Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Οδύνη και ηδονή» - Διαβάστε το 1o μέρος «Χυμώδεις εκπλήξεις»
Το Newsbomb.gr κάθε μήνα φιλοξενεί ένα διήγημα του δημοσιογράφου και συγγραφέα, Κυριάκου Κουζούμη.
«Οδύνη και ηδονή» είναι ο τίτλος του νέου διηγήματος του Κυριάκου για το Newsbomb.gr. Διαβάστε το πρώτο κεφάλαιο «Χυμώδεις εκπλήξεις».
Καλή ανάγνωση!
«Χυμώδεις εκπλήξεις»
Κυριακή 1 Μαρτίου 2020
Ο Δημήτρης ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στο κρεβάτι με τα χέρια πίσω από τον σβέρκο και απολάμβανε τα παθιασμένα φιλιά της Ελίζας. Τα ερωτικά χάδια της καλλονής παρτενέρ του απλώνονταν σ’ όλο το δασύτριχο στήθος του ενώ πίσω απ’ τα κλειστά της βλέφαρα έβλεπε μονάχα την παχυλή αμοιβή της για εκείνο το βράδυ.
Η ερωτική διάθεση γινόταν ολοένα και πιο «επιθετική», στο κόκκινο η αδρεναλίνη, ποτισμένα με ιδρώτα τα σεντόνια και στην ατμόσφαιρα η αδέσμευτη ενέργεια μιας αχαλίνωτης πώρωσης! Η Ελίζα συνέχισε να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του. Τα φιλιά της κατρακύλησαν στον λαιμό του, ενώ τα χέρια της ταξίδεψαν στη μέση του.
Εκείνη τη στιγμή, ο Δημήτρης αισθάνθηκε μία μικρή ενόχληση. Έστρεψε το κεφάλι του χαμηλά, προς την ανδρική του φύση και απευθύνθηκε… στη δεύτερη παρτενέρ του.
«Λίγο πιο απαλά!» της είπε και είδε τη Βερόνικα να του χαμογελάει πρόστυχα.
Μερικά λεπτά μετά, η θυσία τους στον βωμό του Διονύσου έφτασε στην κορύφωσή της και το αγκομαχητό του Δημήτρη αντιλάλησε στο μικρό υπνοδωμάτιο του ενοικιαζόμενου σπιτιού του. Αμέσως εκείνος γκρεμίστηκε στο κρεβάτι και οι λαχανιασμένες ανάσες του αναζήτησαν τον φυσιολογικό ρυθμό τους.
Μεμιάς άπλωσε το χέρι του στο κομοδίνο και αναζήτησε τα τσιγάρα του. Βαριά η πρώτη τζούρα! Πίσω απ’ τον παχύ καπνό είδε τις δύο αιθέριες υπάρξεις να σηκώνονται και να αναζητούν τα ρούχα τους στο πάτωμα. Δίχως να πει πολλά λόγια, τράβηξε το πρώτο συρτάρι του κομοδίνου του και έπιασε έναν φάκελο με χαρτονομίσματα. Τις φώναξε δίπλα του και τις αντάμειψε αδρά για τις «υψηλές» παροχές τους.
Ένα τελευταίο φιλί στα σαρκώδη χείλη τους και ένα απαλό χτύπημα στα σφριγηλά οπίσθιά τους ήταν το ευχαριστώ του. Τις είδε να αποχωρούν και έμεινε ακίνητος απολαμβάνοντας τη νικοτίνη να μπολιάζει τα σωθικά του…
Δεύτερα 2 Μαρτίου 2020
Η μουντάδα του ουρανού στριμώχτηκε μέσα από τις γρίλιες της μπαλκονόπορτας. Η ώρα ήταν περασμένη. Ο Δημήτρης όφειλε από τις οκτώ το πρωί να βρίσκεται στον χώρο της δουλειάς του. Εργαζόταν ως υπεύθυνος στο τμήμα πωλήσεων στο ελληνικό παράρτημα μίας γνωστής καπνοβιομηχανίας με έδρα την Αθήνα. Από την αρχή του έτους όμως, είχε αναγκαστεί να μετακινηθεί στη Θεσσαλονίκη, ώστε να ενισχύσει το αντίστοιχο τμήμα της επιχείρησης στη συμπρωτεύουσα. Είχε νοικιάσει ένα μικρό δυάρι κάπου στο κέντρο της πόλης καθώς λάτρευε τη βαβούρα και τον όχλο. Χάρη σ’ αυτά αισθανόταν συνεχώς ενεργός και δραστήριος.
Το κεφάλι του βαρύ από τις καταχρήσεις της προηγούμενης νύχτας και τα βαριά βλέφαρά του άνοιξαν με δυσκολία στους ήχους του ξυπνητηριού. Μόλις όμως είδε την ώρα στην οθόνη του κινητού του, πετάχτηκε σαν ελατήριο από το κρεβάτι. Είχε πάει ήδη εννέα.
Ντύθηκε βιαστικά και οδηγώντας έφτασε στην εργασία του. Κλείστηκε στο γραφείο του και παρήγγειλε τον πρώτο βαρύ καφέ της ημέρας. Δίπλα στον υπολογιστή πυργιώνονταν έγγραφα που περίμεναν την έγκριση και την υπογραφή του, ενώ το τηλέφωνο χτυπούσε συχνά.
Αναστέναξε και κάλεσε τον συνεργάτη του. Ο Ισίδωρος ντυμένος με κοστούμι και γραβάτα μπήκε στο γραφείο και τον βρήκε εξαντλημένο. Δίχως να χάσει χρόνο, τον ενέπαιξε.
«Κατάλαβα! Καλοπέρασες χθες βράδυ», είπε και κάθισε στην απέναντι καρέκλα.
«Πού να σ’ τα λέω! Τελικά η πόλη σας είναι γεμάτη “χυμώδεις” εκπλήξεις», του αντέτεινε πονηρά και κουνώντας τα δάχτυλά του έδειξε τα εισαγωγικά. «Και είναι τόσες πολλές που δεν θα προλάβω να τις χορτάσω όλες!» συμπλήρωσε με νόημα στο μάτι.
«Μμμ…» το επιφώνημα εντυπωσιασμού του Ισίδωρου είχε διάρκεια. «Μελαχρινή ή ξανθιά ήταν η χθεσινή “χυμώδης” έκπληξη;»
«Μία μελαχρινή και μία ξανθιά», φαρδύ πλατύ το φαλλοκρατικό χαμόγελό του.
«Τι ανάγκη έχεις εσύ; Για σένα είναι η ζωή! Κοντεύεις τα 40, ελεύθερος και με λεφτά».
«Σε λίγες μέρες όμως, η dolce vita μου στη Σαλονίκη σας ολοκληρώνεται και… πρωτεύουσα σου ’ρχομαι».
«Ομολογώ πως μέσα σε δύο μήνες που έμεινες εδώ η εταιρεία “αναστήθηκε”. Ίσως το καλοκαίρι κατεβώ κι εγώ στην Αθήνα για λίγες μέρες. Θα βρεθούμε για κάναν καφέ; Αλήθεια, σε ποια περιοχή μένεις;»
«Στο Καβούρι, φυσικά! Σε μια ταπεινή βιλίτσα με θέα το απέραντο γαλάζιο!»
«Μόνος σε ολόκληρη βίλα;»
«Καλύτερα μόνος σε άπλα, παρά με γυναίκα και παιδιά σε ένα μέσο τριάρι μιας πολύβουης πολυκατοικίας».
Ο Ισίδωρος κοίταξε το ρολόι του. «Σε λίγο έχουμε σύσκεψη. Θα είναι παρούσα και η CEO από την Αθήνα».
Τον άφησε μόνο του και τότε ο Δημήτρης έγειρε τη δερμάτινη πολυθρόνα του προς το παράθυρο. Τα σύννεφα έδειχναν συστρατευμένα και έτοιμα για βροχερό πόλεμο. Χαλάρωσε για λίγο και άναψε τσιγάρο. Αμέσως ένας δυνατός ξερόβηχας σκαρφάλωσε στον λαιμό του. Έσβησε με θυμό το τσιγάρο στο τασάκι και σκούπισε τον παγωμένο ιδρώτα απ’ το κούτελό του.
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Οι ημέρες πέρασαν και οι επαγγελματικές υποχρεώσεις του Δημήτρη στη Θεσσαλονίκη είχαν ολοκληρωθεί. Αν και τα αποτελέσματα της δουλειάς του ήταν καρποφόρα, η γενική διεύθυνση της επιχείρησης δεν χαμογέλασε, παρά διατήρησε επιφυλάξεις. Η CEO αρκέστηκε μονάχα σε ένα καλάθι με μία φιάλη κρασιού και μία κάρτα, στην οποία αναγραφόταν ένα τυπικό “Ευχαριστούμε. Καλή επιστροφή στη βάση”.
Σάββατο 14 Μαρτίου 2020
Ο Δημήτρης είχε ήδη πακετάρει τα προσωπικά του αντικείμενα. Οι δείκτες στο ρολόι σήμαναν δέκα το βράδυ. Καθόταν στο σαλόνι του μικρού διαμερίσματος και χάζευε το ταβάνι με τη διάθεσή του στο ναδίρ. Δίπλα του ένα χαμηλό ποτήρι με αλκοόλ και το τασάκι ξεχειλισμένο από γόπες.
Σηκώθηκε και αποφάσισε μία τελευταία βόλτα στη Θεσσαλονίκη. Ντυμένος βαριά ξεχύθηκε για στην παραλία και έγινε ένα με τους δεκάδες νεαρούς φοιτητές που κατά παρέες γελούσαν και διασκέδαζαν. Αγόρασε από ένα περίπτερο μία παγωμένη μπύρα και έφτασε ώς την άκρη του λιμανιού. Κάθισε στο τέρμα του προβλήτα και κρέμασε τα πόδια του πάνω απ’ το ήρεμο νερό. Στο ένα του χέρι η φωταγωγημένη πολιτεία που άφριζε από ζωή και στο άλλο η θάλασσα που σφιχταγκάλιαζε τον μαύρο ουρανό στο κρεβάτι του ορίζοντα.
Σύντομα οι σκέψεις του έβγαλαν φτερά και μαζί τους οι θύμησες απ’ τα παιδικά του χρόνια, τότε που ως πιτσιρίκος ονειρευόταν να μεγαλώσει και να κατακτήσει τον κόσμο, να ταξιδέψει παντού και να γευτεί κάθε καρπό ηδονής. Οι φιγούρες των εκλιπόντων γονιών του άστραψαν στον νου του και μεμιάς εκείνος δάκρυσε. Κι έπειτα, αναβόσβησαν μέσα του όλα τα έργα και οι ημέρες του τα τελευταία περίπου δέκα χρόνια όταν από τη μια πάλευε με το φαίνεσθαί του και από την άλλη με το είναι του.
Άδειασε τη μπύρα και έξυσε τις παλάμες του. Σκούπισε τα μάγουλά του και ψέλλισε ένα αντίο στην πόλη που φιλοξένησε τόσο τον ίδιο όσο και τους διακαείς πόθους του.
Κυριακή 15 Μαρτίου
Ύστερα από το πολύωρο οδικό ταξίδι ο Δημήτρης έφτασε στο σπίτι του, στο… Παγκράτι! Πάρκαρε σχεδόν δύο τετράγωνα πίσω από την πολυκατοικία με το διαμέρισμα του. Βγήκε από το ασανσέρ στον τρίτο όροφο μαζί με τη βαλίτσα και τον χαρτοφύλακά του. Κοντοστάθηκε μπροστά από την εξώπορτα και το βλέμμα του έπεσε στο κουδούνι, που αναγραφόταν το ονοματεπώνυμό του Δημήτρης Γκρίζος. Αναζήτησε τα κλειδιά στην τσέπη του μπουφάν του. Άνοιξε την πόρτα και βρέθηκε στο μικρό χολ. Εκείνη τη στιγμή από το βάθος του σαλονιού άκουσε δύο παιδικές φωνούλες να του εύχονται δυνατά!
«Χρόνια πολλά μπαμπά!»
Έτρεξαν στην ορθάνοικτη αγκαλιά του και του χάρισαν στα μάγουλα από ένα φιλί γεμάτο αγάπη, ενώ πίσω τους ξεπρόβαλε η σύζυγός του, η Γωγώ. Τον έσφιξε δυνατά και του ψιθύρισε στ’ αυτί. «Μας έλειψες».
*Μην χάσετε το δεύτερο κεφάλαιο: «Βαρύγδουπες αλήθειες»
Τα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Σανίδα Σωτηρίας» - Διαβάστε το 4ο μέρος «Η αξία της υπομονής»
Τα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Σανίδα Σωτηρίας» - Διαβάστε το 3ο μέρος «Η μεγάλη ώρα»
Τα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Σανίδα Σωτηρίας» - Διαβάστε το 2ο μέρος «Αναπάντεχη επίσκεψη»
Τα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Σανίδα Σωτηρίας» - Διαβάστε το 1ο μέρος «Ας μιλήσουμε ανοιχτά»