Γιώργος Πολυμενάκος: «Η ευτυχία έχει μετατραπεί σε μια καταναλωτική έννοια»
Στο τελευταίο μέρος της «Τριλογίας των φάρων» («Σημείο Εξόδου Ένα», «Σκοτεινό Φως» και «Μόνο ένα θαύμα» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Γραφή), ο Γιώργος Πολυμενάκος, μας μεταφέρει «σε ένα κόσμο που πεθαίνει μετά την κλιματική καταστροφή. Δεν βρέχει σχεδόν ποτέ, οι υδάτινοι πόροι έχουν στερέψει. Εποχές δεν υπάρχουν πια, μόνο ένα ατέλειωτο, καυτό λιοπύρι. Τα περισσότερα ζώα έχουν εκλείψει και μόνο λίγα φυτά, ανθεκτικά στις συνθήκες ερήμου, έχουν απομείνει. Το νερό είναι δυσεύρετο, οι τροφές συνθετικές». Η κοινωνία έχει χωριστεί σε Περιττούς και Προνομιούχους και στο επίκεντρο βρίσκεται ένας άνδρας, εξόριστος από την Πρωτεύουσα, που συνομιλεί με το φάντασμα της νεκρής αγαπημένης του και μια νέα γυναίκα, μέλος μιας φυλής των Περιττών που ζει κοντά στον υπόγειο φάρο και δίνει καθημερινά μάχη για την επιβίωσή της σε συνθήκες αδυσώπητες.
Το newsbomb.gr μίλησε με τον συγγραφέα Γιώργο Πολυμενάκο για τα θαύματα, τους φάρους, τον σκηνοθέτη που θα ήθελε να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη τις ιστορίες του και για τους λόγους για τους οποίους μπορεί να είναι αισιόδοξος για το μέλλον ο άνθρωπος του 21ου αιώνα.
Πώς προέκυψε ο τίτλος του βιβλίου «Μόνο ένα θαύμα»;
Ο τίτλος «Μόνο ένα θαύμα» αντικατοπτρίζει την κεντρική αίσθηση του βιβλίου: έναν κόσμο όπου η ελπίδα και η σωτηρία μοιάζουν σχεδόν ανέφικτες. Η λέξη «μόνο» φέρει μια απαισιόδοξη χροιά, που υποδηλώνει την απελπισία των χαρακτήρων και τα αδιέξοδα που βιώνουν.
Πιστεύετε στα θαύματα;
Ως αντιστάθμισμα στην απαισιόδοξη χροιά της λέξης «μόνο», στον τίτλο υπάρχει και η λέξη «θαύμα» – μια λέξη με θετικό και ελπιδοφόρο φορτίο. Στο βιβλίο, τα θαύματα δεν είναι υπερφυσικά, αλλά αποτέλεσμα ανθρώπινης προσπάθειας, συνεργασίας ή ακόμα και αντίστασης. Το «θαύμα» είναι αυτό που μπορούμε, πιθανόν, να επιτύχουμε, αν συνειδητοποιήσουμε την ευθύνη μας και δράσουμε. Η αμφισημία του τίτλου εκφράζει το ερώτημα: μπορούμε να αλλάξουμε την πορεία των πραγμάτων, ακόμα κι όταν οι πιθανότητες είναι εναντίον μας;
Τι συμβολίζει ο φάρος στα μυθιστορήματά σας;
Θα σας απαντήσω με ένα μικρό απόσπασμα από το βιβλίο:
«γι’ αυτούς τους ανθρώπους, ο Φάρος συμβόλιζε την προειδοποίηση για κάποιον, κάθε φορά διαφορετικό κίνδυνο, και το φως στην κορυφή του, την ελπίδα ότι αυτός ο κίνδυνος δεν θα αποβεί μοιραίος».
Ο φάρος, λοιπόν, δεν είναι μόνο μια προειδοποίηση. Είναι και ένα σύμβολο για την ανάγκη μας να βρίσκουμε φως και κατεύθυνση, ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές. Για κάποιους, αντιπροσωπεύει την ελπίδα και τη σωτηρία· για άλλους, ένα σημείο αναφοράς που μας θυμίζει ότι κάθε αγώνας έχει σημασία, ακόμα κι αν το αποτέλεσμα δεν είναι βέβαιο – όπως και το προειδοποιητικό φως ενός φάρου δεν είναι σίγουρο ότι θα αποτρέψει τελικά ένα πιθανό ναυάγιο.
Κάποιοι πιστεύουν ότι η κλιματική αλλαγή είναι fake
Το να αρνούμαστε την ύπαρξη της κλιματικής αλλαγής είναι σαν να βλέπουμε τις φλόγες μιας πυρκαγιάς να πλησιάζουν και να επιλέγουμε να τις θεωρήσουμε οφθαλμαπάτη, ελπίζοντας ότι δεν θα μας αγγίξουν.
Τα επιστημονικά δεδομένα είναι ξεκάθαρα και τα αποτελέσματα της κρίσης είναι ήδη εδώ: από τις ακραίες θερμοκρασίες και τις καταστροφικές πυρκαγιές, μέχρι τις πλημμύρες και την εξαφάνιση ειδών. Το βιβλίο μου, αν και φανταστικό, βασίζεται σε αυτή την πραγματικότητα. Δεν ήθελα να γράψω για έναν μελλοντικό, δυστοπικό κόσμο που μοιάζει μακρινός, αλλά για έναν κόσμο που θα μπορούσε να είναι ο δικός μας, αν δεν δράσουμε έγκαιρα.
Πιστεύω ότι η άρνηση της κλιματικής αλλαγής δεν είναι μόνο επικίνδυνη, αλλά και βαθιά ανεύθυνη. Αντί να χάνουμε χρόνο με το να συζητάμε αν υπάρχει ή όχι, πρέπει να εστιάσουμε στο τι μπορούμε να κάνουμε για να την αντιμετωπίσουμε. Και εδώ έρχεται το θέμα του βιβλίου μου: η ανθρώπινη δράση είναι αυτή που μπορεί να φέρει τη διαφορά – το δικό μας «θαύμα».
Πού πήγε η προσδοκία για εξάλειψη των ταξικών ανισοτήτων και για την επίτευξη της ευτυχίας;
Η προσδοκία για εξάλειψη των ταξικών ανισοτήτων και την επίτευξη ευτυχίας φαίνεται να έχει διαψευστεί μέσα από την ίδια την ιστορία. Ενώ οι άνθρωποι έχουν πετύχει τεχνολογική πρόοδο και οικονομική ανάπτυξη, αυτές οι κατακτήσεις δεν κατανέμονται ισότιμα. Οι κοινωνικές ανισότητες διαιωνίζονται επειδή εξυπηρετούν εκείνους που ωφελούνται από τη διατήρηση αυτών των διαχωρισμών. Στο βιβλίο μου, αυτό αντικατοπτρίζεται στην απόλυτη διάκριση μεταξύ των «Προνομιούχων» και των «Περιττών».
Όσο για την ευτυχία, νομίζω ότι έχει μετατραπεί σε μια καταναλωτική έννοια: ένα προϊόν που υπόσχονται διαφημίσεις, κοινωνικά πρότυπα ή ακόμη και πολιτικές εξαγγελίες. Σπάνια την αναζητούμε μέσα από συλλογικές προσπάθειες, κοινότητες που βασίζονται στην αλληλεγγύη ή την οικοδόμηση ενός δικαιότερου κόσμου. Γι’ αυτό και στο «Μόνο ένα θαύμα» δεν προτείνω λύσεις-πακέτα ή εύκολες απαντήσεις. Οι χαρακτήρες μου αγωνίζονται, καθένας με τον τρόπο του, για να βρουν έναν δρόμο που οδηγεί προς μια πιθανή αλλαγή, έστω και αν το τι θα βρουν στο τέλος του δρόμου αυτού παραμένει αβέβαιο.
Γιατί μπορεί να είναι αισιόδοξος ο άνθρωπος του 21ου αιώνα;
Ο άνθρωπος του 21ου αιώνα μπορεί να είναι αισιόδοξος, αλλά όχι χωρίς επιφυλάξεις. Η τεχνολογία και η επιστήμη έχουν προσφέρει λύσεις που μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες θεωρούνταν αδιανόητες. Ωστόσο, η ίδια η τεχνολογία έχει συχνά διττό ρόλο: μπορεί να βελτιώσει τη ζωή μας, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί νέα προβλήματα, όπως η ανισότητα στην πρόσβαση, οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της ανάπτυξης και οι κοινωνικές εντάσεις που προκύπτουν από την άνιση κατανομή των ωφελημάτων της.
Η συλλογική δράση και οι φωνές για αλλαγή είναι πιο δυνατές από ποτέ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είμαστε στο σωστό μονοπάτι. Αντιθέτως, το παρελθόν μας διδάσκει ότι η ανθρώπινη πρόοδος συχνά συνοδεύεται από απληστία, αδράνεια ή ακόμα και καταστροφές. Έτσι, η αισιοδοξία για το μέλλον δεν μπορεί να είναι τυφλή· πρέπει να συνοδεύεται από κριτική σκέψη και επίγνωση των κινδύνων.
Παρά τις απογοητεύσεις και τις αποτυχίες, ο άνθρωπος έχει την ικανότητα να προσαρμόζεται, να δημιουργεί και να ξεπερνά κρίσεις. Αλλά αυτή η ικανότητα δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη, και οι προσπάθειες για ένα καλύτερο αύριο, όσο κι αν δεν έχουν εγγυημένο αποτέλεσμα, είναι απαραίτητες, γιατί χωρίς αυτές, το μέλλον μας γίνεται ακόμη πιο αβέβαιο.
Ποιον θα θέλατε να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη τα «κινηματογραφικά» σας μυθιστορήματα;
Η αλήθεια είναι ότι τα μυθιστορήματά μου έχουν έντονη οπτική διάσταση, ίσως λόγω της αγάπης μου για τον κινηματογράφο. Αν έπρεπε να επιλέξω κάποιον να μεταφέρει τα έργα μου στη μεγάλη οθόνη, θα ήθελα έναν σκηνοθέτη που να μπορεί να αποδώσει τόσο την ατμόσφαιρα όσο και τις βαθύτερες ανθρώπινες συγκρούσεις που περιγράφω. Ο Ντενί Βιλνέβ, με το «Blade Runner 2049», έχει αποδείξει ότι μπορεί να συνδυάσει μαγευτική οπτική αφήγηση με φιλοσοφικές ιδέες.
Από την άλλη, θαύμαζα πάντα την ικανότητα του Αλεχάντρο Ινιάριτου να εστιάζει στην ανθρώπινη ψυχή, όπως στο «The Revenant». Σε κάθε περίπτωση, θα ήθελα ο σκηνοθέτης να εστιάσει όχι μόνο στον κόσμο που έχω δημιουργήσει, αλλά και στους χαρακτήρες μου, που είναι η καρδιά κάθε ιστορίας. Βέβαια, οι πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο είναι μηδαμινές – μόνο με ένα θαύμα θα μπορούσε να συμβεί.
Τι διαβάζει ο Έλληνας αναγνώστης στις μέρες μας;
Οι προτιμήσεις του Έλληνα αναγνώστη φαίνεται ότι έχουν διευρυνθεί αρκετά τα τελευταία χρόνια. Ενώ παλιότερα υπήρχε μεγαλύτερη εστίαση στην εγχώρια λογοτεχνία και συγκεκριμένα σε ιστορικά μυθιστορήματα ή κοινωνικές ιστορίες, πλέον παρατηρείται ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για διαφορετικά είδη, όπως το ψυχολογικό θρίλερ, η δυστοπική λογοτεχνία και η λογοτεχνία υποθετικών κόσμων, η λογοτεχνία του «τι θα γινόταν αν» (speculative fiction).
Η διεθνής λογοτεχνία έχει επίσης κερδίσει έδαφος, με τους Έλληνες αναγνώστες να επιλέγουν βιβλία που προσφέρουν πολυπρισματικές αφηγήσεις, είτε πρόκειται για σύγχρονα μπεστ-σέλερ είτε για κλασικά έργα που επανεκδίδονται. Από την άλλη πλευρά, η ελληνική λογοτεχνία συνεχίζει να έχει μια σταθερή θέση στις προτιμήσεις, κυρίως με βιβλία που εξερευνούν διαχρονικά ζητήματα όπως οι ανθρώπινες σχέσεις, η κοινωνική αδικία και η υπαρξιακή ταυτότητα.
Αυτό που παρατηρώ εγώ είναι ότι πολλοί αναγνώστες είναι ανοιχτοί σε νέες εμπειρίες και συχνά αναζητούν βιβλία που μπορούν να τους προσφέρουν είτε μια διέξοδο από την καθημερινότητα είτε μια βαθύτερη κατανόηση της εποχής μας. Το ζητούμενο είναι η αναζήτηση της «κρυμμένης» πραγματικότητας μέσα από τη λογοτεχνία, είτε αυτή αφορά τη συναισθηματική ταύτιση είτε τη διεύρυνση της οπτικής μας για τον κόσμο. Και, φυσικά, η λογοτεχνία που αφήνει ερωτήματα να αιωρούνται, αντί να δίνει έτοιμες απαντήσεις, φαίνεται να έχει ιδιαίτερη απήχηση στις μέρες μας.