Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Βόλτα στο σκοτάδι» - Διαβάστε το 4o μέρος «Εγώ για σένα»

Αυτό το Σαββατοκύριακο διαβάζουμε το νέο διήγημα του Newsbomb.gr, που έχει τίτλο «Βόλτα στο σκοτάδι»
Unsplash

Το Newsbomb.gr κάθε μήνα φιλοξενεί ένα διήγημα του δημοσιογράφου και συγγραφέα, Κυριάκου Κουζούμη.

«Βόλτα στο σκοτάδι» είναι ο τίτλος του νέου διηγήματος του Κυριάκου για το Newsbomb.gr. Διαβάστε το τέταρτο κεφάλαιο «Εγώ για σένα».

Καλή ανάγνωση!

«Εγώ για σένα»

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2019

Ήταν η πρώτη μέρα της Αναστασίας στο γραφείο του ενημερωτικού ιστότοπου στον οποίον εργαζόταν ως διευθύντρια σύνταξης. Δέχθηκε τις «θερμές» ευχές όλων, καθώς είχε καταφέρει να επιζήσει από το τροχαίο ατύχημα και το μόνο που καλούνταν να κάνει ήταν να ακολουθήσει ένα αυστηρό πρόγραμμα φυσιοθεραπειών. Λίγο αργότερα κάθισε στο δικό της γραφείο. Γνώριζε πως η πλάτη της βάραινε από επιθετικά και ειρωνικά βλέμματα συναδέλφων, αλλά ποσώς την απασχολούσε.

Κοιτούσε συνεχώς το ακριβό ρολόι της. Είχε πάρει τις ξεκάθαρες αποφάσεις της και περίμενε την κατάλληλη στιγμή. Δίπλα της μερικά έγγραφα περίμεναν την υπογραφή της και πιο πέρα μερικές επιστολές. Τα άφησε όλα να «πυργιώνονται»…

Στις δέκα το πρωί έφτασε ο διευθυντής του τμήματος. Της ευχήθηκε ενώπιον όλων λέγοντας…

«Μας έλειψες! Ανησυχήσαμε όλοι πολύ αλλά απ’ όσο βλέπω, όλα πήγαν καλά. Πάντα γερή και σιδερένια!»

«Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει. Έτσι δεν λένε;», ήταν η ειρωνική απάντησή της στον Νικόλα.

Λίγο μετά οι δυο τους κλείστηκαν στο «βασίλειό» του. Η Αναστασία άναψε τσιγάρο και με μεστό λόγο άδραξε τη στιγμή που περίμενε.

«Όλα τελείωσαν! Τελείωσα μαζί σου και τελείωσε το site για μένα». Από το ντοσιέ που βρισκόταν στα γόνατά της τράβηξε μία κόλλα Α4. «Η παραίτησή μου». Του άφησε το έγγραφο πάνω στο δερμάτινο σουμέν. «Το επαγγελματικά ορθό θα ήταν να προσφέρω στην επιχείρηση ένα σχετικό χρονικό περιθώριο, έτσι ώστε να βρεθεί αντικαταστάτης. Θα σας αδειάσω όμως τη γωνιά μια ώρα αρχύτερα, επικαλούμενη λόγους υγείας. Κάτι που θα γίνει ευχάριστα αποδεκτό από την πλευρά σας. Σήμερα κιόλας θα αποχαιρετήσω.

»Έτσι, για την αλητεία, θα σου πω ότι αντικαταστάτες καραδοκούν αρκετοί. Αν θες τη γνώμη μου, ας αποφύγεις τον Μίμη και τον Στέλιο. Είναι προκλητικά αλαζόνες και διψούν για εξουσία. Συντάκτες της δεκάρας που νομίζουν ότι είναι άξιοι να σταθούν στο ύψος διευθυντικής θέσης. Θα πρότεινα τον Μηνά ή τον Νικηφόρο, αλλά και η Ευαγγελία δεν θα ήταν κακή επιλογή». Έσβησε το τσιγάρο της και σηκώθηκε. «Χάρηκα πολύ για τη συνεργασία».

Έφτασε στην πόρτα και πριν γείρει το χερούλι προς τα κάτω έστρεψε ξανά το βλέμμα της στον Νικόλα. «Ψέματα είπα! Δεν χάρηκα καθόλου ούτε για τη συνεργασία ούτε για όσα έζησα μαζί σου. Έχω γνωρίσει πολλά καθίκια και εσύ ήσουν… ο βασιλιάς τους», είπε και ένα σαρδόνιο χαμόγελο φορέθηκε στα χείλη της. «Προσωπικά δεν θα σε ενοχλήσω ποτέ ξανά. Απαιτώ το ίδιο κι από σένα. Σου εύχομαι… τα χειρότερα!» Με το ίδιο χαμόγελο άνοιξε την πόρτα και αποχώρησε.

Πράγματι μέσα στην ημέρα είχε ολοκληρώσει τις διαδικασίες της παραίτησής της, μία είδηση που έπεσε σαν απαλό χνούδι στα αυτιά όλων. Σχεδόν κανείς δεν φρόντισε να τη χαιρετήσει ή να της πει το παραμικρό. Τουναντίον! Ένα ξανάσασμα βγήκε αλώβητο από τα στόματα πολλών.

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

Το ίδιο κιόλας βράδυ, η Αναστασία ήταν στο σαλόνι του σπιτιού της. Υπό το χαμηλό φως της λάμπας δαπέδου και με συντροφιά ένα ρόφημα διάβαζε ένα βιβλίο για τα πρώτα στάδια… της εγκυμοσύνης.

Χτύπησε το κουδούνι. Στο άνοιγμα της πόρτας είδε τη μητέρα της να βαστάει δύο γεμάτες τσάντες του σούπερ μάρκετ.

«Τι θες εσύ εδώ;» Σχεδόν επιθετικό το ύφος της.

Η κυρα-Γεωργία άφησε στο πάτωμα τις τσάντες και απάντησε. «Δεν με νοιάζει τι έχεις κάνει ούτε όσες βαριές κουβέντες μου έχεις πει. Για μένα ήσουν, είσαι και θα είσαι πάντα η Αναστασούλα μου. Εγώ δεν θα φύγω ποτέ από το πλευρό σου. Ακόμη κι αν μου το ζητήσεις, εγώ θα είμαι εδώ. Σ’ αγαπάω όσο δεν βάζει ανθρώπου νους».

Ένας αναστεναγμός απόγνωσης ξέφυγε από το στόμα της Αναστασίας. Πριν καν προλάβει να πει το παραμικρό, η κυρα-Γεωργία την έσφιξε στην αγκαλιά της με όση δύναμη είχε.

Καθισμένες στον φαρδύ καναπέ συζητούσαν για τις τελευταίες εξελίξεις στη ζωή της Αναστασίας.

«Τι σκοπεύεις να κάνεις;»

«Θα το κρατήσω. Αφού επέζησε κι αυτό απ’ το τροχαίο όπως κι εγώ, σημαίνει ότι αυτό το πλάσμα έρχεται για να μείνει. Αφού δεν το σκότωσε η μοίρα, δεν θα το κάνω εγώ».

«Είσαι… είσαι σίγουρη ότι…»

«Απόλυτα!» τη διέκοψε τσεκουράτα. Με μια κίνηση ένωσε το χέρι της μ’ αυτό της μητέρας της και της είπε κοιτώντας τη στα μάτια. «Θα αλλάξω. Σ’ το υπόσχομαι. Θα αλλάξω! Σήμερα σταμάτησα από τη δουλειά και αύριο έχω ραντεβού μ’ έναν μεσίτη. Τα χρήματα που έχω επαρκούν για προκαταβολή για ένα μικρό σπίτι κάπου στην περιφέρεια. Μην ρωτάς πού. Μίλησα και με την τράπεζα. Εύκολα μου εγκρίνεται στεγαστικό δάνειο. Επίσης, είμαι ήδη στις συζητήσεις για νέα δουλειά».

«Τι είναι αυτά που μου λες;» Γουρλωμένα τα μάτια της κυρα-Γεωργίας.

«Θα φύγω. Τούτο το διαμέρισμα θα νοικιαστεί κι έτσι θα πληρώνω το δάνειο. Και με τον μισθό μου θα μεγαλώσω μόνη μου το παιδί μου. Εκεί που θα πάω δεν θα ξέρω κανέναν και δεν θα με ξέρει κανένας. Θα είμαι εγώ γι’ αυτό κι αυτό για μένα», είπε αποφασιστικά και χάιδεψε την κοιλιά της.

«Τι λες, κορίτσι μου; Πώς είναι δυνατόν; Μια κοπέλα μόνη της μ’ ένα μωρό παιδί… Πώς θα τα βγάλεις πέρα; Κι εγώ; Εγώ θα είμαι μακριά σου; Όχι, όχι, αδύνατον! Θα έρθω μαζί σου. Όπου θες, όσο μακριά θες… Θα έρθω μαζί σου».

«Θα μείνεις εδώ που είσαι κι αν χρειαστώ βοήθεια θα είσαι η πρώτη και παράλληλα η μόνη που θα ενημερώσω».

«Κορίτσι μου…» ψέλλισε χαμένη η κυρα-Γεωργία και την τύλιξε ξανά στην αγκαλιά της. Τα δάκρυά της έπεσαν στον ώμο της κόρης της…

«Όπως ερχόμουν έλεγα να μην σε ρωτήσω, αλλά… δεν μπορώ», ξεδίπλωσε διστακτικά η κυρα-Γεωργία.

«Ξέρω τι θες να μάθεις. Την απάντηση όμως δεν την ξέρω. Και δεν έχει σημασία. Αυτό το πλάσμα είναι δικό μου και μόνο δικό μου. Μπορεί να ακούγεται εγωιστικό, αλλά σκασίλα μου μεγάλη».

«Κι αν μαθευτεί; Αν κάποια στιγμή ο Διονύσης ή ο διευθυντής ζητήσουν εξηγήσεις, τότε…»

«Δεν με νοιάζει τίποτε. Άκουσες; Μονάχα να φύγω με νοιάζει…»

Έπεσε ξανά στην αγκαλιά της μητέρας της και έμεινε εκεί για ώρα απορροφώντας σαν σφουγγάρι λίγη από τη μητρότητα, λίγη από την ασύνορη αγάπη και λίγο από το μεγαλείο της συγχώρεσης…

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

Μέσα στον επόμενο μήνα η Αναστασία είχε μετακομίσει οριστικά και μόνιμα στον Πόρο Τροιζηνίας. Αυτό το μικρό νησί έγινε η νέα της πατρίδα. Αρχικά, νοίκιασε ένα φωτεινό δυάρι με θέα τον Γαλατά, ενώ σύντομα κατάφερε και αγόρασε ένα μεγαλύτερο διαμέρισμα με την ίδια θέα, καθώς λάτρευε να κάθεται στο μπαλκόνι, να αγναντεύει τη θάλασσα και τα πλοία που μπαινοέβγαιναν στο λιμάνι.

Χάρη στις παλιές της γνωριμίες που είχε αποκτήσει από την πορεία της στη δημοσιογραφία έπιασε δουλειά σ’ ένα ταξιδιωτικό πρακτορείο στη Σφαιρία του νησιού. Όλη της η καθημερινότητα μοιραζόταν ανάμεσα στην εργασία και στο σπίτι. Οι νέες της επαφές ελάχιστες και αυστηρά επιλεκτικές. Η κοιλιά της είχε μεγαλώσει και η εγκυμοσύνη της όδευε στον ένατο μήνα. Είχε όμως, προνοήσει για όλα.

Γέννησε σε μαιευτήριο της Αθήνας έχοντας στο πλευρό της μονάχα τη μητέρα της. Συμπλήρωσε μόνη της την καρτέλα με τα στοιχεία του παιδιού. Πήρε μια βαθιά ανάσα και τράβηξε παύλα στο όνομα… του πατρός. Εγώ για σένα, είπε από μέσα της και αναθάρρησε…

Λίγο πριν πάρει το εξιτήριο είχε ταχτοποιήσει όλες τις εκκρεμότητες μεταξύ αυτών και της πρώτης ονοματοδοσίας στο νεογνό. Ιωάννης. Το όνομα του πατέρα της.

Επέστρεψε στον Πόρο συνοδεία της μητέρας της και απόλαυσε τις πρώτες ημέρες της μητρικής άδειας. Στην πορεία τη διέκοψε καθώς ήθελε να επιστρέψει στο πόστο της.

«Μα γιατί, βρε κορίτσι μου;»

«Δεν μπορώ να είμαι κλεισμένη στο σπίτι. Εφόσον είσαι εσύ εδώ, ας πηγαίνω για δουλειά. Θα μου κάνει καλό…»

Η κυρα-Γεωργία το σεβάστηκε και συμφώνησε σιωπηλά.

Η βάπτιση του Ιωάννη έγινε στο νησί παρουσία ελάχιστων συναδέλφων της και λίγους μήνες μετά έφτασε στα αυτιά της ο πρώτος ήχος της λέξης «μαμά». Ήταν η στιγμή που η Αναστασία μαρμάρωσε! Όλα γύρω της πήραν ξανά νέα διάσταση. Μια διάσταση δίχως σύνορα σαν την αγάπη που έτρεφε για τον γιο της…

Μάρτιος 2024

Μεσάνυχτα! Η Αναστασία στριφογυρνούσε στο κρεβάτι ανήμπορη να κοιμηθεί. Έριξε τη ρόμπα επάνω της και βγήκε στο μπαλκόνι. Το φιλήσυχο τοπίο που άλλοτε την ηρεμούσε εκείνη τη νύχτα της ξύπνησε μνήμες από το παρελθόν της. Η Μαργαρίτα, ο Διονύσης, ο Νικόλας, οι συνάδελφοί της, ο αδελφός της και αρκετοί ακόμα έγιναν πύρινες παραισθήσεις που σιγόκαιγαν το μεδούλι της ψυχής της. Άναψε τσιγάρο και έμεινε όρθια, παίζοντας με τις ψυχικές αντοχές της. Ταλανιζόταν στο τεντωμένο σχοινί με τη μία άκρη στη μετάνοια και την άλλη στην αδιαφορία, ενώ το στόμα του απωθημένου καραδοκούσε ανοιχτό από κάτω της.

Υπό άλλες συνθήκες θα έβγαινε μια βόλτα στο σκοτάδι όπως έκανε τον πρώτο καιρό που μετακόμισε στον Πόρο. Εκείνη τη φορά όμως, κάτι τέτοιο δεν της επιτρεπόταν, εφόσον ο γιος της κοιμόταν γαλήνια στην κούνια του.

Τρύπωσε σαν βρεγμένη γάτα στο σαλόνι και φανέρωσε ένα κουτί με παλιά προσωπικά της αντικείμενα. Ανάμεσά τους και μερικές φωτογραφίες όλων όσοι την είχαν σημαδέψει. Τις κοίταξε για τελευταία φορά και… τις έκανε κομμάτια!

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

Στις δύο το μεσημέρι η Αναστασία έβγαινε από το νηπιαγωγείο κρατώντας τον τετράχρονο Γιάννη απ’ το χέρι, όταν στο απέναντι πεζοδρόμιο είδε να την περιμένει ένας συνάδελφός της απ’ το ταξιδιωτικό πρακτορείο βαστώντας ένα τριαντάφυλλο. Την πολιορκούσε ερωτικά από καιρό. Γνώριζε πως ήταν μονογονεϊκή οικογένεια αλλά κάτι τέτοιο δεν τον απασχολούσε. Την πλησίασε και της χαμογέλασε.

«Να κεράσω καφέ;» ρώτησε και αφού έριξε ένα βλέμμα στον μικρό μπόμπιρα συμπλήρωσε «…κι έναν χυμό;»

«Γιατί επιμένεις, Σταύρο;» ρώτησε δειλά και συνεσταλμένα εκείνη.

«Γιατί όταν ήμουν μικρός ο παππούς μου μού είχε πει να κυνηγάω τα όνειρά μου», ευφυολόγησε. «Κι όταν σε βλέπω εκείνα τα όνειρα παίρνουν σάρκα και οστά». Μονομιάς το βλέμμα του έλαμψε από έρωτα.

«Δεν θα είναι εύκολο», ψέλλισε ομοίως δειλά.

«Άρα θα έχει πολύ ενδιαφέρον! Πάμε;» Ένα φαρδύ χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του και… της έδειξε το βάθος του δρόμου με θεά την «Ωραία Κοιμωμένη» που ξάπλωνε στο απέναντι βουνίσιο κρεβάτι.

*Τους μεν κενούς ασκούς η πνοή διίστησι, τους δ’ ανοήτους, το οίημα
Τα άδεια σακιά τα φουσκώνει ο αέρας και τους ανόητους η έπαρση
Σωκράτης, φιλόσοφος (469-399 π.Χ)

*Αφιερωμένο σε όσους πέταξαν την έπαρση και τη μεγαλομανία στο σκοτάδι και βόλταραν στα σοκάκια της ελευθερίας υπό τον φωτισμό… της ψυχής.

*Τα πρόσωπα του διηγήματος δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Τέλος

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Βόλτα στο σκοτάδι» - Διαβάστε το 3o μέρος «Οι όψεις της μοναξιάς»

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Βόλτα στο σκοτάδι» - Διαβάστε το 2o μέρος «Προδομένες υποσχέσεις»

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Βόλτα στο σκοτάδι» - Διαβάστε το 1o μέρος «Ανάποδη έκπληξη»