Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Εις άτοπον απαγωγή» - Διαβάστε το 1o μέρος «Ώρες αγωνίας»

Αυτό το Σαββατοκύριακο διαβάζουμε το νέο διήγημα του Newsbomb.gr, «Εις άτοπον απαγωγή».
Pixabay

Το Newsbomb.gr κάθε μήνα φιλοξενεί ένα διήγημα του δημοσιογράφου και συγγραφέα, Κυριάκου Κουζούμη ο οποίος το γράφει ειδικά για το Weekend Edition.

Το «Εις άτοπον απαγωγή» είναι το τρίτο διήγημα του Κυριάκου για το Newsbomb.gr. Διαβάστε το πρώτο κεφάλαιο «Ώρες αγωνίας».

Καλή ανάγνωση!

Ώρες αγωνίας

Σάββατο 6 Μαΐου 2023

«Δεν το φαντάστηκα ποτέ. Δεν θα το πίστευα ποτέ. Ακόμη κι ένας Θεός να μου το ’λεγε, εγώ θα το αρνιόμουν. Πώς να μην πιστέψω όμως, τα ίδια μου τα αυτιά, τα ίδια μου τα μάτια; Βλέπεις, ο Θεός μπορεί να μην έχει άμεση ομιλία, φροντίζει όμως να πει πολλά, να δείξει πολλά, να… επέμβει σε πολλά. Και έπειτα μένει η ανθρώπινη βούληση. Η δική μου βούληση για δράση. Άργησα αλλά… να ’μαι. Όχι στο όνομα της εκδίκησης, μα στο όνομα της δικαιοσύνης. Άργησα αλλά… να ’μαι», είπε από απόσταση λίγων μέτρων κοιτώντας κατάματα το πρόσωπο που ήταν δεμένο στην απέναντι καρέκλα. Μάτια κόκκινα και καρδιά σμπαράλια. Φωνή εξασθενημένη, κορμί ιδρωμένο και ψυχή απόλυτα ευθυγραμμισμένη με τα κελεύσματα του άγραφου νόμου.

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

Σάββατο 5 Μαΐου 2018

Οι δείκτες στο ρολόι σήμαναν δύο μετά τα μεσάνυχτα. Ο Χρήστος επέστρεψε στο πολυτελές του σπίτι στην Κηφισιά, όντας εξαντλημένος από την πολύωρη δουλειά. Τα τελευταία δέκα χρόνια εργαζόταν ως γενικός διευθυντής σε μια κατασκευαστική εταιρεία. Ιδιαιτέρως ευκατάστατος, αρρενωπός και σκληροτράχηλος. Πέταξε το σακάκι του στην ογκώδη μπερζέρα και χαλάρωσε τον κόμπο της γραβάτας του. Υπό τον χαμηλό φωτισμό ενός λαμπατέρ πλησίασε το μπαρ και έβαλε ένα ποτήρι ουίσκι. Το είχε τόσο ανάγκη! Το κατέβασε μονορούφι για να στριμώξει κάπου την όλη αμηχανία του.

Λίγο αργότερα, ανέβηκε στον πρώτο όροφο, εκεί που βρίσκονταν οι κρεβατοκάμαρες. Η πόρτα του υπνοδωματίου του γιου του ήταν μισάνοιχτη. Κοντοστάθηκε και κοίταξε μέσα. Στρωμένο το κρεβάτι. Ξάφνου τα χέρια του άρχισαν να τρεμοπαίζουν. Τα αγνόησε όμως και τράβηξε για τη δική του κρεβατοκάμαρα. Γδύθηκε βιαστικά και ξάπλωσε αθόρυβα πλάι στη σύζυγό του, τη Βάσω.

Εκείνη τον αντιλήφθηκε και γύρισε πλευρό, έτοιμη για παράπονα.

«Γιατί άργησες; Μου ’χες πει ότι θα επέστρεφες κατά τις δώδεκα».

«Είχα δουλειά. Κοιμήσου», της απάντησε και τη χάιδεψε απαλά στον γυμνό της ώμο.

«Το παιδί γύρισε;»

«Όχι ακόμη».

«Όχι;» Η απάντησή του ήταν αρκετή ώστε να την ξυπνήσει για τα καλά. «Τι ώρα είναι;» Μεμιάς κοίταξε την οθόνη του κινητού της. Ταράχτηκε. «Μου είχε πει πως στις δύο θα ήταν πίσω». Δίχως δεύτερη σκέψη του τηλεφώνησε.

«Είναι με τους συμμαθητές του στον χορό του λυκείου. Κοτζαμάν έφηβος είναι. Άφησέ τον. Θα γυρίσει…»

«Χρήστο, τι λες; Είναι 15 χρονών και έχει ήδη αργήσει».

Ξεφύσηξε αγχωμένη διότι ο Γιάννης δεν απάντησε στην κλήση της.

«Τι πιθανότητες δίνεις να ακούσει το κινητό του μέσα στο κλαμπ με τόσο δυνατή μουσική;»

«Εσύ τι πιθανότητες δίνεις να μην αρπαχτούμε μόλις επιστρέψει; Θα μας ακούσει όλη η Κηφισιά».

«Παραλογίζεσαι. Μπορεί να είναι με καμιά κοπέλα».

«Γονείς δεν έχει αυτή η κοπέλα; Το τι ώρα είναι το ξέρουν; Τα όσα συμβαίνουν κάθε μέρα τα μαθαίνουν; Άφησέ με!» Έσπρωξε το χέρι του από πάνω της και σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι.

Βαστώντας το κινητό της έφτασε μέχρι το δωμάτιο του Γιάννη. Επιβεβαίωσε πως όντως δεν είχε επιστρέψει και αμέσως μετά κατέβηκε στην κουζίνα. Ήπιε λίγο παγωμένο νερό και προσπάθησε ξανά να τον βρει στο τηλέφωνο. Μάταια!

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

Χάραξε και ο Γιάννης δεν είχε δώσει σημάδια ζωής. Η Βάσω είχε αρχίσει να χάνει τόσο την υπομονή όσο και την ψυχραιμία της. Δεν άφηνε από τα χέρια της το κινητό της. Το τριμελές υπηρετικό προσωπικό βρισκόταν στο πόδι. Η 40χρονη Δέσποινα, ο 38χρονος Δημήτρης, ακόμη και ο 28χρονος Τάσος περιφέρονταν βουβοί και προβληματισμένοι στο ευρύχωρο σαλόνι.

Στην είσοδο ξεπρόβαλε και πάλι ο Χρήστος μαγνητίζοντας το ανακριτικό και έντρομο βλέμμα της Βάσως.

«Τίποτα! Τηλεφώνησα στους δύο κολλητούς του. Δεν είχαν ιδέα».

«Να πάρουμε τα νοσοκομεία, την αστυνομία. Πάνε τόσες ώρες!» Ένας ξερόβηχας την έπνιξε και κάθισε ξανά στην πολυθρόνα. «Θεέ μου, θα μου στρίψει. Ο Γιάννης μου…»

Ο Χρήστος την πλησίασε και προσπάθησε να την ηρεμήσει. Αμέσως μετά, άρχισε να τηλεφωνεί στα διανυκτερεύοντα νοσοκομεία της πόλης. Κανένα νέο! Επικοινώνησε και με την αστυνομία. Μια τρύπα στο νερό.

«Χρειάζεται να περάσουν 48 ώρες για να προχωρήσουν σε σχετικές ενέργειες», είπε στη Βάσω βλέποντας το πιγούνι της να κρεμάει.

«Κι αν σε 48 ώρες θα είναι αργά; Κι αν κάτι του έχει συμβεί; Όχι, όχι! Δεν μπορώ να περιμένω τόσο. Δεν μπορώ!» βροντοφώναξε. «Τηλεφώνησε στο “Χαμόγελο του Παιδιού”. Εκεί θα δείξουν κατανόηση».

«Ψυχραιμία, Βάσω μου. Ψυχραιμία!» Της έπιασε το παγωμένο χέρι πασχίζοντας να κρύψει τη δική του ταραχή. «Ας περιμένουμε λίγο ακόμη. Ίσως σε λιγάκι, ανοίξει η πόρτα και…»

«Φοβάμαι, Χρήστο. Ποτέ του ο Γιάννης δεν έχει καθυστερήσει. Το κινητό του είναι απενεργοποιημένο. Φοβάμαι! Πού είναι το παιδί μου;» Ξέσπασε σε κλάματα και κούρνιασε σαν κατατρεγμένο πιτσιρίκι στην αγκαλιά του συζύγου της.

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

Η Δέσποινα έφτιαχνε τον δεύτερο βαρύ ελληνικό καφέ του Χρήστου.

«Τι μουρμουράς εκεί, καλέ;» τη ρώτησε ο Δημήτρης καθώς την παρατήρησε να ψελλίζει διάφορα την ώρα που ανακάτευε τον καφέ με το κουταλάκι μέσα στο μπρίκι.

«Άσε με γιατί θα εκραγώ», ήταν η απάντησή της.

Ο Δημήτρης πήγε κοντά της. «Τι συνέβη;»

Εκείνη τη στιγμή η Δέσποινα τον κοίταξε κατάματα και ξεστόμισε. «Έσκασε το παιδί και εξαφανίστηκε. Με τέτοιον πατέρα που του ’λαχε, το ’βαλε στα πόδια και άντε βρες τον».

«Τι λες; Παραλογίζεσαι!» Ψιθυριστή η φωνή του Δημήτρη.

«Εγώ παραλογίζομαι; Σάμπως δεν ξέρεις τι κόντρα έχει με τον πατέρα του. Ο Χρήστος δεν κάνει τίποτα άλλο απ’ το να τον μειώνει συνεχώς. Με τίποτα δεν είναι ευχαριστημένος. Αντί να λέει ευχαριστώ στον Θεό που του ’δωσε ένα παιδί υγιές, όμορφο, έξυπνο, άριστο μαθητή, φιλότιμο και με πόσα άλλα καλά, συνεχώς τον προσβάλει και τον ξεφτιλίζει επειδή δεν έχει κοπέλα, δεν βολτάρει και επιλέγει το διάβασμα αντί το γήπεδο. Πόσο να άντεχε ο μικρός; Τα βρόντηξε και γεια σας!»

«Θες να πεις ότι…»

«Το ’σκασε, Δημήτρη. Αυτό θέλω να πω».

«Και τι καθόμαστε; Πάμε μέσα να τους το πούμε».

«Πας καλά; Θα μπλέξουμε! Άσ’ τους. Σύντομα θα το συνειδητοποιήσουν από μόνοι τους», απάντησε φοβισμένη και επέστρεψε στον καφέ που είχε αρχίσει να κοχλάζει.

Ο Δημήτρης μαγκώθηκε στη θέση του και πέταξε το βλέμμα του στο πάτωμα ενώ οι σκέψεις του πήραν φωτιά.

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

Η ώρα είχε πάει δέκα το πρωί και ο Γιάννης δεν είχε δώσει σημάδια ζωής.

Χτύπησε το κουδούνι και στο άνοιγμα της πόρτας εμφανίστηκε ο αδελφός του Χρήστου, ο Οδυσσέας.

«Ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα», ήταν τα πρώτα του λόγια. «Έχετε νεώτερα;». Στο αρνητικό νεύμα του Χρήστου ο Οδυσσέας θορυβήθηκε. «Η Βάσω; Πώς είναι η Βάσω;»

«Πώς θες να είναι; Τρελαμένη από αγωνία».

«Πήρατε την αστυνομία;»

«Μας είπαν να περιμένουμε». Εκείνη τη στιγμή, ο Χρήστος δεν άντεξε και ξέσπασε σε δάκρυα. «Ο Γιάννης μου, Οδυσσέα. Πού είναι ο Γιάννης μου;»

«Σσσσς. Ήρεμα, αδελφέ. Ήρεμα. Υποψιάζομαι πώς νιώθεις, αλλά κράτα γερά. Κράτα για τη Βάσω». Έπειτα από την αδελφική αγκαλιά τους, ο Οδυσσέας πέρασε στο σαλόνι και βρήκε τη Βάσω ένα ψυχικό ράκος καθισμένη στην πολυθρόνα.

Γονάτισε μπροστά της και δίχως πολλά πολλά της γνωστοποίησε πως…

«Θα τηλεφωνήσω στον Κόλλια. Είναι χρόνια φίλος μου. Πρόσφατα μετατέθηκε στο τμήμα των εξαφανισθέντων ανηλίκων. Θα τον πιέσω να κινηθεί άμεσα».

Μέσα από μύχια δάκρυα η Βάσω του έπεμψε το ευχαριστώ της.

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

Δώδεκα το μεσημέρι. Άφαντος ο Γιάννης.

Χτύπησε το κινητό τηλέφωνο του Χρήστου. Η Βάσω πετάχτηκε σαν ελατήριο.

«Από τη δουλειά είναι», της είπε εκείνος και απάντησε στην κλήση. Καθώς μιλούσε άρχισε να απομακρύνεται από τον χώρο.

Στην άλλη άκρη της γραμμής η φωνής της ιδιαιτέρας γραμματέως του, της Υβόννης. Είχε ήδη ενημερωθεί από τον ίδιο για τις εξελίξεις και τον είχε καλέσει για να μάθει νεώτερα.

«Όχι, όχι… τίποτα ακόμα. Περιμένουμε!» Βγήκε από το σαλόνι και κλειδώθηκε στο γραφείο του με θέα τον καταπράσινο κήπο. «Πώς να ’ρθω; Είναι δυνατόν; Ο γιος μου αγνοείται εδώ και ώρες και το κινητό του είναι κλειστό. […] Μα τι είναι αυτά που λες; Δεν ντρέπεσαι; […] Τέτοιες ώρες και μου μιλάς για μας; Μα πώς μπορείς;» ήθελε να φωνάξει αλλά η συγκυρία μεταμορφώθηκε σε θηλιά.

«Όσα σου είπα χθες το βράδυ δεν τα εννοούσα. Δεν θέλω να χωρίσουμε, Χρήστο. Δεν μπορώ χωρίς εσένα. Θα περιμένω όσο χρειαστεί. Κι όσον αφορά στον γιο σου, μακάρι να μπορούσα να βοηθήσω. Θα κάνω ό,τι μου πεις. Σε παρακαλώ όμως, μη με βγάλεις από τη ζωή σου. Σε παρακαλώ!» τρεμάμενη η φωνή της.

«Δεν είναι ώρα γι’ αυτά. Θα σε καλέσω εγώ», της είπε και αποφασιστικά έκλεισε το τηλέφωνο. Έτριψε το παγωμένο του κούτελο και άρχισε να ξεφυσά σαν ατμόπλοιο.

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

Η ατμόσφαιρα στο σαλόνι ήταν ιδιαιτέρως φορτισμένη. Όλες εκείνες οι ώρες αγωνίας έμοιαζαν με πέτρες που βάραιναν ανελέητα τους οικείους του Γιάννη. Ο Χρήστος άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, ο Οδυσσέας στεκόταν όρθιος πλάι στη φαρδιά τζαμαρία εμφανώς προβληματισμένος, η Δέσποινα πηγαινοερχόταν σιωπηλή στην κουζίνα, ο Δημήτρης με τον Τάσο στέκονταν στο βάθος του χώρου και συνομιλούσαν χαμηλόφωνα, ενώ η Βάσω ένα ψυχικό συντρίμμι στην ογκώδη πολυθρόνα. Ενωμένα γόνατα, κατάστεγνα χείλη, χλωμή και τρομοκρατημένη.

Σαν κεραυνός εν αιθρία ήχησε το κινητό του Χρήστου. Στην οθόνη της συσκευής εμφανίστηκε η ένδειξη «Άγνωστος».

«Παρακαλώ;» σκρατσαρισμένο το ηχόχρωμά του.

«Ο κύριος Δαμιαντάκος;» ακούστηκε από το βάθος μια μπάσα φωνή.

«Ο ίδιος. Ποιος είναι;»

«Άκου με προσεκτικά. Αν θες να δεις ζωντανό τον γιο σου, θα κάνεις ό,τι σου πω. Ό,τι σου πω! Και μη διανοηθείς να καλέσεις την αστυνομία, γιατί αλλιώς θα βρεις το κουφάρι του πεταμένο στα σκουπίδια».

«Πώς είναι ο Γιάννης; Πες μου πώς είναι ο Γιάννης!» ξεσπάθωσε φωναχτά.

Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτων η Βάσω φτέρωσε δίπλα του και κρέμασε το αυτί της στη συσκευή.

«Για την ώρα είναι καλά. Λίγο τσαμπουκάς, αλλά καλά. Άκου με προσεκτικά. Φρόντισε το συντομότερο να ετοιμάσεις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ και να περιμένεις νέα μου. Μην αργήσεις γιατί θα το μετανιώσεις. Όλοι θα το μετανιώσετε». Η γραμμή έκλεισε και ο Χρήστος μεταμορφώθηκε σε έμψυχο άγαλμα.

Σαλεμένη η Βάσω ψέλλισε «το παι… το παιδί μου. Ο Για… ο Γιάννης μου…» Αστραπιαία όλα γύρω της σκοτείνιασαν, τα γόνατά της δεν άντεξαν και… σωριάστηκε στο δάπεδο.

*Μην χάσετε το δεύτερο κεφάλαιο: «Ύποπτες αντιφάσεις»



Διαβάστε επίσης


Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Απέραντος ο ουρανός» - Διαβάστε το 4o μέρος «Σκυφτός διαβάτης»

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Απέραντος ο ουρανός» - Διαβάστε το 3o μέρος «Το πρόσωπο στην οθόνη»

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Απέραντος ο ουρανός» - Διαβάστε το 2o μέρος «Το πολύ έξι μήνες»

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Απέραντος ο ουρανός» - Διαβάστε το 1o μέρος «Όνειρο ζωής»

Δείτε όλο το Weekend Edition εδώ