Νάνα Μούσχουρη: Από το σινεμά του πατέρα της στα πέρατα του κόσμου
«Είμαι επίμονη ως άνθρωπος. Αν δεν επέμενα, δεν θα ήμουν αυτό που είμαι σήμερα», έλεγε πριν λίγα χρόνια σε συνέντευξή της στη Lifo η Νάνα Μούσχουρη που λίγες μέρες πριν κλείσει τα 90 της χρόνια (13 Οκτωβρίου) γνωστοποίησε την πρόθεσή της να εγκαταλείψει τη σκηνή. «Θέλω να δώσω μερικές παραστάσεις ακόμη, και μετά αυτό θα είναι όλο. Νομίζω πως έχω κάνει αρκετά. Δεν μπορώ να παριστάνω πως είμαι νέα. Δεν θέλω να κάνω τον κόσμο να υποφέρει. Δεν έχω το δικαίωμα να ανέβω στη σκηνή και να μην τραγουδήσω καλά, ακόμη κι αν το κοινό με χειροκροτήσει γι' αυτό», δήλωσε η διεθνής Ελληνίδα σε συνέντευξή της στο Spiegel. Μπορεί η ίδια να χαρακτηρίζει το έργο που αφήνει πίσω της με τη λέξη «αρκετά» αλλά, όπως όλοι γνωρίζουμε αυτό δεν ανταποκρίνεται σε καμία περίπτωση στην πραγματικότητα. Η Νάνα Μούσχουρη ανήκει στην ολιγομελή ομάδα των Ελλήνων καλλιτεχνών που σε δύσκολες εποχές, κατάφερε να σπάσει τα σύνορα της χώρας και να κάνει μια πραγματικά μεγάλη και διεθνή καριέρα έχοντας πουλήσει περισσότερους από 300 εκατομμύρια δίσκους σε όλο τον κόσμο, να συνδέσει το όνομά της με τις πιο μεγάλες παγκόσμιες προσωπικότητες της μουσικής (Χάρι Μπελαφόντε, Κουίνσι Τζόουνς, Μισέλ Λεγκράν, Σαρλ Αζναβούρ, Χούλιο Ιγκλέσιας, Μερσέντες Σόσα, Μάνος Χατζιδάκις, Νίκος Γκάτσος, Μίμης Πλέσσας και πολλοί άλλοι) και να αποκτήσει φανατικούς θαυμαστές στα πέρατα του κόσμου. Δεν είναι τυχαίο ότι η δήλωση της πρόθεσή της να εγκαταλείψει την ενεργό δράση έκανε αστραπιαία το γύρο του διαδικτύου σε όλο τον κόσμο.
Στο σινεμά του πατέρα της
Αν και έχει ξαναπεί «αντίο» στον κόσμο του τραγουδιού και της μουσικής στο παρελθόν για να ξαναγυρίσει στη συνέχεια ανανεωμένη και ωριμότερη από ποτέ, η Νάνα Μούσχουρη φαίνεται ότι πλέον βάζει τελεία στην πολύχρονη καριέρα της έχοντας ηχογραφήσει πλέον περί τα 1.500 τραγούδια σε 15 γλώσσες, σε 450 δίσκους εκ των οποίων οι 230 έχουν γίνει χρυσοί και πλατινένιοι σε όλο τον κόσμο. Τελευταία της κυκλοφορία ήταν μόλις πέρυσι, το διπλό «Nana Mouskouri Radio Days» με 24 ανέκδοτες ηχογραφήσεις της από τη δεκαετία του ’50 και του ’60 στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας με την Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής του Ιδρύματος.
Γεννημένη στα Χανιά στις 13 Οκτωβρίου 1934, μεγάλωσε στο Κουκάκι δίπλα στο σινεμά που εργαζόταν ο πατέρας της Κωνσταντίνος που ήταν μηχανικός προβολής ταινιών. Ως μικρό κορίτσι έζησε δύσκολες μέρες κατά τη διάρκεια της Κατοχής. «Εκτός απ' την καταστροφή, υπήρχε και μεγάλη πείνα, αν κι εμείς δεν την καταλαβαίναμε τόσο γιατί ήμασταν παιδιά. Οι γονείς μας προσπαθούσαν να έρχονται στο σπίτι χαμογελαστοί με το συσσίτιο, με μια σούπα ή τα ψημένα ρεβίθια που τα έφτιαχναν στραγάλια στο τηγάνι», έλεγε στις συνεντεύξεις της. Όμως «ονειρευόταν» από μικρή, όπως της έλεγε η μητέρα της, Αλίκη, που ήταν ταξιθέτρια σε κινηματογραφικές αίθουσες και συνήθιζε να τραγουδάει τα τραγούδια που άκουγε την προηγούμενη νύχτα στις ταινίες που πρόβαλλε ο πατέρας της. «Αυτό το κορίτσι τραγουδάει συνέχεια. Δεν ξέρω τι θα το κάνω», έλεγε εκείνος σε έναν γείτονα κι εκείνος του απαντούσε ότι «άμα της αρέσει, πρέπει να πάει στο σχολείο της μουσικής, στο ωδείο. Δεν θα της κάνει καθόλου κακό».
Στο Ωδείο Αθηνών
Κάπως έτσι η Νάνα (Ιωάννα) Μούσχουρη έγινε δεκτή το 1950 στο Ωδείο Αθηνών αλλά αργότερα αποβλήθηκε όταν έγινε γνωστό ότι συνήθιζε να τραγουδάει στα πρωινά στο μαγαζί του Γιώργου Οικονομίδη. Παράλληλα, πήγαινε και στις ραδιοφωνικές εκπομπές που τραγουδούσαν ζωντανά οι φίρμες της εποχής καθώς και μουσικές εκδηλώσεις και συναυλίες στους κινηματογράφους και στο Zάππειο. Εκεί, σε έναν διαγωνισμό την ανακάλυψε ο Μίμης Πλέσσας δίνοντάς την ευκαιρία να τραγουδήσει μπροστά στο κοινό. Στη συνέχεια την άκουσε να τραγουδά ο Μάνος Χατζιδάκις και της έδωσε να τραγουδήσει το «Πίσω από τις τριανταφυλλιές» για μια ταινία, ενώ το 1958 κέρδισε στο Α’ Φεστιβάλ Ελληνικού Τραγουδιού με το «Κάπου υπάρχει η αγάπη μου» του Χατζιδάκι και το «Ξέρω κάποιο αστέρι» του Μίμη Πλέσσα. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και το τραγούδι με το οποίο την γνωρίουν και οι μη μυημένοι, το «Χάρτινο το φεγγαράκι» του Μάνου Χατζιδάκι σε στίχους Νίκου Γκάτσου. Όπως ήταν φυσικό, δεν άργησε να μπει στην λεγόμενη παρέα του «Φλόκα». «Εκεί ήταν τότε ο Μόραλης, ο Ελύτης, ο Τσαρούχης, ο Κούνδουρος, ο Ρίτσος, ο Αργυράκης, ο Χορν, καμιά φορά η Παξινού με τον Μινωτή και, φυσικά, ο Χατζιδάκις με τον Γκάτσο. Ήταν το μεγαλύτερο «σχολείο» που πήγα στη ζωή μου. Ν' ακούς τον Νίκο Γκάτσο να μιλάει όλη τη νύχτα με τον Μάνο», έλεγε η Νάνα Μούσχουρη στις συνεντεύξεις της. «Γράφανε τραγούδια κάθε μέρα. Ο Γκάτσος ερχόταν πρώτος. Ο Μάνος αργούσε, ερχόταν τρεις ώρες μετά. Έδιναν ραντεβού στις δύο, ερχόταν στις πέντε. Όταν ερχόταν ο Μάνος, δημιουργούνταν σούσουρο. «Έρχεται ο Μάνος», έλεγαν όλοι. Ήταν πολύ σημαντικός. Ξεκινούσαν τη συζήτηση, αρχικά για ευτελή πράγματα και μετά προχωρούσαν πιο βαθιά. Έχτιζαν τον κόσμο. Όλοι εκείνοι ήταν οι πραγματικοί μου γονείς», συνέχιζε.
Εκτός συνόρων
Το 1960 ήταν η χρονιά που η Νάνα Μούσχουρη δοκίμασε τις δυνάμεις της εκτός συνόρων, καθώς κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Μεσογειακού Τραγουδιού στη Βαρκελώνη με το τραγούδι τού Κώστα Γιαννίδη «Ξύπνα αγάπη μου» και στη συνέχεια το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Σαν σφυρίξεις τρεις φορές», που συνέθεσε για το γερμανικό ντοκιμαντέρ «Ελλάς η χώρα των Ονείρων», γίνεται «Weisse Rosen aus Athen» («Τα λευκά ρόδα της Αθήνας») και γνωρίζει τεράστια επιτυχία στη Γερμανία, με πωλήσεις που ξεπερνούν τα 1.500.000 αντίτυπα. Το ίδιο τραγούδι στα αγγλικά, ως «White Rose of Athens», θα την κάνει γνωστή σ’ ολόκληρο τον κόσμο.
Το 1962 ήταν η σειρά του φημισμένου παραγωγού Κουίνσι Τζόουνς να προσέξει το «λευκό ρόδο από την Αθήνα». Την κάλεσε στις ΗΠΑ και μαζί ηχογράφησαν τον πρώτο αμερικανικό δίσκο της με τίτλο «The girl from Greece sings». Το 1963 εγκαθίσταται μόνιμα στο Παρίσι, εκπροσώπησε το Λουξεμβούργο στο διαγωνισμό της Eurovision με το «A force de prier» που στη συνέχεια μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και συνεργάστηκε με τον σπουδαίο Μισέλ Λεγκράν τραγουδώντας το ομώνυμο τραγούδι για το εμβληματικό μιούζικαλ «Οι ομπρέλες του Χερβούργου». Στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ο Χάρι Μπελαφόντε έγινε θαυμαστής της και την πήρε μαζί του στις περιοδείες του έως το 1966 και εκείνος ήταν που την προέτρεπε να αντικαταστήσει τα μαύρα κοκκάλινα γυαλιά της συναντώντας τη σθεναρή της άρνηση. Νωρίτερα, το 1960 η Νάνα Μούσχουρη παντρεύτηκε τον κιθαρίστα του τρίο που τη συνόδευε στις ωντανές της εμφανίσεις, τον Γιώργο Πετσίλα με τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, το Νίκο και την Ελένη Πετσίλα. Το ζευγάρι χώρισε το 1974 και το 2003 η Νάνα Μούσχουρη παντρεύτηκε τον μουσικό παραγωγό Αντρέ Σαπέλ μετά από πολύχρονη σχέση.
Από το 1964 ζει στη Γενεύη όπου γεννήθηκαν τα παιδιά της. «Βρίσκω την ησυχία μου στην Ελβετία, κοιτάζω τη λίμνη και μου θυμίζει την Ελλάδα», έχει δηλώσει. Το 1984 είχε επιστρέψει στην Ελλάδα για την πρώτη ζωντανή της εμφάνιση μετά το 1962, η οποία πραγματοποιήθηκε στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, ενώ το 1987 κυκλοφόρησε πέντε άλμπουμ σε πέντε διαφορετικές γλώσσες.
Το 1993 η δημοφιλής τραγουδίστρια έγινε Πρέσβειρα Καλής Θελήσεως της UNICEF, ενώ από το 1994 έως το 1999 διετέλεσε Ευρωβουλευτής με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Το Γαλλικό κράτος, της έχει απονείμει τους τίτλους Ταξιάρχης του Εθνικού Τάγματος της Λεγεώνας της Τιμής (2019), Αξιωματούχος της Λεγεώνας της Τιμής (2007), Ιππότης του Τάγματος της Λεγεώνας της Τιμής (1997) και Ιππότης των Γραμμάτων και Τεχνών (1986).
Τον Μάρτιο του 2010 έστειλε επιστολή στον τότε υπουργό Οικονομικών, Γιώργο Παπακωνσταντίνου ζητώντας να παραιτηθεί από τη σύνταξή της από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, ως πρώην Ευρωβουλευτής, «έως ότου η Ελλάδα εξέλθει από την οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει».