Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Σανίδα σωτηρίας» - Διαβάστε το 2o μέρος «Αναπάντεχη επίσκεψη»

Αυτό το Σαββατοκύριακο διαβάζουμε το νέο διήγημα του Newsbomb.gr, που έχει τίτλο «Σανίδα σωτηρίας».

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Σανίδα σωτηρίας» - Διαβάστε το 2o μέρος «Αναπάντεχη επίσκεψη»
Pexels
13'

Το Newsbomb.gr κάθε μήνα φιλοξενεί ένα διήγημα του δημοσιογράφου και συγγραφέα, Κυριάκου Κουζούμη.

«Σανίδα σωτηρίας» είναι ο τίτλος του νέου διηγήματος του Κυριάκου για το Newsbomb.gr. Διαβάστε το δεύτερο κεφάλαιο «Αναπάντεχη επίσκεψη».

Καλή ανάγνωση!

Αναπάντεχη επίσκεψη

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2024

«Ήθελα όλα να ήταν διαφορετικά. Όλα! Ξέρεις πώς είναι να κοιμάσαι με καρδιά μισή και με ψυχή κομμάτια; Ξέρεις πώς είναι να κοιτάς και να μην ξέρεις τι βλέπεις; Ξέρεις πώς είναι να ζεις με την ελπίδα; Χμ! Τι ρωτάω; Κάτι θα ξέρεις. Αυτό όμως που αγνοείς είναι πως εγώ, σε αντίθεση με σένα, δεν το επέλεξα».

Έτριψε χέρια και αμέσως μετά κατέβασε το κεφάλι για μερικά δευτερόλεπτα. Η ατμόσφαιρα αποπνικτική, το φυσικό φως λιγοστό και ο ιδρώτας στο κούτελο έτρεχε σαν πρωταθλητής στίβου.

Σάββατο 6 Μαΐου 2023

Από νωρίς το πρωί είχε ξεχυθεί στα μαγαζιά μαζί με τη μητέρα της. Σε λίγες εβδομάδες η Ευλαμπία θα ανέβαινε τα σκαλιά της εκκλησίας ντυμένη νύφη και ήθελε τα πάντα να είναι στην εντέλεια. Ανέκαθεν οργανωτική και λεπτολόγος είχε μαζί της ένα ντοσιέ μέσα στο οποίο είχε λευκές κόλλες με όλες τις εκκρεμότητες σημειωμένες. Τα περισσότερα τα είχε ήδη ταχτοποιήσει, ωστόσο η επιλογή του νυφικού την είχε ταλαιπωρήσει αρκετά. Στενά γοργονέ με μακριά ουρά, καυτά μίνι με εντυπωσιακά πέπλα και ογκώδεις «τούρτες» με κάμποσα φουρά την είχαν βάλει σε βαθιά περισυλλογή.

Μπήκαν μέσα στο επώνυμο ατελιέ επί της Ερμού. Μία χαριτωμένη κοπέλα οδήγησε την Ευλαμπία στο δοκιμαστήριο και εκεί τη βοήθησε να ετοιμαστεί. Όταν πια ήταν έτοιμη, ανέβηκε σ’ ένα στρογγυλό βάθρο και κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη. Ο ναρκισσισμός είχε τον πρώτο λόγο, ενώ στον πίσω καναπέ η μητέρα της είχε ήδη βουρκώσει από καμάρι και υπερηφάνεια.

Η κοπέλα τις άφησε μόνες τους για λίγο καθώς την αναζητούσαν στην υποδοχή. Εκείνη τη στιγμή, η Ευλαμπία πλησίασε τη μητέρα της και κάθισε δίπλα της.

«Πώς σου φαίνεται;»

«Σωστή νεράιδα! Ξέρω πως όλες οι μανάδες τα ίδια λέμε, μα… είσαι η πιο όμορφη». Η κυρα-Λένη δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της.

«Δεν θέλω να ’μαι όμορφη, ευτυχισμένη θέλω να ’μαι. Έναν γάμο σαν τον δικό σου με του μπαμπά θέλω. Τόσα χρόνια μαζί, πώς τα ’χετε καταφέρει; Υπάρχει μυστικό;»

«Το ίδιο είχα ρωτήσει κάποτε τη γιαγιά σου. Ξέρεις τι μου είχε απαντήσει; “Όταν κάτι χάλαγε, εμείς οι παλιές ξέραμε να το φτιάχνουμε, όχι να το πετάμε. Συγχωρούσαμε γιατί αγαπούσαμε”, έτσι μου ’χε πει. Αυτό να κάνεις, λουλούδι μου. Να συγχωρείς. Όχι εγωισμοί».

Η Ευλαμπία φυλάκισε τα λόγια της μητέρας της σε νου και καρδιά. Σηκώθηκε και κοιτάχτηκε πάλι στον καθρέφτη. Διατηρώντας τα χέρια στο ύψος της κοιλιάς αυτοθαυμάστηκε και έπειτα έκλεισε τα μάτια της για μερικά δευτερόλεπτα. Πίσω απ’ τα σφραγισμένα βλέφαρα παρήλασαν σαν απείθαρχοι μαθητές όλα τα όνειρα που έκανε από μικρή.

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

Ο Σωτήρης φόρεσε το λευκό του πουκάμισο και έκανε να σηκωθεί από το κρεβάτι, αλλά το χέρι της Ελβίρας τον τράβηξε πίσω στο μαξιλάρι και μεμιάς τα χείλη της ενώθηκαν με τα δικά του.

«Πρέπει να φύγω. Πέρασε η ώρα», της είπε και έκανε να αποτραβηχτεί από τα ερωτικά δεσμά της.

«Μία φορά ακόμα. Μία! Δεν σε χορταίνω!» του είπε ξαναμμένη λόγω του πάθους που την είχε κυριεύσει.

Ύστερα από τη θυσία τους στον βωμό της Αφροδίτης ο Σωτήρης σηκώθηκε και κοίταξε το ρολόι. Η αληθοφανής δικαιολογία που είχε επικαλεστεί στην Ευλαμπία δεν του άφηνε πολλά περιθώρια χρόνου. Έπρεπε σύντομα να φέρει εις πέρας και την επόμενη εκκρεμότητά του και έπειτα να επιστρέψει στο σπίτι.

Βγήκε στο σαλόνι και αναζήτησε τα παπούτσια του αλλά και το σακάκι του. Πίσω του ξεπρόβαλε η Ελβίρα. Το ύφος της είχε αλλάξει ριζικά.

«Πότε θα της μιλήσεις;»

Ο Σωτήρης πιάστηκε εξαπίνης. «Πότε είπα ότι θα της μιλήσω; Δεν θυμάμαι να σου έταξα κάτι τέτοιο». Μισόκλειστα τα μάτια του, ξεκάθαρος ο τόνος του.

«Και θα κάνεις έναν γάμο στηριγμένο στο ψέμα; Αφού εμένα προτιμάς, παραδέξου το!»

«Τα είπαμε και την προηγούμενη φορά. Αν δεν θες, μου το λες και το διαλύουμε αμέσως. Κατανοητό;» βροντερή η φωνή του. Έριξε το σακάκι στον ώμο, άρπαξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου και έκλεισε πίσω του την πόρτα.

«Αφού δεν μιλάς εσύ, θα μιλήσω εγώ…» ψέλλισε χαμένη η Ελβίρα και έμεινε ασάλευτη να χαζεύει την εξώπορτα.

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

Επόμενος σταθμός του Σωτήρη η Βουλιαγμένη και ειδικότερα μία απόμερη καφετέρια. Εκεί θα έδινε γη και ύδωρ στην δεύτερη εκδοχή της παράνομης ζωής του.

Ένας άνδρας γύρω στα πενήντα με γκρίζα μαλλιά και γένια τον περίμενε καθισμένος σταυροπόδι σ’ ένα τραπεζάκι στο βάθος. Κάπνιζε το πούρο του και έπαιζε με το κομπολόι του. Ο Σωτήρης πήρε θέση απέναντί του.

«Άργησες», του είπε με βραχνή φωνή ο Μπάμπης.

«Είχε κίνηση», δικαιολογήθηκε.

«Ελπίζω στο κρίσιμο ραντεβού σου να είσαι συνεπής, αλλιώς το πουλάκι θα πετάξει και…»

«Έννοια σου», τον διέκοψε.

Η κουβέντα τους πέρασε κατευθείαν στο προκείμενο.

«Μέσα στις επόμενες μέρες, μπορεί και εβδομάδες να περιμένεις τηλεφώνημά μου. Το “πράγμα” πού είναι;»

«Σε ασφαλή θέση», τον διαβεβαίωσε. «Και εκεί θα παραμείνει αν δεν συμφωνήσουμε πρώτα τα χρήματα. Ένα εκατομμύριο ευρώ. Ακατέβατα!»

«Ζητάς πολλά!»

«Έχω ήδη κάνει εκπτώσεις. Αν δεν θέλουν, υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές. Λοιπόν;»

«Να το δω!» ζήτησε ο Μπάμπης.

Ο Σωτήρης έπιασε το κινητό του και του έδειξε φωτογραφίες μ’ ένα αρχαίο αγαλματίδιο που παρά το βάρος του χρόνου είχε διατηρηθεί σε σχεδόν άρτια κατάσταση. «Είναι ένα κόσμημα, δεν συμφωνείς;»

Ο Μπάμπης έμεινε ανέκφραστος. «Ακόμη απορώ πώς βρέθηκε στα χέρια σου».

«Αρχαιολόγος είμαι. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται».

«Να περιμένεις τηλεφώνημά μου», του επανέλαβε και χαλάρωσε το βάρος του κορμιού του συνεχίζοντας να παίζει με το κομπολόι του.

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

Οι μπαλκονόπορτες στο διαμέρισμα ανοιχτές, οι κουρτίνες κυμάτιζαν αέρινες, στην ατμόσφαιρα το άρωμα της γαρδένιας και στο βάθος ο ναός του Παρθενώνα φωτισμένος σαν ιερός πάπυρος σε βιβλίο της Ιστορίας.

Το βραδάκι τα δύο ζευγάρια κάθονταν στην τραπεζαρία και απολάμβαναν το καλομαγειρεμένο δείπνο της Ευλαμπίας.

«Στην υγεία σας, βρε παιδιά. Με το καλό ο γάμος και όλη σας η ζωή να είναι όπως την έχετε ονειρευτεί», ευχήθηκε η Μαρία, η σύζυγος του Δημήτρη.

Τσούγκρισαν και ήπιαν το γλυκόξινο κόκκινο κρασί.

«Τελικά, θα μείνετε εδώ μετά τον γάμο; Ωραίος ο Λυκαβηττός αλλά ένα θέμα με το παρκάρισμα το έχει. Είκοσι λεπτά έκοβα γύρους», παραπονέθηκε ο Δημήτρης.

«Εμείς έχουμε θέση στην πιλοτή της πολυκατοικίας», απάντησε ο Σωτήρης. «Το νοίκι είναι λογικό και δεν σκοπεύουμε να αλλάξουμε, τουλάχιστον για την ώρα. Βέβαια, η Ευλαμπία θέλει να μετακομίσουμε στα βόρεια, ώστε να είναι πιο κοντά στη δουλειά της».

«Αλήθεια, πώς πάει η χρηματιστηριακή;» τη ρώτησε η Μαρία.

«Όπως τα ξέρεις. Είναι λίγο βαρετά αλλά αμείβομαι καλά και στην ώρα μου. Σπάνιο πράγμα για τις μέρες μας», απάντησε και σηκώθηκε διότι είχε ξεχάσει να φέρει το αλάτι.

Χτύπησε το κινητό του Σωτήρη. Εκείνος πήγε μέχρι το πάσο του σαλονιού και το απάντησε διστακτικά.

«Παρακαλώ;»

«Είμαι κάτω από το σπίτι σου. Πρέπει να σε δω, έστω για δύο λεπτά». Η φωνή της Ελβίρας δεν του άφηνε περιθώρια.

«Ναι, καταλαβαίνω. Θα σου τα στείλω με mail αύριο το πρωί», υποκρίθηκε τον άνετο.

«Όχι αύριο. Τώρα πρέπει να σου μιλήσω. Περιμένω!»

«Έγινε. Καλό βράδυ». Ο Σωτήρης έκλεισε το τηλέφωνο και επέστρεψε στην καρέκλα του.

«Ποιος ήταν;» ρώτησε η Ευλαμπία.

«Η γραμματέας του κολλεγίου. Ήθελε να μου θυμίσει κάποιες εκκρεμότητες για την αυριανή εκδρομή».

Ο Δημήτρης συνοφρυώθηκε. Ως συνάδελφος γνώριζε πολύ καλά πως η γραμματέας δεν θα ενοχλούσε ποτέ και κανέναν τηλεφωνώντας βράδυ Σαββάτου. Δάγκωσε όμως τη γλώσσα του και δεν έφερε σε δύσκολη θέση τον επιστήθιο φίλο του.

Ο Σωτήρης πήγε μέχρι τον καλόγερο, εκεί που κρεμόταν το σακάκι του και αναζήτησε την ταμπακιέρα του. Φρόντισε έντεχνα να την ανοίξει μέσα στην τσέπη, ώστε να χυθούν τα εναπομείναντα τσιγάρα. Έπειτα τη φανέρωσε και την άνοιξε.

«Φτου! Μου τελείωσαν. Πετάγομαι μέχρι το περίπτερο. Θέλεις κανείς κάτι;»

«Δεν έχεις άλλο πακέτο στο συρτάρι της κουζίνας;» ρώτησε η Ευλαμπία.

«Όχι. Το πήρα το πρωί». Μεμιάς άρπαξε τα κλειδιά του, έριξε πάνω του το σακάκι και είπε: «Επιστρέφω αμέσως».

Ο Δημήτρης κατέβασε το προβληματισμένο βλέμμα του διότι είχαν μόλις επιβεβαιωθεί οι εικασίες του.

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

«Είσαι τρελή; Τι στον διάολο θες εδώ πέρα;» τσεκουράτη η φωνή του, αιμοσταγές το ύφος του.

«Περνούσα και είπα να κάνω μία στάση», προκλητική εκείνη.

«Κόψε τις αηδίες και εξαφανίσου».

Η Ελβίρα έκανε να τον φιλήσει, αλλά εκείνος αντιστάθηκε.

«Έχεις χάσει κάθε έλεγχο. Λοιπόν, για να εξηγούμαστε. Ώς εδώ ήταν! Δεν θα διαλύσω όλα όσα έχω φτιάξει με κόπο. Το κατάλαβες; Τελειώσαμε!» Ένα στακάτο η φωνή του.

Τα μάτια της Ελβίρας γούρλωσαν και το θυμικό φούντωσε μέσα της σαν πύρινη λαίλαπα. «Αυτό να το βγάλεις απ’ το μυαλό σου. Αν δεν μιλήσεις εσύ, θα μιλήσω εγώ και τότε…»

Το ηχηρό χαστούκι του Σωτήρη βρήκε το μάγουλό της. Η Ελβίρα μαρμάρωσε.

«Ποιον εκβιάζεις, ε; Εμένα; Σήκω και εξαφανίσου το καλό που σου θέλω. Είπα, εξαφανίσου!»

Γύρισε την πλάτη του και επέστρεψε στην είσοδο της πολυκατοικίας.

«Αυτό θα μου το πληρώσεις. Πολύ ακριβά!» ψέλλισε με τα δόντια της να τρίζουν και την άλλοτε αξιοπρέπειά της να μαστίζεται από το μένος και την οργή.

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

«Το περίπτερο ήταν κλειστό», γνωστοποίησε ο Σωτήρης μόλις μπήκε στο διαμέρισμα. Κρέμασε το σακάκι του στον καλόγερο και κάθισε πάλι στη θέση του. «Να σου κάνω μία τράκα;» ρώτησε τον Δημήτρη.

Καταφατικό το νεύμα του φίλου του.

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

Μέσα στο επόμενο μισάωρο οι δυο γυναίκες είχαν μαζέψει τα πιάτα και είχαν μείνει στην κουζίνα για να σερβίρουν το γλυκό.

Ήταν η στιγμή που η Μαρία άδραξε την ευκαιρία και μιλώντας χαμηλόφωνα είπε: «Σε ζηλεύω! Βλέπω όλα όσα έχεις ετοιμάσει για τον γάμο σας και ζηλεύω. Πριν από λίγα χρόνια ήμουν στη θέση σου. Με θυμάμαι να δακρύζω από ευτυχία και τώρα… τώρα μετανιώνω οικτρά».

Η Ευλαμπία σάστισε. «Τι είναι αυτά που λες; Τι συνέβη; Μήπως… Μήπως υπάρχει κάποια άλλη στη ζωή του Δημήτρη;»

«Άλλη όχι! Μία υπάρχει. Και έχει 52 πρόσωπα».

Το πιγούνι της Ευλαμπίας κρέμασε. «Ακόμη παίζει;»

«Ασταμάτητα! Μου το κρύβει, αλλά το ανακαλύπτω. Ξέρεις, κάποτε η γιαγιά μου μού είχε πει πως ο τζογαδόρος είναι χειρότερος σύζυγος από τον άπιστο, διότι όσων χρονών και να πάει, πάντα θα ’χει χέρια για να απλώνει πάνω στην τσόχα. Χμ! Κι όπως βλέπεις, ο Δημήτρης είναι αρτιμελής».

Η Ευλαμπία άφησε κατά νου το γλυκό και την πήρε αγκαλιά. «Τι σκοπεύεις να κάνεις; Έχεις προσπαθήσει να του μιλήσεις ώστε να απευθυνθείτε σε ψυχολόγο;»

«Μάταια!» ψέλλισε εκείνη και ξέσπασε σε δάκρυα.

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

Η ώρα είχε σημάνει δύο μετά τα μεσάνυχτα. Ο Σωτήρης έκανε ντους, όπως συνήθιζε λίγο πριν τον βραδινό του ύπνο, ενώ η Ευλαμπία συμμάζευε τα τελευταία. Έκλεισε τις μπαλκονόπορτες, κλείδωσε την εξώπορτα και λίγο πριν σβήσει τα φώτα στο σαλόνι, αποφάσισε να μαζέψει και το σακάκι του Σωτήρη απ’ τον καλόγερο. Καθώς το έπιασε, της γλίστρησε από τα χέρια και έπεσε στο πάτωμα. Πριν καν προλάβει να σκύψει, είδε πως από τη δεξιά τσέπη ξεπήδησε ένα τσιγάρο. Σάστισε!

Πήρε τον χρόνο της να συνέλθει και γονάτισε αργά. Έχωσε το χέρι της μέσα στην τσέπη και φανέρωσε κάμποσα τσιγάρα. Οι κόρες των ματιών της στράφηκαν στην αριστερή άκρη κι ένα τρέμουλο βασίλευσε στο κορμί της.

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

Κυριακή 7 Μαΐου 2023

Το γλυκό πρωινό ξεχύθηκε μέσα στην κρεβατοκάμαρα. Η Ευλαμπία άπλωσε το χέρι της αλλά έπιασε μονάχα το μαξιλάρι του Σωτήρη. Μεμιάς θυμήθηκε πως εκείνος θα έλειπε για επαγγελματικούς λόγους. Μαζί με τους σπουδαστές του κολλεγίου είχαν κανονίσει ολοήμερη εκδρομή στο Σούνιο.

Σηκώθηκε και αποφάσισε να απολαύσει την ξέγνοιαστη Κυριακή της αλλά η μοίρα είχε άλλα σχέδια.

Λίγο πριν το ρολόι σημάνει δέκα το πρωί, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Η Ευλαμπία απόρησε. Δεν περίμενε κανέναν. Κοίταξε από το ματάκι και διέκρινε μια άγνωστη γυναίκα.

«Ποιος είναι;» ρώτησε.

«Δέμα για την κυρία Ευλαμπία Σκουφά».

Στο άνοιγμα της πόρτας η Ευλαμπία διέκρινε… την Ελβίρα.

«Παρακαλώ;»

«Η κυρία Ευλαμπία Σκουφά;»

«Η ίδια. Εσείς ποια είστε;»

Ένα σαρκαστικό χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη της Ελβίρας. «Είμαι η… δεύτερη».


*Μην χάσετε το τρίτο κεφάλαιο: «Η μεγάλη ώρα»



Διαβάστε επίσης

Τα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Σανίδα Σωτηρίας» - Διαβάστε το 1ο μέρος

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Εις άτοπον απαγωγή» - Διαβάστε το 4o μέρος «Πικρό άρωμα»

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Εις άτοπον απαγωγή» - Διαβάστε το 3o μέρος «Όλα βάσει σχεδίου»

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Εις άτοπον απαγωγή» - Διαβάστε το 2o μέρος «Ύποπτες αντιφάσεις»

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Εις άτοπον απαγωγή» - Διαβάστε το 1o μέρος «Ώρες αγωνίας»

Ροή Ειδήσεων Δημοφιλή