Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «To μαχαίρι έσταζε... μέλι» - Διαβάστε το 2o μέρος «Δεν φταις εσύ»
Το Newsbomb.gr κάθε μήνα φιλοξενεί ένα διήγημα του δημοσιογράφου και συγγραφέα, Κυριάκου Κουζούμη.
«Το μαχαίρι έσταζε... μέλι» είναι ο τίτλος του νέου διηγήματος του Κυριάκου για το Newsbomb.gr. Διαβάστε το δεύτερο κεφάλαιο «Δεν φταις εσύ».
Καλή ανάγνωση!
Δεν φταις εσύ
Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2023
Του ήταν αδύνατον να διαχειριστεί τον εσωτερικό κλονισμό. Οι αναπάντεχες εξελίξεις στη ζωή του τις τελευταίες ημέρες του είχαν προκαλέσει ψυχικό σεισμό και ο ίδιος αναζήτησε την τόνωση σ’ ένα ποτήρι αλκοόλ. Το αραίωσε με κάμποσο πάγο και σέρβιρε το ίδιο και στον νεαρό που τον είχε επισκεφθεί με το επιχείρημα ότι ήταν ο γιος του.
Ο Ερρίκος και ο Αργύρης ήταν καθισμένοι στους αναπαυτικούς καναπέδες στο πολυτελές διαμέρισμα. Στο τζάκι η φλόγα τρεμόπαιζε ενώ ο χαμηλός φωτισμός προσέδιδε στην ατμόσφαιρα μια αίσθηση μυστηρίου.
«Αν κάποιος μου έλεγε ότι θα συνομιλούσα στο σαλόνι μου μ’ έναν άγνωστο και θα καταδεχόμουν να ακούσω τις δικαιολογίες του, ότι δηλαδή είναι γιος μου, δεν θα τον πίστευα ποτέ…» προλόγισε ο Ερρίκος.
Ο Αργύρης ήπιε μια γερή γουλιά και άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί στη χλιδή του χώρου. Εντυπωσιακοί πίνακες στους τοίχους, μεταξωτά χαλιά στο πάτωμα, ένας ογκώδης κρυστάλλινος πολυέλαιος πάνω απ’ τα κεφάλια τους, γυαλισμένα ασημικά και κορνίζες με φωτογραφίες από αποτύπωναν ένα ερωτευμένο ζευγάρι αλλά και η λουστραρισμένη επίπλωση τον θάμπωσαν. Δεν θυμόταν να είχε βρεθεί ξανά σε αντίστοιχο περιβάλλον. Προσποιήθηκε πως δεν τον άγγιξαν και καταχώνιασε την ενδόμυχη ζήλεια του στην αποθήκη της ψυχής του.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε τον Ερρίκο κατάματα. «Αρκεί μονάχα να με δεις με τα μάτια της καρδιάς σου. Ίσως τότε παρατηρήσεις μερικές ομοιότητες, διότι εξωτερικά μοιάζω περισσότερο στον παππού μου, τον πατέρα της μητέρας μου. Σοφία την έλεγαν. Σοφία Παπά. Σίγουρα σου λέει κάτι αυτό το όνομα. Κάτι από τα παλιά. Τα πολύ παλιά…» Άφησε το ποτήρι στο χαμηλό τραπεζάκι δίπλα σε μία φοντανιέρα με ογκώδη κομπολόγια με εντυπωσιακές φούντες και τράβηξε απ’ το παλτό που είχε παρατημένο δίπλα του το πακέτο με τα τσιγάρα. Άναψε ένα, δίχως να ρωτήσει αν επιτρέπεται. «Καταλαβαίνω πως θα τα έχεις χαμένα. Δεν σε αδικώ. Και ποιος δεν τα ’χε! Θέλω όμως, να ξέρεις πως το σκέφτηκα πολύ καλά πριν έρθω ώς εδώ για να σου μιλήσω, για να σου… αποκαλύψω την αλήθεια. Μια αλήθεια που σε αφορά μόνο ηθικά πλέον, διότι είμαι ενήλικος και δεν έχεις καμία έννομη υποχρέωση προς το άτομό μου». Πήρε μια παχιά τζούρα νικοτίνης και φύσηξε τον καπνό χαμηλά και αριστερά.
«Πώς είναι δυνατόν; Η Σοφία δεν μου είχε πει ποτέ ότι… εννοώ ότι… γιατί να είσαι δικό μου παιδί; Αλήθεια πόσων χρονών είσαι;» βραχνή η φωνή του, βγαλμένη μέσα από το χάος που βασίλευσε στα σωθικά του.
«25», του απάντησε εκείνος.
«Ομολογώ πως τα χρόνια “κουμπώνουν” από τότε που είχα σχέση με τη Σοφία, ωστόσο αυτό δεν συνομολογεί ότι…»
«Το καταλαβαίνω! Έχεις κάθε λόγο να το αμφισβητείς. Κρίμα που… κρίμα που η μητέρα μου δεν ζει, ώστε να σου επιβεβαιώσει η ίδια την αλήθεια. Εκείνη την αλήθεια που έκρυβε απ’ όλους κι απ’ όλα χρόνια τώρα». Μια ακόμα τζούρα νικοτίνης του ήταν απαραίτητη για να συνεχίσει. «Πριν από αρκετές εβδομάδες ήταν η κηδεία της. Στο κοιμητήριο των Δελφών, δίπλα στη γιαγιά μου. Η μητέρα μου δεν πέθανε από φυσικά αίτια ούτε εξαιτίας κάποιου δυστυχήματος. Δολοφονήθηκε! Ο θάνατός της, σύμφωνα με τον ιατροδικαστή, ήταν ακαριαίος, ωστόσο αυτό που υπέστη το άψυχο σώμα της ήταν φρικτό. Την τεμάχισαν και τη σκόρπισαν από ’δω κι από ’κει. Ο αρρωστημένος φονιάς, μπορεί να ήταν και περισσότεροι από ένας, δεν ξέρω, φρόντισε να μην βρεθεί ολόκληρη και εγώ να μην έχω το δικαίωμα να την κηδέψω όπως της άξιζε. Το γραφείο τελετών παρέλαβε μονάχα μερικά μέλη της. Τα έβαλαν σ’ ένα φέρετρο και μας απαγορεύτηκε ρητά να το ανοίξουμε. Αυτά έθαψα. Τα κομμάτια της…» Μεμιάς βούρκωσε και άρπαξε ξανά το ποτήρι με το αλκοόλ.
«Προ ημερών όμως, βρέθηκε ένα ακόμα μέλος», συνέχισε με μάτια που σταδιακά κοκκίνιζαν. «Αναρωτιέμαι σε πόσα κομμάτια την έκοψαν τελικά; Πόσες Σοφίες μου μέλλει να βρω; Όλο αυτό με έχει διαλύσει. Περισσότερο κι απ’ το αναπάντεχο του θανάτου της».
«Σε μένα γιατί ήρθες; Τι θέλεις;» στο ίδιο βραχνό τέμπο η φωνή του.
Ο Αργύρης έτριψε τις παγωμένες παλάμες του και αμέσως μετά έκρυψε τα χείλη του σαν να ήθελε να βάλει φρένο στη γλώσσα του.
«Σε ρώτησα κάτι», επέμεινε ο Ερρίκος.
«Τίποτα! Απολύτως τίποτα! Απλώς… να, απλώς, θεώρησα υποχρέωσή μου να σου πω κάτι που αγνοούσες για χρόνια. Δεν φταις εσύ. Η μητέρα μου μού τα είχε εξομολογηθεί όλα. Ήταν έγκυος όταν χωρίσατε, για την ακρίβεια, όταν… την παράτησες. Πληροφορήθηκε την εγκυμοσύνη της λίγες μέρες μετά. Και όπως αντιλαμβάνεσαι δεν καταδέχθηκε να σε διεκδικήσει πίσω, διότι πολύ απλά αν επέστρεφες στη σχέση σας, θα επέστρεφες για το βρέφος κι όχι για εκείνη. Η υπερηφάνεια της δεν της επέτρεπε κάτι τέτοιο.
»Έτσι, μάζεψε τον διαλυμένο κόσμο της και μετακόμισε μόνιμα στους Δελφούς, στο πατρικό της. Είχατε πάει. Πιθανόν να το θυμάσαι. Εκεί μεγάλωσα. Όταν μπήκα στο γυμνάσιο ήρθαμε στην Αθήνα. Δούλευε ως ιδιαιτέρα γραμματέας ενός δικηγόρου κι όταν αυτός άνοιξε γραφείο στο κέντρο της Αθήνας, εκείνη απλώς τον ακολούθησε. Μην φανταστείς κάτι πονηρό. Ήταν μόνο ιδιαιτέρα γραμματέας του.
»Στην εφηβεία μου της είχα ζητήσει πολλές φορές να σε βρίσκαμε ή να σε έβρισκα μόνος μου, να σου μιλούσα. Με είχε ξορκίσει να μην το κάνω. Και… της είχα δώσει τον λόγο μου. Ένα βράδυ που ήταν ψυχικό ράκος, μου αποκάλυψε την ταυτότητά σου. Μυστικά απ’ εκείνη σε έψαξα. Δεν μου ήταν εύκολο, αλλά… τα κατάφερα. Σε εντόπισα αλλά δεν σε πλησίασα. Ήσουν μαζί με μία γυναίκα». Πέταξε το βλέμμα του στην κορνίζα. «Αυτήν εδώ». Μαγκώθηκε για μια στιγμή. «Ταιριάζετε!»
Ο Ερρίκος άδειασε το δικό του ποτήρι και μεμιάς το ανανέωσε. Κρεμόταν απ’ τα χείλη του Αργύρη για να ακούσει ακόμα περισσότερα.
«Όταν σε είδα στο καφέ του μουσείου Μπενάκη, τρελάθηκα. Είπα ότι η μοίρα μου έστειλε ένα σημάδι. Σε έφερε πιο κοντά μου. Τότε ήταν που αποφάσισα να σε βρω και να σου μιλήσω. Και… να ’μαι! Αυτά! Δεν έχω κάτι άλλο να πω… Συγγνώμη αν… αν σου διέλυσα κάτι απ’ τον άρτια χτισμένο κόσμο σου».
Εκείνη τη στιγμή, ο Ερρίκος σηκώθηκε και έβαλε το χέρι στην τσέπη. Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και του είπε με τόλμη και αποφασιστικότητα. «Δεν με είδες ποτέ, δεν με γνώρισες ποτέ, δεν μου μίλησες ποτέ. Είμαστε δύο ξένοι. Στο καλό…» του υπέδειξε μ’ ένα βλέμμα την εξώπορτα.
Ο Αργύρης μάζεψε τα πράγματά του και έκανε να φύγει. Λίγο όμως πριν αποχωρήσει, έσταξε χολή απέναντι στον Ερρίκο.
«Τελικά είχε δίκιο. Ένα καθίκι και μισό ήσουν. Και εξακολουθείς να είσαι. Πάντα σε ένοιαζε μονάχα το τομάρι σου. Καλύτερα που ήσουν… απών!»
Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2023
Χάραξε. Ο Ερρίκος δεν είχε κλείσει μάτι όλη τη νύχτα. Η επίσκεψη του Αργύρη τον είχε ταράξει τόσο πολύ, που όλη η νιότη του περνούσε απ’ την έρημο των αναμνήσεών του σαν ολοζώντανο καραβάνι.
Έστειλε ένα γραπτό μήνυμα στην Κάτια και με μια αληθοφανή δικαιολογία απέφυγε να τη συναντήσει. Ντύθηκε βιαστικά, ετοίμασε καφέ και κάθισε στη θέση του οδηγού. Προορισμός του… οι Δελφοί.
Ο Ομφαλός της γης απλώθηκε μπροστά του και εκείνες οι αναμνήσεις θέριευαν μέσα του ταξιδεύοντάς τον στις νεανικές του εκδρομές, τότε που με το πρώτο του αυτοκίνητο και συνοδηγό τη Σοφία απολάμβαναν τον έρωτα στο έπακρον, έπαιζαν με τα χιόνια, συζητούσαν για τη ζωή και το μέλλον, ενώ δεν έλειπαν και κάμποσες σκηνές ζήλειας.
Έχοντας ξεκοκκαλίσει τα αρχεία του, είχε μαζί του σ’ ένα πρόχειρο χαρτί την ακριβή διεύθυνση του πατρικού σπιτιού της. Λόγω του χειμερινού μήνα, οι Δελφοί έσφυζαν από τουρισμό. Νέοι, ζευγάρια, φοιτητές ακόμη και ξένοι επισκέπτες περιφέρονταν στον κεντρικό δρόμο ενώ οι δεκάδες καφετέριες με θέα τα λευκά βουνά πλημμύριζαν από κόσμο. Τα γραφικά σπίτια είχαν κλειστά παράθυρα και οι καμινάδες τους άχνιζαν καπνό.
Πήρε μια βαθιά ανάσα για να βρει το σθένος να χτυπήσει το κουδούνι μιας μικρής παραδοσιακής διπλοκατοικίας με στενή βεράντα, στοιβαγμένα καυσόξυλα κάτω από έναν μουσαμά, μια πέτρινη βρύση στο πλάι και την κεραμοσκεπή να στεγάζει δύο ξεχαρβαλωμένα ποδήλατα.
«Ο κύριος;» τον ρώτησε ένας άνδρας με καρό πουκάμισο και μαύρη καζάκα.
«Καλησπέρα σας. Εδώ δεν είναι το σπίτι της Σοφίας Παπά;» ρώτησε δήθεν ανίδεος.
Εκείνος ο άνδρας συνοφρυώθηκε. «Εδώ είναι. Του λόγου σου ποιος είσαι;»
«Δεν… Δεν θα με θυμάστε», μαγκώθηκε για λίγο. «Εγώ όμως σας θυμάμαι καλά. Ο πατέρας της δεν είστε; Είχαμε γνωριστεί πριν πολλά χρόνια. Ονομάζομαι Ερρίκος Μανωλίδης και κάποτε…»
Αμέσως θυμήθηκε ο κυρ-Λάμπρος και αστραπιαία πέρασε στην επίθεση. «… Κάποτε την εγκατέλειψες και εξαφανίστηκες. Τι γυρεύεις στο σπίτι μου;»
Ο Ερρίκος προσπέρασε την προσβολή. «Πρόσφατα πληροφορήθηκα ότι…»
«Αλήθεια είναι. Εσύ τι γυρεύεις εδώ πέρα;» Τσεκούρι ο λόγος του.
«Συλλυπητήρια. Δεν γνώριζα. Το έμαθα και ομολογώ πως…»
«Στο χωριό μου το λένε τύψεις!» στο ίδιο τέμπο η φωνή του. «Κι εφόσον η κόρη μου δεν είναι εδώ για να σε συγχωρέσει, θα μάθεις να ζεις μαζί τους».
Ο Ερρίκος κατέβασε το κεφάλι, ωστόσο οπλίστηκε με θάρρος και ξεστόμισε. «Μήπως έχετε λίγο χρόνο; Δεν θα σας κουράσω. Δυο πράγματα θέλω να μάθω μονάχα».
«Φύγε! Δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ!» Ορθάνοιχτα τα μάτια του. Γύρισε την πλάτη και έκανε να φτάσει την είσοδο του σπιτιού, μέχρι που η φωνή του Ερρίκου τον πέτρωσε.
«Ξέρετε πού μπορώ να βρω τον γιο της;»
Ο κυρ-Λάμπρος έγειρε το κεφάλι πάνω απ’ τον αριστερό του ώμο. «Τον ποιον;»
«Τον γιο της. Η Σοφία είχε έναν γιο, έτσι δεν είναι; Λίγο αφότου χωρίσαμε…» η ανάσα του κόπηκε και μεμιάς αναδιατύπωσε. «… αφότου έφυγα, η Σοφία γέννησε. Κάνω λάθος;»
Ο κυρ-Λάμπρος έφτασε πάλι στα κάγκελα της αυλόπορτας. «Τα ’χεις χαμένα! Ήταν όντως έγκυος όταν χωρίσατε, αλλά… το έχασε το παιδί στον τέταρτο μήνα. Τοξόπλασμα είπαν οι γιατροί. Εγώ αυτά τα ακούω βερεσέ. Για μένα, ο Θεός την προστάτευσε από το να φέρει στον κόσμο έναν σπόρο δικό σου. Είπα φύγε και φρόντισε να μην ξαναπατήσεις εδώ γιατί θα σε τσακίσω. Άκουσες; Τράβα!» Βροντερή η φωνή του.
Ο Ερρίκος τον είδε να κλείνεται στο σπίτι και λίγο πριν απομακρυνθεί από τα κάγκελα παρατήρησε πως δίπλα στη βρύση βρισκόταν ένα αλυσοπρίονο. Ανατρίχιασε!
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Το ίδιο απόγευμα είχε επιστρέψει στην Αθήνα. Αντί να πάει στο σπίτι του, επισκέφθηκε έναν παλιό του, στην περιοχή της Φιλοθέης. Επρόκειτο για τον Εμμανουήλ Κόλλια, καταξιωμένο αστυνόμο στο τμήμα των Ανθρωποκτονιών. Κάθισαν στο μικρό γραφείο που διατηρούσε στο διαμέρισμά του και πίνοντας αλκοόλ ο Ερρίκος ξεκίνησε να του εξιστορεί όλα τα αναπάντεχα που είχαν προκύψει στη ζωή του τις τελευταίες ημέρες. Σαν έφτασε στον επίλογο, είπε:
«Όπως καταλαβαίνεις, αυτό που θέλω να μάθεις είναι αν όντως η Σοφία είχε παιδί, ποιο είναι αυτό, πού είναι και όσα περισσότερα μπορείς». Τράβηξε μια τζούρα απ’ το τσιγάρο του και συμπλήρωσε. «Α! Και κάτι ακόμα. Έχουμε εικόνα ποιος κρύβεται πίσω απ’ το φρικιαστικό έγκλημα; Γιατί τόσο μίσος, ώστε να τη σκοτώσει και έπειτα να την κάνει κομμάτια;»
Ο Εμμανουήλ σούφρωσε χείλη και εισέπνευσε βαθιά απ’ τη μύτη. Έτριψε τα γκρίζα γένια του και προβληματισμένος σχολίασε. «Τη γνωρίζω την υπόθεση. Άγνωστος ο δράστης. Όλα συνομολογούν σε κάποιον σίριαλ κίλερ που σκοτώνει γυναίκες με ίδια χαρακτηριστικά. Τα ανθρώπινα μέλη που βρέθηκαν είχαν αποκοπεί σχεδόν με τον ίδιο βάναυσο και παράλληλα αντιεπαγγελματικό τρόπο. Δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιον χασάπη, αλλά με κάποιον παρανοϊκό».
«Υπάρχει παρόμοια περίπτωση στο αρχείο; Καταλαβαίνω πως λόγω θέσης ίσως να μην μπορείς να μου πεις, αλλά…»
«Υπάρχει. Δύο μάλιστα! Η μία στην εθνική οδό στο ύψος του Ωρωπού και η άλλη στους Δελφούς».
«Πού;» Αποσβολωμένος ρώτησε ο Ερρίκος.
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Αργά το βράδυ ο Ερρίκος εξαντλημένος επέστρεψε στο σπίτι του. Μόλις μπήκε στο σαλόνι έμελλε να έρθει αντιμέτωπος μ’ ένα θέαμα που δεν θα μπορούσε ούτε καν να φανταστεί.
Στους καναπέδες του σαλονιού είδε την Κάτια να συνομιλεί με τον… Αργύρη.
*Μην χάσετε το τρίτο κεφάλαιο: «Δίψα για λεφτά»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «To μαχαίρι έσταζε... μέλι» - Διαβάστε το 1o μέρος «Θολές αναμνήσεις»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Βόλτα στο σκοτάδι» - Διαβάστε το 4o μέρος «Εγώ για σένα»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Βόλτα στο σκοτάδι» - Διαβάστε το 3o μέρος «Οι όψεις της μοναξιάς»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Βόλτα στο σκοτάδι» - Διαβάστε το 2o μέρος «Προδομένες υποσχέσεις»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Βόλτα στο σκοτάδι» - Διαβάστε το 1o μέρος «Ανάποδη έκπληξη»