Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Βόλτα στο σκοτάδι» - Διαβάστε το 3o μέρος «Οι όψεις της μοναξιάς»
Αυτό το Σαββατοκύριακο διαβάζουμε το νέο διήγημα του Newsbomb.gr, που έχει τίτλο «Βόλτα στο σκοτάδι»
Το Newsbomb.gr κάθε μήνα φιλοξενεί ένα διήγημα του δημοσιογράφου και συγγραφέα, Κυριάκου Κουζούμη.
«Βόλτα στο σκοτάδι» είναι ο τίτλος του νέου διηγήματος του Κυριάκου για το Newsbomb.gr. Διαβάστε το τρίτο κεφάλαιο «Οι όψεις της μοναξιάς».
Καλή ανάγνωση!
Οι όψεις της μοναξιάς
Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2019
Είχαν περάσει δύο μήνες από τα υπόγεια έργα και τις σκιερές ημέρες της Αναστασίας. Ο αδελφός της συντηρούσε με μεγάλη δυσκολία την ερωτική του σχέση, οι τρεις συνάδελφοί της που είχαν απολυθεί έπειτα από δική της εισήγηση, είχαν ήδη βρει αλλού εργασία, ενώ η Μαργαρίτα είχε χωρίσει με τον Παντελή και πάσχιζε να βάλει σε μία τάξη τη ζωή της. Μια ζωή στην οποία ο Διονύσης δεν είχε θέση.
Η Αναστασία μπήκε στο γραφείο ντυμένη με ένα μαύρο ταγέρ. Ξεστόμισε μια ψυχρή καλησπέρα προς τους συναδέλφους της και κάθισε στη θέση της δίχως να ανταλλάξει το παραμικρό βλέμμα. Λίγο αργότερα, εφόσον είχε παρακολουθήσει την ειδησεογραφία της ημέρας, πάτησε τις φωνές και άρχισε να εξαπολύει κατηγορίες προς πάσα κατεύθυνση για οκνηρία και ολιγωρία.
«Έχει εξέλιξη το θέμα της κυβέρνησης καθώς και το έγκλημα στη Γλυφάδα. Κανένας σας δεν πήρε χαμπάρι; Μα τι κάνετε από το πρωί; Πίνετε καφέ και κουτσομπολεύετε;» Ωρυόταν και κινούσε αλλοπρόσαλλα τα χέρια της.
Άμεσα όλοι οι συντάκτες έσκυψαν τα κεφάλια πάνω από τα πληκτρολόγια και τα κουμπιά πήραν φωτιά.
Μισή ώρα αργότερα κατέφθασε και ο διευθυντής. Η Αναστασία προσπάθησε να τον συναντήσει κατ’ ιδίαν στο βασίλειό του, μα εκείνος το απέφυγε με το γάντι. Του έστειλε ένα γραπτό μήνυμα, δίχως όμως να λάβει απάντηση. Η τρίτη της προσπάθεια ήταν να τον περιμένει μέχρι αργά το απόγευμα να σχολάσει. Βρέθηκε μπροστά του στο υπόγειο πάρκινγκ του ομίλου και δίχως πολλές κουβέντες πέρασε στο προκείμενο.
«Γιατί με αποφεύγεις; Έκανα κάτι;»
Εκείνος πιάστηκε εξαπίνης. «Ιδέα σου είναι. Συγγνώμη αλλά είμαι πολύ βιαστικός. Θα τα πούμε στο τηλέφωνο».
Η Αναστασία δεν παραιτήθηκε. «Να περάσω από το σπίτι σου το βράδυ;»
Μαγκώθηκε ο Νικόλας. «Δεν ξέρω τι ώρα θα επιστρέψω σπίτι. Έχω ένα εξωτερικό ραντεβού. Θα σου τηλεφωνήσω εγώ», της είπε και βρέθηκε στη θέση του οδηγού.
Η νεαρή καλλονή έμεινε πίσω άναυδη.
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Οι δείκτες στο ρολόι σήμαναν εννέα το βράδυ όταν η Αναστασία πέρασε πίσω από τους λοβούς των αυτιών της μερικές σταγόνες από το πικρό της άρωμα και τόνισε τα σαρκώδη χείλη της με ένα κατακόκκινο κραγιόν. Μια τελευταία λάγνα ματιά στον μεσαίο καθρέφτη και ένας αναστεναγμός αποφασιστικότητας.
Κλείδωσε το αυτοκίνητό της και έφτασε στην πολυκατοικία με το διαμέρισμα του Νικόλα. Κρατώντας μία φιάλη κρασί σκόπευε να του κάνει έκπληξη. Επιβεβαίωσε πως το δικό του αυτοκίνητο ήταν σταθμευμένο στην πιλοτή της πολυκατοικίας και έκανε να του χτυπήσει το κουδούνι. Εκείνη τη στιγμή όμως, ένας νεαρός έβγαινε κι έτσι η Αναστασία πρόλαβε ανοιχτή την πόρτα.
Χτύπησε το κουδούνι του διαμερίσματος και περίμενε μέχρι που άκουσε… μια γυναικεία φωνή.
«Η παραγγελία θα είναι. Ανοίγω εγώ», είπε η Νεφέλη. Στο άνοιγμα της πόρτας η ματιά της βρήκε την… παγωμένη Αναστασία. «Παρακαλώ;» ρώτησε ευγενικά.
«Εεεε…» το επιφώνημα κλονισμού ξεγλίστρησε δειλά απ’ το στόμα της.
«Εγώ θα πληρώσω». Πίσω από την ξανθιά καλλονή ξεπρόβαλε ο Νικόλας. Σαν είδε την Αναστασία να στέκει όρθια και χαμένη, σάστισε. Πήρε δυο τρεις βαθιές ανάσες και επέστρεψε στην πραγματικότητα. «Τι κάνεις εσύ εδώ;»
«Τίποτα! Περνούσα και είπα… Μήπως… Δηλαδή… Συγγνώμη, λάθος μου», χαμένα τα λόγια της. Γύρισε την πλάτη της και έκανε να φύγει.
«Μισό λεπτό!» η φωνή του Νικόλα την ακινητοποίησε. Ζήτησε από τη Νεφέλη δυο λεπτά χρόνο και έκλεισε πίσω του την πόρτα.
Στο πλατύσκαλο του ορόφου θα εκτυλίσσονταν σκληρές αλήθειες. Πολύ σκληρές!
«Δεν φταις εσύ. Εγώ φταίω. Εγώ που πίστεψα ότι ένιωθες κάτι για μένα, ότι δεν ήμουν μόνο για το κρεβάτι σου, ότι, ότι, ότι… Έκανα λάθος. Δεν έπρεπε να έρθω».
«Αναστασία, δεν είσαι κάνα παιδάκι. Ήξερες καλά και ποιος είμαι και τι θέλω από τη ζωή μου. Δεν είμαι για σχέση ούτε για κάτι παραπάνω από όσα σου έδωσα. Δεν μπορεί να έχεις παράπονο. Προήχθης στη θέση της διεύθυνσης σύνταξης. Τη διεύθυνση όμως στη ζωή μου και στο κρεβάτι μου την έχω εγώ και μόνο εγώ. Δεν μπορείς να με κατηγορήσεις ούτε για ψεύτη ούτε για άνανδρο, διότι πολύ απλά δεν σου έταξα τίποτε περισσότερο απ’ όσα σου έδωσα. Ό,τι ζήσαμε ήταν όμορφο, δεν αντιλέγω, αλλά ήταν ώς εκεί. Σε παρακαλώ μην το τραβάς το σχοινί και κυρίως σε παρακαλώ να μην ξαναέρθεις εδώ».
Η Αναστασία δεν πίστευε στ’ αυτιά της. Δάγκωσε δυνατά τη γλώσσα της πριν την αφήσει ελεύθερη να στάξει… φαρμάκι.
«Δίκιο έχεις! Δεν είσαι ούτε ψεύτης ούτε άνανδρος. Γελοίος, ανασφαλής και ανθρωπάκι είσαι. Καταχράσαι την εξουσία σου, τη γοητεία σου και τα συναισθήματα των άλλων. Πράγματι δεν θα ξανάρθω. Δεν αξίζεις να ξανάρθω!» Του έδωσε τη φιάλη με το κρασί. «Να το πιεις στην υγειά μου. Στην υγειά της ηλίθιας». Του χάρισε τη θέα της πλάτης της και πήρε τις κατηφορικές σκάλες.
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Κάθισε στη θέση του οδηγού και χωρίς δεύτερη σκέψη άναψε τσιγάρο. Έγειρε το κλειδί στη μίζα και χάθηκε στο βάθος του δρόμου. Στα ερτζιανά μελαγχολικά τραγούδια, στα μάγουλά της το ξεθωριασμένο μακιγιάζ και στην καρδιά της η απέραντη έρημος της απόγνωσης.
Μέσα σε λίγες εβδομάδες όλη η ζωή της είχε έρθει τούμπα και η ίδια αδυνατούσε να σκαρφαλώσει στο βουνό των νέων προκλήσεων. Η μοναξιά κραύγαζε γοερά μέσα της ενώ τα ραπίσματα τόσο της οργής όσο και της θλίψης τής τσάκιζαν ολόκληρη την ύπαρξη. Βγήκε στην εθνική οδό και σανίδωσε το γκάζι. Το καντράν του αυτοκινήτου ανέβαζε τα χιλιόμετρα επικίνδυνα. Δεν έλεγχε τον εαυτό της. Με ιλιγγιώδη ταχύτητα άρχισε να προσπερνά τα άλλα ΙΧ.
Λίγο πριν την έξοδο της Αττικής οδού μία νταλίκα βρέθηκε στην αριστερή λωρίδα για να κάνει προσπέραση. Η Αναστασία την είδε να γιγαντώνεται μπροστά της και πάτησε απότομα το φρένο αλλά… ήταν αργά! Πολύ αργά! Το αυτοκίνητό της συνθλίφθηκε στο πίσω μέρος της νταλίκας και αμέσως εξετράπη πέφτοντας στο διαχωριστικό διάζωμα. Ο ήχος της πρόσκρουσης φρικιαστικός. Οι λαμαρίνες τσάκισαν σαν χαρτόνια και τα κρύσταλλα έγιναν θρύψαλα που σκορπίστηκαν στην άσφαλτο. Απ’ τα συντρίμμια του αυτοκινήτου της κύλησαν… σταγόνες αίματος!
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Το επόμενο χάραμα χτύπησε το σταθερό τηλέφωνο στο πατρικό της σπίτι. Η μητέρα της, η κυρά-Γεωργία πετάχτηκε έντρομη και το απάντησε από τη συσκευή του κομοδίνου.
Από την άλλη άκρη της γραμμής ακούστηκε η φωνή ενός αστυνομικού. «Η κυρία Βερέμη; Η μητέρα της Αναστασίας Βερέμη;» Με φειδωλά λόγια την ενημέρωσε πως η κόρη της είχε εμπλακεί σε τροχαίο ατύχημα και πως νοσηλευόταν σε κρίσιμη κατάσταση στο νοσοκομείο ΚΑΤ.
Η κυρα-Γεωργία μαρμάρωσε. Όλα γύρω της μαύρισαν!
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Το μεσημέρι βρήκε την κυρα-Γεωργία να κάθεται σε αναμμένα κάρβουνα στον διάδρομο του νοσοκομείου. Περίμενε με ιώβεια υπομονή μια ενημέρωση από τους γιατρούς. Μαρτυρικά τα λεπτά στο ρολόι! Μεγάτονοι οι ώρες!
Ξεκρέμασε τον σταυρό απ’ τον λαιμό της και τον έσφιξε ανάμεσα στα τρεμάμενα χέρια της. Σήκωσε τα μάτια της στο ταβάνι και μέσα από τα μύχια της ψυχής της έδωσε φτερά στην προσευχή της για να πετάξει ώς τα παλάτια του ουρανού.
«Ποτέ δεν Σου ζήτησα τίποτε για μένα. Πάντα γονάτιζα μπροστά Σου για χάρη των παιδιών μου. Σε ικετεύω… Μου πήρες τον άνδρα μου, μην μου πάρεις και το κορίτσι μου. Ξέρω… δεν ήμουν σωστή όσο θα όφειλα. Μην είναι αυτή η τιμωρία μου. Σώσε το παιδί μου και από μένα ό,τι θες. Ό,τι θες… Ξέρω, τι έχει κάνει η Αναστασία μου. Τα ξέρω και έχω θυμώσει. Δώσ’ της μια ευκαιρία να επανορθώσει. Συγχώρεσέ τη και άφησέ την κοντά μου. Συγχώρεσε και μένα. Μην εγκαταλείψεις το παιδί μου. Σε ικετεύω…» Πύρινα τα δάκρυα στα τοιχώματα του προσώπου της.
Αρκετή ώρα αργότερα ένας νεαρός γιατρός με λευκή ποδιά και μάσκα στο πρόσωπο ζύγωσε κοντά της. Εκείνη πέταξε απόχη στα χείλη του και με βία διατήρησε όρθιο το βάρος του κορμιού της.
«Το κορίτσι μου… Η Αναστασία μου. Πώς είναι το παιδί μου;» Απ’ τις φυλακές των κατακόκκινων ματιών της απέδρασαν νέες καυτές σταγόνες.
«Κυρία Βερέμη, τέτοιες στιγμές το μόνο που χρειάζεται είναι ψυχραιμία. Θα μείνει στη ΜΕΘ για όσο χρειαστεί. Ο οργανισμός της είναι νέος και γερός. Προσωπικά τρέφω ελπίδες, αλλά οι γιατροί δεν είμαστε θεοί. Οι επόμενες ώρες θα κρίνουν πολλά».
«Θα ζήσει; Αυτό πείτε μου μονάχα. Θα ζήσει το κορίτσι μου;» Έτρεμε σαν το ψάρι έξω απ’ τη γυάλα.
«Ψυχραιμία, κυρία Βερέμη. Για την ώρα δεν είμαστε σε θέση να πούμε τίποτε περισσότερο. Τόσο εκείνη όσο και το έμβρυο δίνουν μάχη για τη ζωή τους…»
Ο χρόνος πάγωσε! Όλα μία ευθεία γραμμή…
«Ποιο; Ποιο έμβρυο, γιατρέ;» Αποσβολωμένη η κυρα-Γεωργία.
*Μην χάσετε το τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο: «Εγώ για σένα»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Βόλτα στο σκοτάδι» - Διαβάστε το 2o μέρος «Προδομένες υποσχέσεις»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Βόλτα στο σκοτάδι» - Διαβάστε το 1o μέρος «Ανάποδη έκπληξη»