Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Εις άτοπον απαγωγή» - Διαβάστε το 4o μέρος «Πικρό άρωμα»

Αυτό το Σαββατοκύριακο διαβάζουμε το τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο από το διήγημα του Newsbomb.gr, «Εις άτοπον απαγωγή».

Το Newsbomb.gr κάθε μήνα φιλοξενεί ένα διήγημα του δημοσιογράφου και συγγραφέα, Κυριάκου Κουζούμη ο οποίος το γράφει ειδικά για το Weekend Edition.

Το «Εις άτοπον απαγωγή» είναι το τρίτο διήγημα του Κυριάκου για το Newsbomb.gr. Διαβάστε το τελευταίο κεφάλαιο «Πικρό άρωμα».

Καλή ανάγνωση!

Πικρό άρωμα

Παρά τις εξονυχιστικές έρευνες στο σημείο του εγκλήματος, η αστυνομία δεν κατάφερε να συλλέξει τα απαραίτητα στοιχεία για την ταυτότητα των δραστών. Έτσι, η υπόθεση της δολοφονίας του Χρήστου αλλά και της απαγωγής του ανήλικου Γιάννη καταχωρίσθηκε στο αρχείο. Οι υποψίες βάραιναν όλα τα μέλη του προσωπικού αλλά και τους στενούς συγγενείς της οικογένειας. Είχαν όμως, όλοι τους άλλοθι, καθώς την ώρα του εγκλήματος βρίσκονταν στο σπίτι στην Κηφισιά και μάλιστα, υπό το άγρυπνο βλέμμα του αστυνόμου Κόλλια.

Λίγους μήνες μετά, ο Τάσος με τον Δημήτρη υπέβαλαν την παραίτησή τους και αναζήτησαν την τύχη τους στο εξωτερικό. Ο Οδυσσέας μετακόμισε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη και προσπάθησε να ξαναφτιάξει τη σχέση του με την εν διαστάσει σύζυγό του και τους έφηβους γιους του. Συγκλονισμένος από όσα είχε ζήσει, ορκίστηκε να γίνει ένας σωστός οικογενειάρχης. Η Δέσποινα παρέμεινε στην υπηρεσία της Βάσως για περίπου τρία χρόνια ακόμα. Έπειτα όμως, αποφάσισε να φύγει για τη νησιώτικη γενέτειρά της και να καταπιαστεί με τον αγροτουρισμό.

Η Βάσω δεν προσέλαβε νέο προσωπικό. Συνέχισε τη ζωή της μόνη της μέχρι που ο Γιάννης έγινε 18 χρονών και πέρασε στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων. Λίγες μέρες μετά, δέχθηκε την αναπάντεχη επίσκεψη της ερωμένης του Χρήστου, της Υβόννης, η οποία της αποκάλυψε την κρυφή τους σχέση. Το ίδιο βράδυ, η Βάσω πέταξε τα μαύρα και κοίταξε το όμορφο είδωλό της στον καθρέφτη. «Και πολύ σου ήταν τα τρία χρόνια», ψέλλισε και λοξοκοίταξε ψηλά ενώ στα χείλη της φορέθηκε ένα… σαρδόνιο χαμόγελο!

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

Σάββατο 6 Μαΐου 2023

«Εσύ τα έκανες όλα! Εσύ! Όλα!», είπε σθεναρά ο Γιάννης στο πρόσωπο που είχε απέναντί του. Ένα πρόσωπο δεμένο σε μια ξύλινη καρέκλα στη μέση του σαλονιού υπό το χαμηλό φως της ανατολής. Κι αυτό το πρόσωπο δεν ήταν άλλο από… τη Βάσω!

«Μου πήρε πολύ καιρό για να φτάσω ως εδώ. Τα κατάφερα όμως και σε παρακαλώ, μην το αρνηθείς! Εσύ τα έκανες όλα! Μπορεί να ήμουν δεμένος και ελαφρώς ζαλισμένος σε εκείνη την αποθήκη, αλλά θυμάμαι τα πάντα! Θυμάμαι να είμαι στην καρέκλα και να ακούω βήματα. Ήταν του πατέρα μου. Ο μπαμπάς ακολουθώντας τις εντολές του απαγωγέα έφτασε ως την αποθήκη έχοντας μαζί του τα χρήματα. Ο δράστης φορώντας την κουκούλα του με σημάδευε στον κρόταφο με το όπλο του. Ο μπαμπάς εμφανίστηκε απέναντί του και τότε…

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

«Μην τον πειράξεις! Εδώ έχω τα χρήματα. Πάρ’ τα και εξαφανίσου. Μονάχα μην τον πειράξεις», είπε ο Χρήστος όντας σε απόσταση λίγων μέτρων.

Ο δράστης του έκανε νόημα να αφήσει τη μαύρη σακούλα και ο Χρήστος άμεσα υπάκουσε.

«Κάνε πέντε βήματα πίσω!» τον διέταξε και τον είδε να απομακρύνεται από τη σακούλα.

Το όπλο του δράστη στόχευσε τον Χρήστο. Με αργά βήματα έφτασε ως τη σακούλα. Γονάτισε. Με το ένα χέρι, αυτό που κρατούσε το όπλο, συνέχισε να σημαδεύει τον Χρήστο, ενώ με το άλλο πάσχιζε να ανοίξει τη σακούλα για να επιβεβαιώσει το περιεχόμενό της.

Πίσω του, δεμένος στην καρέκλα, ο έφηβος Γιάννης άρχισε να γρυλλίζει.

«Μην φοβάσαι αγόρι μου. Μη φοβάσαι! Όλα καλά θα πάνε!» φώναξε ο Χρήστος καθώς έβλεπε τον γιο του να τρέμει από φόβο.

«Έχεις φωνάξει τους μπάτσους; Είναι έξω οι μπάτσοι;» ρώτησε ο δράστης.

«Δεν είναι κανένας! Κανένας! Πάρ’ τα και εξαφανίσου. Άσε με να φτάσω στον γιο μου», έδειξε να τον παρακαλάει.

Εκείνη τη στιγμή, ο δράστης πήρε το βλέμμα του από τον Χρήστο και εστίασε στο περιεχόμενο της σακούλας. Κατέβασε και το χέρι του με το όπλο. Ήταν η στιγμή που ο Χρήστος βρήκε τον ελάχιστο απαραίτητο χρόνο και με μία αστραπιαία κίνηση φανέρωσε το δικό του όπλο.

Ο πυροβολισμός αντιλάλησε στον χώρο! Η σφαίρα όμως… λάβωσε θανάσιμα τον Χρήστο! Τα μάτια του Γιάννη γούρλωσαν, ενώ το μουγκρητό του παρέδωσε σκυτάλη στην απέραντη σιωπή. Είδε τον πατέρα του να πέφτει νεκρός…

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

«Εμφανίστηκες σαν από μηχανής θεός. Ήσουν στο κατάλληλο μέρος, την κατάλληλη στιγμή. Φορώντας τη δική σου κουκούλα και ολόμαυρα ρούχα παρακολουθούσες ένοπλη την κάθε κίνηση του πατέρα μου. Αντιλήφθηκες αμέσως πως όλα κρέμονταν από μια τεντωμένη κλωστή όταν τον είδες να τραβάει όπλο. Άλλος στη θέση σου θα έβγαζε φωνή, εσύ όμως ήσουν απέραντα προσεκτική, διότι ήξερες πως αν μιλούσες, θα σε άκουγα και… θα σε αναγνώριζα. Ενέργησες πανέξυπνα και καθόλα δραστικά. Πυροβόλησες τον πατέρα μου σώζοντας τη ζωή του… εραστή σου! Κάνω λάθος;» αποκάλυψε ο Γιάννης απευθυνόμενος στη Βάσω που τον παρακολουθούσε συγκλονισμένη.

«Χμ! Δεν κάνω λάθος! Μόλις τον είδες να πέφτει νεκρός, φανερώθηκες κι εγώ είδα ένα αδύνατο μαυροφορεμένο σουλούπι. Έπειτα έτρεξες και αγκάλιασες τον δράστη. Από την αγκαλιά σας κατάλαβα πως ο συνέταιρος του απαγωγέα μου ήταν γυναίκα. Ποια όμως; Ποια;» πήρε τον χρόνο του, έτριψε το παγωμένο του μέτωπο και δάγκωσε τα τρεμάμενα χείλη του.

«Ο χρόνος ήταν εχθρός σας. Σε είδα να με πλησιάζεις και ομολογώ πως για μια στιγμή νόμισα ότι είχε έρθει και το δικό μου τέλος. Μου χάιδεψες τα μαλλιά. Κίνηση στοργής νοθευμένη με τύψεις και ενοχές! Και έπειτα με χτύπησες τόσο δυνατά στον σβέρκο που τα πάντα έσβησαν! Όταν πια συνήλθα, πεσμένος στο πάτωμα και δεμένος στην καρέκλα, το πρώτο πράγμα που αντίκρισα ήταν το πτώμα του πατέρα μου. Λίγο αργότερα… έφτασε η αστυνομία!»

«Δεν… Δεν είναι αλήθεια!» ψέλλισε ζαλισμένη και χαμένη η Βάσω.

«Χμ! Πάντα δειλή κι ευθυνόφοβη. Πάντα ένα ανθρωπάκι! Το μόνο που ήθελες ήταν τα χρήματα και την ελευθερία σου. Τίποτα άλλο! Μικρή μέσα στη μεγάλη εικόνα σου και λίγη μέσα στα πολλά που σου είχε χαρίσει ο πατέρας μου. Φυσικά και είναι αλήθεια!»

«Ο πατέρας σου ήταν ένα κτήνος. Με κεράτωνε με τη μία και με την άλλη, με είχε για βιτρίνα. Ήθελε να περνιέται για κάποιος. Αυτός ήταν το τίποτα, όχι εγώ. Αυτός!» φώναξε με όση δύναμη της είχε απομείνει.

«Υπάρχουν και τα διαζύγια, αλλά… προτίμησες την ασφαλή οδό! Αν χωρίζατε θα έχανες τα πλούτη. Πώς θα ζούσες; Έτσι, βάλθηκες να τον βγάλεις από τη μέση με όπλο… εμένα. Το ίδιο σου το παιδί!»

«Δεν ήμουν εγώ αυτή που λες. Δεν ήμουν!» επέμεινε η Βάσω.

«Πάψε να υποκρίνεσαι!» βροντοφώναξε ο Γιάννης και σηκώθηκε όρθιος. Ήρθε σε απόσταση αναπνοής και την κάρφωσε με το βλέμμα του. Διατηρώντας σιωπή αρκέστηκε σε μία βαθιά εισπνοή. «Το αγαπημένο σου!» σχολίασε. «Αυτό σε πρόδωσε. Το πικρό άρωμα που ποτέ δεν άλλαζες!» Επέστρεψε στη θέση του και έχοντας χαλιναγωγήσει τον θυμό του της είπε: «Μπορεί να ήμουν δεμένος, με χαρτοταινία στο στόμα, αλλά τα ρουθούνια μου ήταν αδέσμευτα. Χάρη σε αυτά εισέπνεα, μα και μύριζα. Η αίσθηση της όσφρησης συνέλαβε το άρωμά σου. Αυτό το άρωμα που από παιδί γνωρίζω πολύ καλά. Εκείνη τη στιγμή δεν μπόρεσα να το ερμηνεύσω. Το θυμάμαι όμως! Σαν χθες, σαν τώρα, σαν από πάντα, θυμάμαι το άρωμά σου. Εσύ τα έκανες όλα!» δίχως να το καταλάβει, δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά του.

Τότε η Βάσω κατάλαβε πως ό,τι κι αν έλεγε θα ήταν μάταιο! Είχε έρθει η στιγμή… της ομολογίας! «Δεν… Δεν ήθελα να σου κάνω κακό. Αυτόν ήθελα μόνο να βγάλω από τη ζωή μου. Όχι εσένα. Όχι εσένα!» άρχισε να κλαίει.

«Ξεγέλασες μέχρι και την αστυνομία. Πώς τα κατάφερες;».

Η Βάσω παραδόθηκε άνευ όρων στην αλήθεια!

«Εγώ άφησα στην αυλή τον φάκελο με το σημείωμα και τη sim. Ήξερα πως θα το έβρισκε η Δέσποινα και πως θα το έλεγε πρώτα σε μένα ή στον Χρήστο. Εγώ τον έπεισα να μην πει τίποτα στην αστυνομία. Εγώ τον παρότρυνα να τους ξεφύγει για να πάει -και καλά- στη λίμνη του Μαραθώνα. Εγώ του ζήτησα να περιμένει τηλεφώνημα από τον δράστη για να του πει το αληθινό σημείο που βρισκόσουν. Εγώ παρίστανα τη λιπόθυμη για να με φέρουν ως το δωμάτιό μου. Τα έπαιξα όλα για όλα! Ντύθηκα βιαστικά και με αθόρυβα βήματα κατέβηκα από την πίσω σκάλα στο υπόγειο. Βγήκα από την πίσω πόρτα του κήπου. Είχα αφήσει έξω το αμάξι μου. Έφτασα πρώτη στην αποθήκη και περίμενα! Κρυμμένη είδα τον Χρήστο να φτάνει με τη σακούλα. Αν δεν έκανε τη λάθος κίνηση να τραβήξει το όπλο του όλα θα ήταν διαφορετικά, αλλά… αλλά…»

«Αλλά εκεί που ο άνθρωπος κάνει σχέδια ο Θεός γελά. Και με σένα όχι απλώς γέλασε, αλλά ξεκαρδίστηκε». Ο Γιάννης άλλαξε σταυροπόδι και αποφάσισε να βουτήξει στον χείμαρρο νέων αποκαλύψεων. «Έμεινες μόνη σαν την καλαμιά στον κάμπο. Ο εραστής σου πήρε τα χρήματα και εξαφανίστηκε! Περίμενες πως θα ήσαστε μαζί, αλλά… εκείνος έφυγε στο εξωτερικό και δεν τον είδες ποτέ ξανά. Λίγους μήνες μετά σου έστειλε ένα γράμμα στο οποίο σου γνωστοποιούσε να μην τον αναζητήσεις και πως σε αντίθετη περίπτωση θα άνοιγε το στόμα του και θα έπαιρνε και τους δυο σας η μπάλα. Μάλιστα, σου έγραφε πως ήταν με άλλη και η τραγική ειρωνεία ήταν πως σε ευχαριστούσε για το δώρο μεγάλης οικονομικής αξίας που του έκανες! Λέω ψέματα;», την ενέπαιξε και με μια κίνηση φανέρωσε από την τσέπη του παντελονιού του εκείνο το γράμμα. «Ορίστε!», της το πέταξε μπροστά στα δεμένα πόδια της. «Το βρήκα σκαλίζοντας στα απόκρυφα προσωπικά σου αντικείμενα. Όπως βρήκα και το αντίστοιχο γράμμα που έλαβες πέρυσι από τη σύζυγό του, η οποία σε ενημέρωνε, έπειτα από δική του επιθυμία, πως ο κύριος ονόματι Νικ Μπράουν πέθανε από καρκίνο. Σε φαντάζομαι να χαίρεσαι μέσα από τα μύχια της ψυχής σου, να κρίνεις πως τιμωρήθηκε για όσα σου έκανε! Ξέρεις κάτι; Τελικά μαζί σου δεν γέλασε μόνο ο Θεός, γέλασε μέχρι και ο διάβολος που είχες για θεό. Έμεινες μόνη!». Είδε τη Βάσω να μην αντιδρά. Κουρέλι η ψυχή της, σμπαράλια ολόκληρη η ύπαρξή της.

«Φρόντισες να σώσεις ό,τι σου είχε απομείνει. Το όνομά σου! Φόρεσες τα μαύρα τιμώντας τη μνήμη του συζύγου σου και βάλθηκες να γίνεις καλή μάνα. Ένα άρτιο προφίλ γεμάτο συνειδησιακές χαρακιές», της είπε και άλλαξε σταυροπόδι απαλλαγμένος από τα βάρη που χρόνια τον βάραιναν.

«Τι σκοπεύεις να κάνεις; Θα… θα με σκοτώσεις; Θα εκδικηθείς στο όνομα εκείνου που σε ταπείνωνε και σε αγνοούσε; Νομίζεις ότι μπορείς να τον φέρεις πίσω; Τόσο πολύ σου λείπει;»

Ο Γιάννης αναστέναξε και σηκώθηκε. Την πλησίασε και της χάιδεψε τρυφερά τα μακριά καστανόξανθα μαλλιά της, όπως είχε κάνει και εκείνη. Έπειτα ζύγωσε στ’ αυτί της και της ψιθύρισε. «Φεύγω! Φεύγω όχι επειδή δεν μπορώ να σε σκοτώσω, αλλά επειδή μπορώ». Χαλάρωσε το δέσιμο των σκοινιών και την είδε να αντιδρά τραβώντας τα μελανιασμένα χέρια της. Στη συνέχεια έφτασε στην πόρτα. Εκεί, τον περίμενε η βαλίτσα του…

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

Το επόμενο πρωί η Βάσω άφησε την τελευταία της πνοή στο πάτωμα της κρεβατοκάμαράς της. Μέρες αργότερα οι γείτονες παραπονέθηκαν για απίστευτη δυσωδία. Η αστυνομία βρήκε τη σορό της σε προχωρημένη σήψη.

Ο Γιάννης ισχυρίστηκε ότι τις τελευταίες ημέρες δεν είχαν επικοινωνία εξαιτίας ενός καβγά. Ο ίδιος βρισκόταν στα Ιωάννινα για τις σπουδές του στη Φιλοσοφική, κι έτσι οι όποιες πιθανές υποψίες για έγκλημα έπεσαν στο κενό. Κάτι που επιβεβαίωσε και η ιατροδικαστική έκθεση η οποία έκανε λόγο… για καρδιακή προσβολή!

Κατ’ εντολή του Γιάννη η Βάσω κηδεύτηκε σε διαφορετικό σημείο από τον Χρήστο. Λίγες ημέρες μετά την κηδεία, ο Γιάννης βρέθηκε στο κοιμητήριο. Πάνω στο μάρμαρο της μητέρας του άφησε ένα μπουκαλάκι με το αγαπημένο της πικρό άρωμα. «Από τη μια ευωδία κι από την άλλη μπόχα. Αυτό ήσουν! Αντίο…»

* Μάταιη ψυχή, στην ατονία εσπέρας εαρινής

ενώ θα κλείνεις τα χρυσά φτερά σου πληγωμένη,

την ώρα που σα λύτρωση κάτι θα καρτερείς,

φτωχή καρδιά, θανάσιμα μα αιώνια λυπημένη·

Κώστας Καρυωτάκης, «Πεθαίνοντας»

*Αφιερωμένο σε όσους έκλεισαν το μάτι στην ανομία και στον αμοραλισμό λησμονώντας πως η Νέμεσις και ο χρόνος έχουν πάντα μάτια ορθάνοιχτα…

*Τα πρόσωπα του διηγήματος δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Τέλος


Διαβάστε επίσης


Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Εις άτοπον απαγωγή» - Διαβάστε το 1o μέρος «Ώρες αγωνίας»

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Εις άτοπον απαγωγή» - Διαβάστε το 2o μέρος «Ύποπτες αντιφάσεις»

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Εις άτοπον απαγωγή» - Διαβάστε το 3o μέρος «Όλα βάσει σχεδίου»

Δείτε όλο το Weekend Edition εδώ