Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Εις άτοπον απαγωγή» - Διαβάστε το 3o μέρος «Όλα βάσει σχεδίου»
Το Newsbomb.gr κάθε μήνα φιλοξενεί ένα διήγημα του δημοσιογράφου και συγγραφέα, Κυριάκου Κουζούμη ο οποίος το γράφει ειδικά για το Weekend Edition.
Το «Εις άτοπον απαγωγή» είναι το τρίτο διήγημα του Κυριάκου για το Newsbomb.gr. Διαβάστε το τρίτο κεφάλαιο «Όλα βάσει σχεδίου».
Καλή ανάγνωση!
Όλα βάσει σχεδίου
Σάββατο 6 Μαΐου 2023
«Ντρέπομαι! Αλήθεια ντρέπομαι. Ήθελα τα πάντα να ’ταν αλλιώς. Ξέρεις πόσα βράδια κοιμόμουν και ξυπνούσα μ’ αυτόν τον εφιάλτη; Πόσα χρόνια γνώριζα; Έκλεινα μάτια, αυτιά και στόμα. Μαρτύριο μέχρι και ο ύπνος! Αλήθεια, εσύ κοιμόσουν; Κι αν ναι, έβλεπες όνειρα; Κι αν ναι, ήταν όμορφα ή ήταν σαν τους δικούς μου εφιάλτες; Σε ρωτάω που να με πάρει ο Διάολος! Κοιμόσουν;» ξεφώνισε και ένιωσε τα γόνατα να τραντάζονται. Ποτέ δεν περίμενε πως θα κατάφερνε να μιλήσει έτσι, να φτάσει ως εκεί που είχε φτάσει, να σχεδιάσει και να φέρει εις πέρας όλα όσα είχε καταστρώσει χρόνια πριν…
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Κυριακή 6 Μαΐου 2018
Δεν είχαν κλείσει μάτι όλη νύχτα. Οι άδειες κούπες του καφέ παρήλαυναν σαν απείθαρχοι στρατιώτες πάνω στην επιβλητική τραπεζαρία, ενώ στην ατμόσφαιρα έπαιζε το εμβατήριο της απόγνωσης.
Η Βάσω συχνά πυκνά παραδινόταν σε δάκρυα, ενώ οι σκέψεις της αναμειγνύονταν με τις τύψεις και τις ενοχές για τον τρόπο με τον οποίο είχε αντιμετωπίσει την ιδιότητα της μητέρας. Αντίστοιχα ο Χρήστος, όντας πιο ψύχραιμος, κατέβαζε τη μία ιδέα μετά την άλλη για το πώς θα κατάφερνε να συγκεντρώσει το αστρονομικό ποσό που του είχαν απαιτήσει οι απαγωγείς.
Η Δέσποινα είχε μαγειρέψει κάτι πρόχειρο, κυρίως για τους αστυνομικούς που είχαν ξενυχτήσει στο σπίτι. Ο Τάσος με τον Δημήτρη κοντοστέκονταν στο βάθος του σαλονιού. Βουβοί μα με λαλίστατες ματιές. Και τέλος, ο Οδυσσέας πίεζε το σημείο του νου αναζητώντας τρόπους ώστε να βοηθήσει οικονομικά τον αδελφό του.
«Έχουν περάσει τόσες ώρες. Γιατί δεν τηλεφωνούν; Τι θέλουν; Να μας πεθάνουν;» είπε εξαντλημένα η Βάσω.
Ο αστυνόμος Κόλλιας την κοίταξε κατάματα. «Θα τηλεφωνήσουν. Παίζουν με τα νεύρα σας, Βάσω. Δοκιμάζουν τις αντοχές σας. Σύντομα θα τηλεφωνήσουν. Εμπειρικά σου λέω πως αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να πάρουν τα χρήματα και να εξαφανιστούν. Όχι να κάνουν κακό στον Γιάννη».
«Θα τρελαθώ! Τόσες ώρες… Θα τρελαθώ».
Ο ήχος του τηλεφώνου έσκασε σαν βόμβα. Όλοι πετάχτηκαν σαν συμπιεσμένα ελατήρια από τις θέσεις τους. Μόλις οι τεχνικοί έδωσαν το ελεύθερο στον Χρήστο εκείνος το απάντησε.
«Ναι;»
«Τι έγινε, φίλε; Ξαμολήθηκες να βρεις τα λεφτά; Μην μου ξεφουρνίσεις πάλι όλες εκείνες τις αηδίες για τις κλειστές τράπεζες, γιατί με βλέπω να σου στέλνω κάνα δάχτυλο του γιου σου για ενθύμιο. Ξέρεις πού έχεις χρήματα. Ξεκουβάλα λοιπόν, το καλό που σου θέλω».
«Απαιτώ πρώτα να ακούσω τον Γιάννη. Πώς είναι ο γιος μου; Αν τολμήσεις και πειράξεις έστω και μία τρίχα από τα μαλλιά του θα το μετανιώσεις πικρά».
«Σιγά, ρε μάγκα! Φοβήθηκα! Εγώ δίνω εντολές, φίλε. Λοιπόν, για να τελειώνουμε. Πάρε να σου μιλήσει και από σένα θα εξαρτάται αν θα είναι η τελευταία φορά που θα τον ακούσεις ή όχι».
Ο απαγωγέας έβαλε το κινητό τηλέφωνο στο αυτί του Γιάννη και η έντρομη φωνή του έφηβου έφτασε στ’ αυτιά όλων.
«Μπαμπά…»
«Αγόρι μου! Πώς είσαι αγόρι μου; Πονάς; Είσαι εντάξει;»
«Γιάννη!» ξεφώνισε η Βάσω φέρνοντας το στόμα της πολύ κοντά στη συσκευή.
«Γιάννη μου, πώς είσαι;» ρώτησε μέσα από τρεμάμενα χείλη.
«Δεν ξέρω. Δεν βλέπω. Φοβάμαι, μαμά. Φοβά…»
Η γραμμή έκλεισε απότομα.
Και πάλι οι αστυνομικοί κοπάνησαν τα χέρια τους πάνω στο τραπέζι καθώς ο χρόνος της συνομιλίας δεν τους άφηνε πολλά περιθώρια ώστε να εντοπίσουν ψηφιακά το σημείο από όπου έγινε η κλήση.
«Είναι ζωντανός! Αυτό να σκέφτεστε», ήταν τα λόγια του Κόλλια. «Σας το είπα και πριν. Τα χρήματα θέλουν, όχι να τον βλάψουν».
«Θα μου στρίψει! Δεν… Δεν το αντέχω όλο αυτό. Δεν…» Ανάκατα τα λόγια της Βάσως.
Η Δέσποινα έτρεξε δίπλα της και την αποτράβηξε διακριτικά. Τη βοήθησε να ανεβεί στον πάνω όροφο και με το ζόρι την έβαλε να ξαπλώσει καθώς υποψιαζόταν πως μία νέα λιποθυμία ήταν προ των πυλών.
Πίσω στο σαλόνι, ο αστυνόμος Κόλλιας ρώτησε τον Χρήστο. «Τι εννοούσαν όταν είπαν ότι ξέρεις πού έχεις χρήματα;»
«Τι να σου πω; Ίσως να εννοούσαν τη θυρίδα. Με τη Βάσω έχουμε θυρίδα σε μια τράπεζα στο κέντρο της Αθήνας. Όμως πριν τη Δευτέρα δεν μπορώ να πάω. Από την άλλη, ίσως να εννοούσε και το χρηματοκιβώτιο εδώ, στο σπίτι. Δεν έχω όμως στο σπίτι τόσα χρήματα».
«Ποιος άλλος εκτός από σένα και τη Βάσω γνωρίζει για την ύπαρξη της θυρίδας;» ρώτησε με μισόκλειστα μάτια ο αστυνόμος Κόλλιας.
Σάστισε ο Χρήστος. «Πιθανόν το προσωπικό. Άλλωστε, μας έχουν ακούσει κάμποσες φορές που λέμε να περάσουμε απ’ την τράπεζα για να πάρουμε ή να αφήσουμε κάτι στη θυρίδα. Κυρίως κοσμήματα της Βάσως. Λεπτομέρειες όμως αποκλείεται να γνωρίζουν. Μονάχα στον αδελφό μου είχα εμπιστευτεί πριν από κάμποσο καιρό το κλειδί. Ήταν μια φορά που εγώ δεν μπορούσα να πάω».
Μαρμάρωσε ο Οδυσσέας! Αμέσως έγινε μαγνήτης του επιθετικού βλέμματος του αστυνόμου.
Ο αδελφός του Χρήστου έσβησε αργά το τσιγάρο του και με ύφος που έβριθε από ψυχραιμία σηκώθηκε. Έβαλε το χέρι στην τσέπη του υφασμάτινου παντελονιού του και ξεστόμισε: «Δεν πήγα όμως στην τράπεζα. Δεν θυμάσαι; Τελευταία στιγμή μου τηλεφώνησε ο Τάσος και μου είπε, εκ μέρους σου, πως δεν θα χρειαζόταν. Το ίδιο κιόλας μεσημέρι σου επέστρεψα το κλειδί. Άλλωστε, δεν νομίζω να μπορούσα να φτάσω μέχρι τον χώρο με τις θυρίδες. Απαιτείται ταυτοποίηση. Κάνω λάθος;»
Ο αστυνόμος δεν είπε λέξη, παρά αποθήκευσε τις υποψίες του δίχως όμως να χαλαρώσει το σφιγμένο βλέμμα του.
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Ο Χρήστος μην μπορώντας να περιμένει άλλο, αποφάσισε να ανοίξει το χρηματοκιβώτιο του σπιτιού του και να βγάλει από μέσα όλα όσα είχε. Το ποσό δεν ήταν αυτό που απαιτούσαν οι απαγωγείς, καθώς όντως τα περισσότερα μετρητά τα είχε στη θυρίδα της τράπεζας. Οι απαγωγείς βιάζονταν τόσο πολύ και τελικά δέχθηκαν να παραλάβουν λιγότερα των πεντακοσίων χιλιάδων ευρώ, υπό τον όρο ότι ο Χρήστος θα πρόσθετε τα ακριβά ρολόγια του καθώς και μερικά πολύτιμα κοσμήματα της Βάσως. Τα είχε όλα μέσα σε μία μαύρη σακούλα σκουπιδιών πάνω στην τραπεζαρία του σαλονιού. Πλέον το μόνο που απέμενε ήταν το επόμενο τηλεφώνημα των δραστών. Κάτι που δεν άργησε!
Στις οκτώ το βράδυ το κινητό τηλέφωνο του Χρήστου χτύπησε και από την άλλη άκρη της γραμμής η μπάσα φωνή του απαγωγέα τού όριζε σημείο συνάντησης. Επρόκειτο για ένα συγκεκριμένο χιλιόμετρο της Εθνικής Οδού Αθηνών Λαμίας. Εκεί θα τον περίμενε ένας μπλε κάδος ανακύκλωσης. Ο Χρήστος είχε εντολή να πετάξει τη σακούλα με τα χρήματα και να εξαφανιστεί. Στη συνέχεια, θα ακολουθούσε δεύτερο τηλεφώνημα, όπου θα του γνωστοποιούνταν το σημείο που βρισκόταν ο γιος του. Το πρώτο ραντεβού είχε οριστεί για τις δώδεκα τα μεσάνυχτα ακριβώς.
«Θα έρθω μαζί σου!» Ξεκάθαρη η Βάσω.
«Είναι πολύ επικίνδυνο. Τους άκουσες τι είπαν. Να πάω ολομόναχος!»
«Δεν υπάρχει περίπτωση! Θα πεθάνω αν μείνω εδώ. Θα έρθω μαζί σου». Η Βάσω έδειχνε τρελαμένη από αγωνία.
Επενέβη ο αστυνόμος Κόλλιας. «Δεν θα είναι μόνος του. Έχω ήδη φροντίσει για όλα».
Πράγματι, ο Χρήστος έφερε πάνω του υλικό εξοπλισμό που θα υποδείκνυε στην αστυνομία την κάθε του κίνηση. Την ίδια ώρα, ψηλά στον ουρανό θα πετούσε ένα ελικόπτερο που θα κατέγραφε την κάθε εξέλιξη στο σημείο, ενώ λίγα χιλιόμετρα πίσω αστυνομικοί ντυμένοι με πολιτικά ρούχα σε αντίστοιχο ΙΧ θα τον ακολουθούσαν. Το μόνο που απέμενε ήταν οι δείκτες στο ρολόι να κυλήσουν στα μεγάλα νούμερα, ώστε να ξεκινήσει από την Κηφισιά.
Ο Δημήτρης με τον Τάσο παρακολούθησαν όλη την προετοιμασία του Χρήστου και αμέσως μετά αποχώρησαν ο ένας για την τουαλέτα και ο άλλος για την κουζίνα.
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Λίγο πριν τις ένδεκα η Βάσω ήταν κλειδωμένη στο υπνοδωμάτιό της, όταν της χτύπησε την πόρτα η Δέσποινα.
«Πρέπει να σου μιλήσω! Τώρα!»
Έμειναν οι δυο τους μέσα στο δωμάτιο. Δίχως να χάσει καθόλου χρόνο η Δέσποινα φανέρωσε στη Βάσω έναν φάκελο. Εκείνος ο φάκελος έμελλε να δώσει εντελώς διαφορετική ρότα στην όλη υπόθεση. Μια ρότα τόσο καλοσχεδιασμένη όσο όμως… και μοιραία!
Η Δέσποινα με ένα έξυπνο τέχνασμα ζήτησε από τον Χρήστο να έρθει ως το υπνοδωμάτιο. Εκεί τον περίμενε η Βάσω. Πράγματι, εκείνος επικαλέστηκε πως ήθελε να πάει στην τουαλέτα πριν ξεκινήσει για το σημείο που του είχε ορίσει ο απαγωγέας και έτσι άφησε για λίγο τους αστυνομικούς να τον περιμένουν.
Η Βάσω έντρομη του αποκάλυψε πως… «Μόλις πριν λίγο η Δέσποινα βρήκε στον κήπο αυτό το σημείωμα και αυτή την κάρτα sim. Ξέρουν πως έχουμε ενημερώσει την αστυνομία. Σου έχουν στήσει παγίδα, Χρήστο. Αν πας εκεί που σου ζήτησαν, δεν θα γυρίσεις πίσω, έτσι γράφουν…»
«Τι πράγμα;» Γούρλωσαν τα μάτια του. Μεμιάς διάβασε το δακτυλογραφημένο σημείωμα και το πιγούνι του κρέμασε. «Δεν είναι δυνατόν! Πώς έφτασε αυτό ως εδώ;»
«Βγήκα να σβήσω τα φώτα της πίσω αυλής και το βρήκα στο πάτωμα», γνωστοποίησε η Δέσποινα.
«Άφησε με μόνο μου με τη Βάσω».
Στο άκουσμα της κοφτής φωνής του η Δέσποινα υπάκουσε.
«Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό;» στράφηκε στη σύζυγό του. «Ο δράστης είναι κάποιος που έχει πρόσβαση στο σπίτι μας. Ίσως ακόμη και κάποιος από εδώ μέσα», ψιθυριστή η φωνή του.
«Το ίδιο σκέφτηκα κι εγώ. Αλήθεια όμως, δεν με νοιάζει τίποτα άλλο πέρα από το να βρεθεί ο Γιάννης. Μονάχα ο Γιάννης! Στο σημείωμα γράφουν πού πραγματικά τον έχουν. Απαιτούν να μην πάμε στο σημείο που μας όρισαν τηλεφωνικά, διότι είναι βέβαιοι πως θα έχουμε την κάλυψη της αστυνομίας. Να πάμε εκεί που σου γράφουν, να αφήσουμε τα χρήματα και να πάρουμε πίσω το παιδί μας. Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να ξεφύγουμε από την αστυνομία, γιατί αλλιώς θα μας ακολουθήσουν και τότε… τότε…» χάθηκαν τα λόγια της.
Χαμένος όμως και ο λογισμός του Χρήστου. Φυσούσε και ξεφυσούσε σαν ατμομηχανή.
Σκέφτηκε να έδειχνε το σημείωμα στους αστυνομικούς, μα από την άλλη δείλιαζε.
«Φοβάμαι, Χρήστο». Η Βάσω έτρεμε σαν το ψάρι έξω από το νερό.
«Σσσσς! Τσιμουδιά! Θα το χειριστώ εγώ».
«Απαιτώ να έρθω μαζί σου. Αν μείνω εδώ θα τρελαθώ». Ο πανικός την είχε κυριεύσει.
«Η αστυνομία θέλει μονάχα να τους συλλάβει. Καρφάκι δεν τους καίγεται για τον Γιάννη μου. Εγώ όμως θέλω το παιδί μου και το θέλω ζωντανό, άκουσες; Αν πάθει κάτι, θα…» Οι λυγμοί την έπνιξαν. Της ήταν αδύνατον να συνεχίσει.
«Είπα, ηρέμησε. Θα το διαχειριστώ εγώ. Αν προκύψει κάτι, να μου στείλετε γραπτό μήνυμα. Όχι τηλέφωνο. Φεύγω!» Έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο της Βάσως και της χάρισε μια ζεστή αγκαλιά.
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Όλα κύλησαν βάσει του σχεδίου που κατέστρωσε ο Χρήστος μέσα σε λίγα λεπτά. Όλα! Αποχώρησε από το σπίτι του οδηγώντας το αυτοκίνητό του, ακολουθούμενος από ένα αστυνομικό ΙΧ. Η Βάσω έμεινε όντως πίσω μαζί με το προσωπικό, έναν νεαρό αστυνόμο αλλά και τον Κόλλια.
Βγήκε στη λεωφόρο Κηφισίας. Στο πρώτο κόκκινο φανάρι που συνάντησε, εκμεταλλεύτηκε τον χρόνο και άλλαξε γρήγορα την κάρτα sim στο κινητό του. Λίγο αργότερα, εκμεταλλεύτηκε ένα φορτηγό που εμφανίστηκε μπροστά του και το προσπέρασε, κάτι που λόγω της ροής στο αντίθετο ρεύμα δεν μπορούσε να κάνει το αυτοκίνητο της αστυνομίας. Αμέσως μετά, αύξησε ταχύτητα και… ξέφυγε από τη στενή παρακολούθηση. Κρύφτηκε στο πάρκινγκ της πιλοτής μιας γωνιακής πολυκατοικίας.
Περίμενε λίγα λεπτά και έπειτα… σανίδωσε το γκάζι.
Μόλις ο Κόλλιας πληροφορήθηκε την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα ξεσπάθωσε τον θυμό του χτυπώντας με βία το χέρι στο τραπέζι. Διέταξε τον τεχνικό να εντοπίσει τον Χρήστο μέσω του εξοπλισμού που ήταν περασμένος πάνω του. Το στίγμα υπέδειξε εκείνη τη γωνιακή πολυκατοικία. Ο εξοπλισμός βρέθηκε στο δάπεδο της πιλοτής ενώ ο Χρήστος… άφαντος!
Η πύρινη οργή του Κόλλια ξέσπασε πάνω στη Βάσω. «Τι παιχνίδι παίζει ο άνδρας σου; Είναι τρελός; Αν ξέρεις κάτι μίλησέ μου! Μίλησέ μου!»
Μεταμορφωμένη σε άγαλμα εκείνη. Ο κλονισμός είχε βασιλεύσει στο κορμί της.
«Θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του γιου σας. Κατάλαβέ το και πες μου αν ξέρεις κάτι. Πού είναι; Πού πηγαίνει;» Βροντερή η φωνή του.
Η Βάσω μην μπορώντας να διαχειριστεί την όλη κατάσταση, λιποθύμησε. Ο Τάσος και ο Δημήτρης έτρεξαν δίπλα της και τη μετέφεραν στο δωμάτιό της. Ο Οδυσσέας με τη Δέσποινα παρέμειναν στο σαλόνι. Έβλεπαν τον Κόλλια να αναθεματίζει την τύχη του, να μιλάει στο κινητό με τα κεντρικά της Ασφάλειας, να ωρύεται και να απειλεί θεούς και δαίμονες.
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Οι δείκτες στο ρολόι σήμαναν τέσσερις το χάραμα! Η Βάσω είχε στοιχειωδώς συνέλθει. Αμίλητη και με ωχρό το πρόσωπό της έπινε αλκοόλ έχοντας στο πλευρό της τον Οδυσσέα και τη Δέσποινα. Ο ήχος του σταθερού τηλεφώνου έπεσε σαν κεραυνός! Απάντησε η ίδια η Βάσω και από την άλλη άκρης της γραμμής ακούστηκε μια μπάσα φωνή.
«Όλα τελείωσαν!» Αμέσως μετά, η ίδια φωνή αποκάλυψε το ακριβές σημείο όπου ήταν ο Γιάννης. Επρόκειτο για μία εγκαταλελειμμένη αποθήκη, μόλις μερικά οικοδομικά τετράγωνα μακριά από το σπίτι της οικογένειας στην Κηφισιά.
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Η αστυνομία με τη συνοδεία του ίδιου του Κόλλια έφτασε στο υποδειχθέν σημείο. Μαζί τους και η Βάσω καθώς και ο Οδυσσέας, στους οποίους απαγορεύτηκε ρητά να πλησιάσουν. Μέσα στην αποθήκη οι αστυνομικοί βρήκαν τον Γιάννη δεμένο πισθάγκωνα, έχοντας στο στόμα του μια χαρτοταινία και λίγα μέτρα πιο πέρα… το πτώμα του Χρήστου.
Έλυσαν τον Γιάννη και τον οδήγησαν με ασφάλεια έξω. Η Βάσω τον τύλιξε στην αγκαλιά της με όλη της τη δύναμη. Με όλη της τη δύναμη! Την ακριβώς επόμενη στιγμή όμως, πληροφορήθηκε για τον Χρήστο πως…
«Λυπάμαι! Ειλικρινά λυπάμαι. Δεν έπρεπε να ενεργήσει μόνος του», ήταν τα λόγια του Κόλλια.
Η κραυγή της έσκισε τον χώρο!
*Μην χάσετε το τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο: «Πικρό άρωμα»
Διαβάστε επίσης
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Εις άτοπον απαγωγή» - Διαβάστε το 2o μέρος «Ύποπτες αντιφάσεις»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Εις άτοπον απαγωγή» - Διαβάστε το 1o μέρος «Ώρες αγωνίας»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Απέραντος ο ουρανός» - Διαβάστε το 4o μέρος «Σκυφτός διαβάτης»