Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Απέραντος ο ουρανός» - Διαβάστε το 3o μέρος «Το πρόσωπο στην οθόνη»
Το Newsbomb.gr κάθε μήνα φιλοξενεί ένα διήγημα του δημοσιογράφου και συγγραφέα, Κυριάκου Κουζούμη ο οποίος το γράφει ειδικά για το Weekend Edition.
O «Απέραντος ο ουρανός» είναι το δεύτερο διήγημα του Κυριάκου για το Newsbomb.gr.
Αυτό το Σαββατοκύριακο διαβάζουμε το τρίτο κεφάλαιο του διηγήματος με τίτλο «Το πρόσωπο στην οθόνη».
Καλή ανάγνωση!
Είχε φτάσει ο Απρίλιος. Η κατάσταση του Κώστα είχε βαρύνει τρομακτικά. Οι σωματικές του αντοχές στο ναδίρ, το χρώμα του ωχρό, μαλλιά και φρύδια ανύπαρκτα, ουλές μέσα στο στόμα και ένα βλέμμα γεμάτο θλίψη και απόγνωση.
Καθόταν στην αναπαυτική πολυθρόνα δίπλα στην πελώρια τζαμαρία του διαμερίσματος. Ο ήχος της βροχής γρατζουνούσε ευχάριστα τα αυτιά του. Ύψωσε το βλέμμα του στον γκρίζο ουρανό και οι σκέψεις του σάλπαραν σαν λαθρεπιβάτες με το πλοίο των αναμνήσεων.
Θυμήθηκε τότε που πέρασε στο πανεπιστήμιο, έπειτα την ορκωμοσία του κατά την αποφοίτησή του και αμέσως μετά, την πρώτη χειραψία με τη Νατάσα. Ύστερα το πρώτο τους φιλί και έπειτα την πρώτη τους «θυσία» στον βωμό της Αφροδίτης κατά τη διάρκεια μίας καλοκαιρινής εκδρομής στην Ύδρα. Μέσα στη θολούρα του αναβόσβησαν τα χρώματα της πρότασης γάμου, της εγκυμοσύνης και της στιγμής που πήρε για πρώτη φορά αγκαλιά τον νεογέννητο Στέλιο.
Δίχως να το αντιληφθεί στα μάγουλά του κύλησαν δάκρυα. Δεν έκανε να τα σκουπίσει. Συνέχισε να αγναντεύει τον θαμπό ουρανό και να αναστενάζει για όλα όσα λαχταρούσε να ζήσει, πριν ο καρκίνος εμφανιστεί σαν χαλκάς και καθηλώσει τα «θέλω» του έρμαια της κάθε επόμενης χημειοθεραπείας.
Στο απέναντι πεζοδρόμιο είδε να περπατούν δύο γυναίκες με μαύρα ρούχα. Τις αναγνώρισε αμέσως. Ήταν δύο γειτόνισσες, χήρες και συνταξιούχες. Υπέθεσε πως μόλις θα είχαν επιστρέψει από τη λειτουργία της γειτονικής εκκλησίας. Ξίνισε τα μούτρα του και πήρε τα μάτια του από πάνω τους.
Το ίδιο βράδυ, οι πόνοι στη μέση και τα κόκκαλα ήταν ανυπόφοροι. Τα ισχυρά παυσίπονα αποδεικνύονταν άχρηστα. Άρχισε να βαρυγγωμά ανησυχητικά, ανήμπορος να σηκωθεί. Μάταια η Νατάσα που βρισκόταν στο πλευρό του προσπάθησε να τον ηρεμήσει. Μεμιάς, κάλεσε ασθενοφόρο.
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Η εισαγωγή του κρίθηκε όχι μονάχα απαραίτητη αλλά αναπόφευκτη. Χάρη στην ενδοφλέβια αγωγή, ο πόνος κόπασε και τότε ο Κώστας αφέθηκε ήσυχα στον βαθύ ύπνο. Τις τελευταίες ημέρες οι ώρες που κοιμόταν είχαν αυξηθεί με γεωμετρική πρόοδο, ενώ όταν ήταν ξύπνιος, η ομιλία του εκδηλωνόταν με απέραντη δυσκολία. Παράλληλα, πολλά απ’ όσα έλεγε δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ασυνάρτητες σκέψεις.
Το ίδιο κιόλας πρωί, ο Μενέλαος τον επισκέφθηκε στο μονόκλινο δωμάτιο. Μόλις τον αντίκρισε στο κρεβάτι, δεν χρειάστηκε να καταβάλει προσπάθεια για να συμπεράνει πως… είχε μπει στην τελική ευθεία.
Η Νατάσα έτρεξε δίπλα του και με πύρινα κλάματα τον ρώτησε. «Μου είχες πει έξι μήνες. Υπάρχουν ελπίδες; Για τον Θεό, Μενέλαε, πες μου…»
Λαλίστατη η σιωπή του Μενέλαου. Κατέβασε το κεφάλι και της έσφιξε δυνατά τα παγωμένα χέρια.
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Το ίδιο απόγευμα η πόρτα του δωματίου άνοιξε και μπήκαν η μητέρα του Κώστα συνοδευόμενη απ’ τον Στέλιο. Μόλις είδε τον γιο της να κοιμάται, μαρμάρωσε. Το ένστικτό της τής σήμανε το πιο επικίνδυνο καμπανάκι. Ξάφνου τα χείλη της άσπρισαν ενώ το φυλλοκάρδι της άρχισε να πάλλεται σαν παλαβό.
«Το παιδί μου…» ψέλλισε χαμένη και αμέσως έπεσε στην αγκαλιά της Νατάσας.
Λίγη ώρα αργότερα η κυρία Σοφία είχε μείνει μόνη με τον Κώστα μέσα στο δωμάτιο, καθώς ο Στέλιος με τη Νατάσα είχαν ανεβεί στο γραφείο του Μενέλαου. Του έπιασε απαλά το χέρι και άρχισε να του το χαϊδεύει τόσο στοργικά όπως τον χάιδευε όταν τον είχε νεογέννητο στην αγκαλιά της.
Η σιωπή στον χώρο απόκοσμη και η μυρωδιά επιθετική. Η Σοφία πήρε τα κατακόκκινα μάτια της απ’ τον Κώστα και έβγαλε απ’ την τσάντα της μία πλαστικοποιημένη εικόνα του Αγίου Σάββα. Την απίθωσε προσεκτικά στο προσκεφάλι του γιου της και ακαριαία τα κλάματα ξεστράτισαν απ’ τα μάτια της.
«Στα είκοσι έμεινα έγκυος και απέβαλα στους έξι μήνες. Έκαμα τρία χρόνια για να πιάσω ξανά παιδί και το έχασα πάλι στους έξι μήνες. Πάνω που αποφάσισα πως δεν θέλω να γίνω μάνα, ο γιατρός μου είπε πως ήμουν έγκυος. Γέννησα μία κόρη και ο Θεός μας την πήρε νωρίς. Πολύ νωρίς. Η τρέλα με διέλυσε, η ψυχή μου αρρώστησε και τα μαύρα έγιναν πετσί. Κάθε φορά που ο συγχωρεμένος ο άντρας μου μού μιλούσε για παιδί, εγώ έκλεινα αυτιά και μάτια.
Στα τριάντα μου, μεγαλοκοπέλα για την εποχή, συνέλαβα και πάλι. Ήμουν τόσο φοβισμένη. Ο Στέλιος με φρόντιζε σαν μωρό και οι μήνες κύλησαν νεράκι. Κράτησα στα χέρια μου τον Κωστή μου και παρακάλεσα τον Θεό να μην μου τον πάρει ποτέ. Ποτέ! Τον έβλεπα να μεγαλώνει και μαζί του μεγάλωνε και ο φόβος πως θα τον χάσω. Κοιμόμουν και ξυπνούσα μονάχα με την έννοια του. Ύστερα απ’ όσα είχα περάσει, έτρεμα σαν το ψάρι έξω απ’ το νερό, μήπως μου πάθει τίποτα…
Και τώρα… Τώρα όλα εκείνοι οι φόβοι είναι μπροστά στα μάτια μου. Βλέπω το σπλάχνο μου να βασανίζεται, να υποφέρει. Γιατί; Γιατί τέτοια τιμωρία; Τι έκαμα;» Οι λυγμοί την έπνιξαν και οι ώμοι της άρχισαν να δονούνται σαν να τους είχε χτυπήσει αδίστακτα ο Εγκέλαδος.
«Άγιε μου Σάββα, γιάνε το παιδί μου και μην μου το πάρεις. Μην μου το πάρεις. Πάρε εμένα, αν θες αλλά όχι τον Κωστή μου. Σε εκλιπαρώ…» Δεν άντεξε να πει τίποτα περισσότερο. Ένωσε το παγωμένο της κούτελο με το χέρι του γιου της και έμεινε εκεί για ώρα. Σκυφτή και βουβή…
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Πέρασαν δύο ημέρες και χάραξε Πέμπτη. Τα σύννεφα συστρατευμένα στο πεδίο του ουρανού, έτοιμα για ολέθρια μάχη. Στο δωμάτιο του νοσοκομείου η τηλεόραση έπαιζε δίχως ήχο, ενώ η Νατάσα, παρά τη σωματική της εξάντληση, δεν έφευγε στιγμή από το πλευρό του Κώστα.
Έβλεπε τις νοσοκόμες να μπαίνουν και να βγαίνουν, να αλλάζουν τα φιαλίδια με την αγωγή και τα σωληνάκια να κρέμονται από τον φλεβοκαθετήρα του Κώστα. Στο δάκτυλό του το οξύμετρο με την ένδειξη 97 αναμμένη σταθερά.
Η ώρα σήμανε πέντε το απόγευμα. Ήταν η στιγμή που ο Κώστας άνοιξε τα μάτια του και είδε τη σύζυγό του πλάι του.
«Ζαλίζομαι», ψέλλισε χαμένος.
Εκείνη αμέσως του έτριψε το κούτελο και του χάρισε ένα φαρδύ χαμόγελο. Παρά τους φρικτούς πόνους, ο Κώστας κατάφερε να στρέψει το κεφάλι του προς το παράθυρο. Αντίκρισε τη μουντάδα του καιρού και αναστέναξε.
«Κάνει κρύο; Το παιδί; Πού είναι το παιδί;» ρώτησε σχεδόν καθαρά.
Η Νατάσα συνοφρυώθηκε έντρομη. Προς στιγμή αναθάρρησε πως ο Κώστας είχε αρχίσει να ανακτά τις δυνάμεις του. Την επόμενη κιόλας στιγμή όμως, ο φόβος μάστισε την ψυχή της, καθώς θυμήθηκε τα όσα λέγονται περί αναλαμπής λίγο πριν το τέλος.
«Καλά είναι το παιδί. Έχει κατεβεί στο ισόγειο για να φάει κάτι. Είναι συνέχεια εδώ. Μαζί σου, αγάπη μου. Είμαστε συνέχεια εδώ. Πες σε μένα ό,τι θέλεις…» ήταν τα λόγια της.
«Θα βρέξει. Θα βρέξει πολύ», σχολίασε εκείνος. «Πάντοτε μου άρεσε η βροχή. Θυμάσαι που όταν ήμαστε νέοι σου είχα προτείνει έναν περίπατο στην παραλία; Στην αρχή ψιχάλιζε και μετά… χαλασμός! Γονάτισα μπροστά σου και σου πρότεινα να με παντρευτείς. Εγώ θυμάμαι! Είπες το ναι αμέσως. Για μια στιγμή νόμιζα ότι το είπες μόνο και μόνο για να φεύγαμε γρήγορα, διότι είχαμε γίνει μούσκεμα. Τελικά όμως… το εννοούσες!»
«Κώστα…» έκανε να μιλήσει εκείνη, μα τη διέκοψε.
«Θέλω να θυμάσαι ένα πράγμα. Σ’ αγάπησα με όλη τη δύναμη της ψυχής μου. Σ’ αγάπησα όσο δεν πίστευα ότι θα μπορούσα να αγαπήσω. Κι εσύ μ’ αγάπησες. Το ξέρω! Το αισθάνομαι! Το ζω! Θέλω όμως μία χάρη. Μία πολύ μεγάλη χάρη. Μη μείνεις μόνη, Νατάσα. Μη γεράσεις μόνη…»
«Τι είναι αυτά που λες; Για τον Θεό, τι είναι αυτά που…»
«Άσε τον Θεό. Εγώ σου μιλάω. Θα κάνεις ό,τι σου λέω. Δεν θέλω να μείνεις μόνη, άκουσες;»
«Σε παρακαλώ, σταμάτα. Δεν αντέχω να ακούω τέτοιες κουβέντες. Σταμάτα!» Τον είδε να ανοιγοκλείνει τα μάτια και να στρέφει πάλι το βλέμμα του στον ουρανό.
Ένας ξερόβηχας ανέβηκε στον λαιμό του. Με το ζόρι κατάφερε να βήξει. Αμέσως μετά, την κοίταξε κατάματα και της είπε. «Φώναξέ μου τον Στέλιο. Θέλω να τον δω».
Εκείνη υπάκουσε και αφού του έδωσε ένα φιλί στο κούτελο, τον άφησε μόνο του στο δωμάτιο. Ο Κώστας άρχισε να βαριανασαίνει. Μην μπορώντας να κάνει το παραμικρό, κοίταξε στον τοίχο που κρεμόταν η οθόνη της τηλεόρασης και έπαιζε αθόρυβα ειδήσεις. Τα ρεπορτάζ σχετίζονταν με το θείο δράμα λόγω των ημερών.
Ήταν η στιγμή που στην οθόνη ξεπρόβαλε ένας άνδρας με μαύρο σακάκι και λευκό πουκάμισο. Κρατούσε το δημοσιογραφικό μικρόφωνο και μετέδιδε ζωντανά τις εξελίξεις από κάποιο ακριτικό νησί της χώρας. Τα μάτια του Κώστα γούρλωσαν στη στιγμή. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου συμπέρανε πως η όψη εκείνου του άνδρα ήταν ίδια και απαράλλακτη μ’ αυτήν εκείνου του ζητιάνου έξω από το ταξιδιωτικό πρακτορείο, όταν είχε πάει για να κλείσει το πακέτο για τη λατινική Αμερική. Ίδια και απαράλλακτη όμως, και μ’ αυτήν εκείνου του -πιθανόν- συγγενή κάποιου ασθενούς στην αίθουσα αναμονής, όταν ο ίδιος θα υποβαλλόταν σε χημειοθεραπεία.
Ένα τρέμουλο βασίλευσε στο κορμί του. Συρρίκνωσε τις αντοχές του και σήκωσε ελαφρά το χέρι του. Με τον δεξή δείκτη κάρφωσε τη φυσιογνωμία του ρεπόρτερ και το πιγούνι του κρέμασε. Οι παλμοί της καρδιάς του αυξήθηκαν δραστικά ενώ η αντάρα μέσα του κάλπαζε ολοένα και περισσότερο.
Μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα, οι αντοχές του ηττήθηκαν. Το τεντωμένο χέρι του Κώστα έπεσε στο κρεβάτι, ενώ τα βλέφαρά του ζύγισαν μεγατόνους και… έκλεισαν.
Μόλις ο ρεπόρτερ ολοκλήρωσε τη μετάδοση, εμφανίστηκε και πάλι στο κάτω μέρος της οθόνης το ονοματεπώνυμό του. Ο Κώστας όμως δεν πρόλαβε να το διαβάσει. Δεν πρόλαβε! Ένα όνομα γεμάτο νόημα ή πιο σωστά… ένα όνομα γεμάτο υπονοούμενο.
*Μην χάσετε το τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο: «Σκυφτός διαβάτης»
Διαβάστε επίσης
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Απέραντος ο ουρανός» - Διαβάστε το 1o μέρος «Όνειρο ζωής»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Απέραντος ο ουρανός» - Διαβάστε το 2o μέρος «Το πολύ έξι μήνες»