έλα μαζί μου…».

Έφτασαν μέχρι το σημείο όπου βρισκόταν το ράφι με το αναμμένο καντήλι.

«Όταν έγινε ο σεισμός του 1999 στην Αθήνα, το μισό σπίτι έπεσε. Εγώ βρέθηκα πλακωμένη στον πάνω όροφο και η Σταυρούλα μου…» αναστέναξε γοερά. «Η Σταυρούλα μου βρέθηκε σ’ αυτό εδώ το σημείο. Ακριβώς εδώ. Τα θυμάμαι όλα σαν χθες. Όλα! Κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια.

»Της ζήτησα να τρέξει, να βγει έξω, να σωθεί. Πράγματι, το κορίτσι μου έτρεξε, αλλά… Δεν ξέρω πώς βρέθηκε εδώ. Υποθέτω ότι πριν βγει έξω, ήθελε να πάρει μαζί της το κουτί που σου έδωσα. Ήξερε, βλέπεις, ότι εδώ μέσα είχα φυλαγμένο τον μισό ήλιο που της δώρισε η μητέρα της. Δεν της τον φορούσα συνέχεια, φοβούμενη μήπως τον χάσει. Το ταβάνι γκρεμίστηκε και η Σταυρούλα μου… Η Σταυρούλα μου…», ξέσπασε σε κλάματα.

«Το κρεμάμενο χέρι!» ψέλλισε συγκλονισμένος ο Σταύρος θυμούμενος το όνειρό του.

«Τι είπες;» ρώτησε η Μαρία.

«Τίποτα, τίποτα! Συνέχισε». Διψούσε να μάθει κι άλλα.

«Εμένα με έβγαλαν άνδρες της πυροσβεστικής. Έτσι μου είπαν. Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες. Όταν συνήλθα, ήμουν ήδη στο νοσοκομείο. Στο πλευρό μου ήταν ο γιος μου. Το πρώτο πράγμα που ρώτησα ήταν για τη Σταυρούλα. Ο γιος μου όμως δεν… δεν μου απάντησε. Μονάχα έσκυψε το κεφάλι και τότε… τότε τα κατάλαβα όλα μέσα σε μια στιγμή. Όλα!».

«Πώς γίνεται αυτό το μενταγιόν από το Μενίδι και το 1999 να ταξίδεψε στη Θεσσαλονίκη το 2016 όταν το αγόρασα σε ηλικία 15 ετών; Πώς;».

«Δεν ξέρω! Ίσως το έκλεψαν, ίσως το πήραν από το σημείο που βρέθηκε νεκρή η Σταυρούλα μου, ίσως, ίσως, ίσως… Ξέρεις κάτι; Δεν με αφορά το πώς. Μου φτάνει που ταξίδεψε και πέρασε σε χέρια ασφαλή».

«Δεν… Δεν αισθάνομαι καλά. Δεν μπορώ να το διαχειριστώ όλο αυτό. Λυπάμαι, αλλά θέλω να φύγω. Τώρα αμέσως θέλω να φύγω», έδειχνε τόσο ταραγμένος.

«Το καταλαβαίνω! Και το σέβομαι! Σε εκλιπαρώ όμως, δώσε μου τον λόγο σου πως θα ξανάρθεις. Σε ικετεύω, Σταύρο. Δεν ξέρω αν έχω το δικαίωμα να σ’ το ζητάω, ξέρω όμως ότι έχεις συνειδησιακή υποχρέωση να ξανάρθεις».

«Θα… Θα το σκεφτώ. Συγγνώμη, αλλά… Πρέπει να φύγω». Δεν είπε τίποτα παραπάνω. Με γοργά βήματα έφτασε ώς την εξώπορτα και βγήκε στον κήπο. Έπειτα τρέχοντας χάθηκε στους δρόμους του Μενιδίου αδιαφορώντας για το πού πήγαινε. Το μόνο που ήθελε ήταν να τρέξει. Να τρέξει μακριά!

*Μην χάσετε το τρίτο κεφάλαιο: «Σκόνη και χάος»

Διαβάστε επίσης

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Ο ήλιος των ψυχών» - Διαβάστε το 1ο μέρος «Ο ίδιος εφιάλτης»

Δείτε όλο το Weekend Edition εδώ