Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Μία σου και μία μου» - Διαβάστε το 2o μέρος «Γυναικεία πυρά»

Αυτό το Σαββατοκύριακο διαβάζουμε το νέο διήγημα του Newsbomb.gr, που έχει τίτλο «Μία σου και μία μου»
Unsplash

Το Newsbomb.gr κάθε μήνα φιλοξενεί ένα διήγημα του δημοσιογράφου και συγγραφέα, Κυριάκου Κουζούμη.

«Μία σου και μία μου» είναι ο τίτλος του νέου διηγήματος του Κυριάκου για το Newsbomb.gr. Διαβάστε το δεύτερο κεφάλαιο «Γυναικεία πυρά».

Καλή ανάγνωση!

«Γυναικεία πυρά»

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2022

Το γκρίζο χρώμα του μουντού ουρανού μπήκε δειλά από τις χαραμάδες της μπαλκονόπορτας. Η Δέσποινα άνοιξε τα μάτια της και άλλαξε πλευρό. Κοίταξε την ώρα στο ηλεκτρονικό ρολόι του κομοδίνου. Ήταν μόλις επτά και μισή το πρωί. Σηκώθηκε και μπήκε στο προσωπικό της μπάνιο. Κοίταξε το είδωλό της στον καθρέφτη και πίσω από την ψυχική της εξάντληση διέκρινε τη μοιραία όψη της που εξακολουθούσε να τη βαραίνει σαν αμαρτία.

Έκανε ένα δροσερό ντους και τυλιγμένη με το λευκό της μπουρνούζι βγήκε στο φαρδύ μπαλκόνι του υπνοδωματίου της. Κοίταξε τον καταπράσινο κήπο και δίπλα στην πισίνα διέκρινε τον Μπάμπη. Κρατούσε το κοντάρι με το δίχτυ και μάζευε τα πεσμένα φύλλα στο χλωριούχο νερό. Την ίδια ώρα, η Μαρία, η οικονόμος του σπιτιού, έμπαινε στον κήπο βαστώντας τσάντες από τον φούρνο. Τους είδε να ανταλλάσσουν χαμόγελα και απόρησε. Μέσα στο επόμενο λεπτό έστειλε ένα γραπτό μήνυμα από το κινητό της.

“Έλα επάνω. Τώρα!”

Πέρασαν περίπου πέντε λεπτά όταν ο Μπάμπης άνοιξε την πόρτα του υπνοδωματίου και είδε τη Δέσποινα να τον περιμένει ολόγυμνη στο κρεβάτι με βλέμμα που έσταζε ηδονή και την αδρεναλίνη να καλπάζει επικίνδυνα στην ατμόσφαιρα.

«Κλείδωσε», τον πρόσταξε χαμηλόφωνα αφήνοντας το χάδι της να πέσει στο στητό της μπούστο.

Εκείνος υπάκουσε και αμέσως μετά… ξεκούμπωσε το τζιν του.

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

Αργά το μεσημέρι η Μαρία ήταν στην κουζίνα. Αμίλητη και σκυθρωπή πάλευε να χαλιναγωγήσει τον θυμό της, διότι στ' αυτιά της ακόμη αντηχούσαν τα αγκομαχητά, όταν η ίδια είχε περάσει έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας της Δέσποινας.

«Να στρώσω τραπέζι για το γεύμα;» τη ρώτησε η Μόντα, μία υπηρέτρια του σπιτιού.

«Ε;» Η Μαρία πήρε μια βαθιά ανάσα για να συγκρατήσει την οργή της και έτριψε το παγωμένο κούτελό της. «Όχι, όχι. Η Κατερίνα με τον Παύλο θα αργήσουν στην εταιρεία και ο Στέφανος λείπει. Η κυρία Δέσποινα είπε να το αφήσουμε για το βράδυ».

«Μάλιστα», κοίταξε το ρολόι. «Πέρασε η ώρα. Θα αλλάξετε εσείς το οξυγόνο στον κύριο Αλέξανδρο;»

«Ναι, ναι», απάντησε η Μαρία και τράβηξε για τον πάνω όροφο.

Μόλις μπήκε μέσα στο δωμάτιο που βρισκόταν ο κύριος της πολυτελούς μονοκατοικίας, είδε τη Δέσποινα να κάθεται γονατιστή στο πλευρό του.

«Συγγνώμη, δεν… δεν ήξερα».

«Τον φρόντισα εγώ, Μαρία. Συνέχισε ό,τι έχεις να κάνεις», της είπε και την είδε να κλείνει πίσω της την πόρτα. Εκείνη τη στιγμή, η Δέσποινα σηκώθηκε και άνοιξε τελείως τις κουρτίνες. Πήρε πάλι θέση δίπλα στον σύζυγό της και του έπιασε το ζεστό χέρι.

Ο Αλέξανδρος Σοφιανός ήταν εξήντα ετών. Γαλανά μάτια, γκρίζα μαλλιά και γένια, λακκάκια στα μάγουλα και αδύνατο σουλούπι. Κάποτε ήταν το συνώνυμο της λεβεντιάς, τους τελευταίους μήνες όμως είχε γίνει ο ορισμός του ανθρώπου που υπάρχει, αλλά δεν ζει. Η πτώση από τις σκάλες τον είχε καθηλώσει σε αναπηρικό αμαξίδιο, τα ζωτικά του όργανα υπολειτουργούσαν ενώ από τα ρουθούνια του δεν έλειπε σχεδόν ποτέ ο καθετήρας του οξυγόνου.

Ο προσωπικός γιατρός του τον επισκεπτόταν κάθε εβδομάδα, αλλά η κατάστασή του ήταν σταθερή. Οι ελπίδες για επιστροφή στην αντίληψη, τη συνείδηση και τη ζωή έμοιαζαν με σταγόνες σε ωκεανό.

«Κάποτε μου είχες πει πως θα με κάνεις βασίλισσα. Με έκανες αλλά… με εγκατέλειψες. Μ’ άφησες με στέμμα μέσα σ’ ένα παλάτι να διαφεντεύω τους πάντες, αλλά στον θρόνο δίπλα μου έχω τη σκιά σου. Μια επιβλητική σκιά που εξακολουθεί να εμπνέει σεβασμό, πίστη και υπακοή. Όλοι τόσο εδώ μέσα όσο και στη ναυτιλιακή περιμένουν την ώρα και τη στιγμή που θα “αναστηθείς”, που ως ο αγαπημένος τους καπετάνιος θα πιάσεις και πάλι το πηδάλιο. Κι όλοι κοιτούν εμένα με μισό βλέμμα. Λες κι ευθύνομαι εγώ για το ατύχημά σου.

»Σχεδόν δέκα μήνες τώρα είμαι μόνη. Το πρώτο σοκ πέρασε, αλλά το μεγάλο σοκ έρχεται και με χτυπάει σαν μπούμερανγκ μέρα νύχτα. Το σοκ της απόγνωσης και της αδυναμίας να διαχειριστώ τον στόλο σου και κυρίως το σοκ της φοβίας να διαχειριστώ τη μοναξιά μου. Ντρέπομαι για ό,τι κάνω. Κινήσεις οργής και κατάχρησης εξουσίας μόνο και μόνο για να επιβεβαιώνω πως εγώ είμαι η βασίλισσα.

»Θα φύγω, Αλέξανδρε. Θα φροντίσω όλα τα διαδικαστικά και θα φύγω. Ήθελα να είσαι ο πρώτος που θα το ακούσεις. Και μπορεί τώρα που σου μιλάω να αγνοώ αν με ακούς, αλλά με ακούω εγώ. Κι εγώ ξέρω πως το είπα πρώτα σε σένα. Θα φύγω…» Σκούπισε τα δάκρυά της και άφησε τον αναστεναγμό της να αντηχήσει στους τοίχους. Σηκώθηκε και τον φίλησε στο μάγουλο, του χάιδεψε απαλά τα μαλλιά και βγήκε στον διάδρομο. Στο βάθος διέκρινε τη Μαρία. Συνοφρυώθηκε. Για μια στιγμή θορυβήθηκε μήπως την είχε κρυφακούσει. Τέντωσε τον λαιμό της και τράβηξε για τη δική της κρεβατοκάμαρα.

Η Μαρία κλειδώθηκε στο μπάνιο και στήθηκε μπροστά στον καθρέφτη. «Αυτό παραπάει», είπε χαμηλόφωνα.

Κυριακή 27 Μαρτίου 2022

Το μεσημεριανό τραπέζι ήταν στρωμένο και γύρω από την επιβλητική τραπεζαρία τα μέλη της οικογένειας είχαν ήδη πάρει τις θέσεις τους. Ανάμεσά τους ήταν τόσο ο προσωπικός γιατρός του Αλέξανδρου, ο κύριος Δαβάκης όσο και ο επικεφαλής του νομικού συμβουλίου της ναυτιλιακής, ο κύριος Θεοφάνους, ο οποίος ήταν και ο προσωπικός δικηγόρος της Δέσποινας.

Λίγο πριν σερβιριστεί το επιδόρπιο η Δέσποινα ένωσε τα δάκτυλά της και πήρε μια βαθιά ανάσα για να βρει το θάρρος να ξεδιπλώσει τα σχέδιά της.

«Θα ήθελα να σας ανακοινώσω κάτι», προλόγισε και όλοι με βλέμμα απορίας ζωγραφισμένο στα πρόσωπά τους πέταξαν απόχη στα χείλη της.

Ο μόνος που γνώριζε το τι θα ακολουθούσε ήταν ο δικηγόρος της, ο οποίος διατήρησε την ψυχραιμία του φορώντας παράλληλα ένα σαρδόνιο χαμόγελο.

Μέσα στα επόμενα λεπτά η Δέσποινα είπε όλα όσα από καιρό σκάρωνε στο παρασκήνιο. Μεταξύ άλλων ανέφερε…

«Η ναυτιλιακή θα περάσει εξ ημισείας στα παιδιά μας. Κάθε χρόνο θα μοιράζονται τα κέρδη, υπό τον απαράβατο όρο ότι θα εργάζονται σκληρά και οι δύο». Αιχμηρό βέλος το βλέμμα της που λάβωσε τον Στέφανο. «Η έπαυλη αυτή θα περάσει στην κατοχή της Κατερίνας, με την ευχή κάποια στιγμή να κάνει παιδιά και να μεγαλώσουν εδώ που μεγάλωσαν και τα δικά μου». Στράφηκε προς την κόρη της και της χάιδεψε στοργικά το χέρι. «Και στον Στέφανο θα πάει η βίλα στο Σούνιο, καθώς ξέρω πόσο πολύ αγαπά να βρίσκεται κοντά στη θάλασσα. Κάτι τέτοιο όμως θα γίνει μόλις ο ίδιος αποφασίσει να φτιάξει τη ζωή του σε σοβαρό και σταθερό έδαφος. Δεν σκοπεύω, βλέπετε, οι κόποι μιας ζωής να γίνουν αμμώδη παλάτια που θα τα γκρεμίσει το κύμα ενός πρόσκαιρου πάθους». Ορθά όλοι συμπέραναν πως υπονοούσε τη σχέση του με τη Μαρίζα. «Όσο για όλα τα υπόλοιπα, θα τα μάθετε εν καιρώ».

«Κι ο πατέρας;» ξεστόμισε η Κατερίνα.

«Θα μείνει εδώ που είναι. Εδώ που ανήκει. Υπό την προστασία σου. Δεν εμπιστεύομαι κανέναν άλλον. Κανέναν!» υπογράμμισε.

«Κι εσύ;» ήταν η απορία του Παύλου.

«Για την ώρα θα μετακομίσω στο Λονδίνο, στην αδελφή μου. Δεν σας εγκαταλείπω, αλλά αυτό που συνέβη στον πατέρα σας με έχει διαλύσει ψυχικά. Έχω ανάγκη να ξαναβρώ τη δύναμή μου, τα πατήματά μου, τον… τον εαυτό μου».

Ο ξερόβηχας της Μαρίας ακούστηκε από την άκρη της αίθουσας. Η οικονόμος στεκόταν όρθια και ακίνητη, όπως πρόσταζε η ιδιότητά της.

«…Δεν ξέρω πότε θα επιστρέψω, αλλά δεν έχει σημασία. Θα είμαστε σε συνεχή επικοινωνία. Ο δικηγόρος μου θα επιβλέπει τόσο την εξέλιξη της εταιρείας όσο και τη δική σας».

Ο Στέφανος που άκουγε βουβός κάγχασε μαγνητίζοντας όλων τα βλέμματα. «Εύγε! Επιτέλους έριξες τη μάσκα σου. Είσαι το ακριβώς αντίθετο με τον πατέρα. Εκείνος ως ένας γνήσιος καπετάνιος δεν θα εγκατέλειπε ποτέ το καράβι του σπιτιού του. Δεν θα σε εγκατέλειπε ποτέ αν οι ρόλοι σας ήταν αντίστροφοι. Εσύ ένας σκέτος ποντικός. Στην πρώτη φουσκοθαλασσιά πηδάς στη λέμβο σωτηρίας και τραβάς για… την ελευθερία σου. Για λόγους συνείδησης πετάς ξεροκόμματα σε εμάς και ιδίως σε μένα, νομίζοντας πως θα επιτρέψω να ελέγχεται η ζωή μου από τον δικηγοράκο σας. Ε, όχι δα!», κοπάνησε την πετσέτα του δίπλα στο πιάτο του και σηκώθηκε όρθιος.

«Ας σας ανακοινώσω κι εγώ κάτι. Η ζωή μου θα φτιάξει πολύ σύντομα και πράγματι θα είναι σε στέρεο έδαφος. Ένα έδαφος οικογενειακό. Σε λίγες εβδομάδες παντρεύομαι και σε λίγους μήνες… γίνομαι πατέρας. Η Μαρίζα θα ’θελε πολύ να είναι εδώ σήμερα, αλλά έχει πάει μαζί με τους γονείς της στο χωριό της για ανειλημμένους οικογενειακούς λόγους. Επιστρέφει σήμερα και το βράδυ θα έρθει από ’δω. Μόλις με το καλό τυπωθούν τα προσκλητήρια θα τα λάβετε όλοι. Καλό σας απόγευμα…» Γύρισε την πλάτη του και αποχώρησε με ψηλά το κεφάλι.

Όλοι είχαν μείνει άφωνοι. Η Δέσποινα όμως επανέκτησε τον αυτοέλεγχο συγκρατώντας το ξέσπασμά της. Με ύφος «βασίλισσας» απευθύνθηκε στη Μαρία.

«Μπορούμε να περάσουμε στο επιδόρπιο».

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

Οι δείκτες στο ρολόι σήμαναν τρεις μετά τα μεσάνυχτα όταν ο Στέφανος φορώντας μονάχα το εσώρουχό του κατέβηκε αθόρυβα στο ισόγειο για να πάει στην κουζίνα. Λυσσούσε για κάτι γλυκό, ενώ σκόπευε να το απολαύσει στο κρεβάτι μαζί με τη Μαρίζα. Μόλις όμως κατέβηκε τη σκάλα, διέκρινε στο βάθος του σαλονιού το κεφάλι της Δέσποινας να εξέχει από τον ογκώδη καναπέ, ενώ ο καπνός του τσιγάρου της διαχεόταν στην ατμόσφαιρα υπό το χαμηλό φως της λάμπας δαπέδου. Σάστισε. Την πλησίασε αργά και φανερώθηκε μπροστά της.

«Τι κάνεις εδώ μέσα στη μαύρη νύχτα;»

Εκείνη δεν ταράχτηκε. Ύψωσε τον λαιμό της, τον κοίταξε και του χαμογέλασε ειρωνικά. «Με δοκιμάζω. Αναρωτιέται αν αυτό που θα κάνω θα χαρακτηρίσει την ψυχή μου ως μαύρη σαν τη νύχτα ή ως λευκή σαν τη ζάχαρη».

«Τα ’χεις χαμένα; Τι είναι αυτά που λες;»

«Ποτέ μου δεν τα έχασα. Αυτό ήταν πάντα το ελάττωμά μου. Ήξερα πάντα να βρίσκω όσα έχαναν οι άλλοι. Κι εσύ έχεις χάσει το μυαλό σου μαζί της, έχεις χάσει την όρασή σου. Δεν βλέπεις αυτά που βγάζουν μάτι. Χμ!» χασκογέλασε και συνέχισε. «Στην αρχή θα χαρακτηρίσεις την ψυχή μου μαύρη, διότι θα σου διαλύσω ό,τι λες πως αγαπάς. Στο τέλος όμως, θα αναθεωρήσεις και θα τη χαρακτηρίσεις λευκή, διότι θα σε έχω σώσει από βέβαιο ευτελισμό».

«Ανάθεμά με κι αν σε καταλαβαίνω».

Η Δέσποινα έσβησε το τσιγάρο της και έσυρε κάτω από ένα φουσκωτό μαξιλάρι έναν κίτρινο φάκελο. «Καλύτερα τώρα και από μένα, παρά μετά και απ’ όλους». Σηκώθηκε και του τον έδωσε στα χέρια. «Να θυμάσαι πως όσο σ’ αγαπάει η μάνα σου δεν σ’ αγαπάει κανείς. Κι όσον αφορά την “κυρία” που σε περιμένει, αυτή αγαπά μονάχα το δερμάτινο πορτοφόλι σου». Του χάιδεψε τρυφερά το μάγουλο και του έγνεψε ένα μειδίαμα. «Αν χρειαστείς τσιγάρα, τράκαρε από τα δικά μου», του είπε πριν φύγει δείχνοντάς του το πακέτο της που συνειδητά το είχε αφήσει στο χαμηλό τραπεζάκι.

Ο Στέφανος έμεινε μόνος. Κάθισε στον καναπέ και τράβηξε μέσα από τον φάκελο τις πρόστυχες φωτογραφίες της Μαρίζας ανάμεσα σε δύο γυμνά ανδρικά κορμιά. Το σαγόνι του κρέμασε, τα βλέφαρά του κοκκάλωσαν ενώ ένα μούδιασμα βασίλευσε σ’ όλο του το κορμί.

Αρκετά λεπτά μετά επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρά του. Η Μαρίζα τυλιγμένη με το σεντόνι τον περίμενε χαζεύοντας στο κινητό της. «Πού ήσουν τόση ώρα; Τι γλυκό μας έφερες;» τον ρώτησε, μα αμέσως πρόσεξε το ψυχρό ύφος του. «Τι συνέβη;»

«Πρέπει να μιλήσουμε». Κοφτή η απάντησή του.

*Μην χάσετε το τρίτο κεφάλαιο: «Σκοτεινά άλλοθι»

Τα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Μία σου και μία μου» - Διαβάστε το 1ο μέρος «Γενναιόδωρος εκβιασμός»

Τα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Οδύνη και ηδονή» - Διαβάστε το 4ο μέρος «Είχα άλλα όνειρα»

Τα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Οδύνη και ηδονή» - Διαβάστε το 3ο μέρος «Τελειώσαμε»

Τα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Οδύνη και ηδονή» - Διαβάστε το 2ο μέρος «Βαρύγδουπες αλήθειες»

Τα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Οδύνη και ηδονή» - Διαβάστε το 1ο μέρος «Χυμώδεις εκπλήξεις»