Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Χριστουγεννιάτικη έκπληξη» - Διαβάστε το 2o μέρος «Τελειώσαμε»

Αυτό το Σαββατοκύριακο διαβάζουμε το νέο διήγημα του Newsbomb.gr, που έχει τίτλο «Χριστουγεννιάτικη έκπληξη»
Unsplash

Το Newsbomb.gr κάθε μήνα φιλοξενεί ένα διήγημα του δημοσιογράφου και συγγραφέα, Κυριάκου Κουζούμη.

«Χριστουγεννιάτικη έκπληξη» είναι ο τίτλος του νέου διηγήματος του Κυριάκου για το Newsbomb.gr. Διαβάστε το δεύτερο κεφάλαιο «Τελειώσαμε».

Καλή ανάγνωση!

Τελειώσαμε

Μαζί με τα πόδια του έτρεχαν και οι σκέψεις του για το πώς θα διαχειριστεί την κατάσταση εφόσον στο ισόγειο τον περίμεναν τα παιδιά. Λίγο πριν εμφανιστεί μπροστά τους, κοντοστάθηκε και πήρε δυο τρεις βαθιές ανάσες. Με επιδαύρια ερμηνεία τα πήρε απ’ το χέρι…

«Τη βρήκατε;» τον ρώτησε ο σεκιούριτι.

Ο Νικηφόρος μαγκώθηκε. «Εεε… Ναι, ναι… Όλα καλά, ευχαριστώ».

Τα παιδιά γκρίνιαζαν αλλά εκείνος δεν έδωσε σημασία. Τα οδήγησε στο αυτοκίνητο και κάθισε στη θέση του οδηγού. Με την άκρη του ματιού του είδε πάλι το πολυτελές τζιπ του προέδρου της εταιρείας. Σούφρωσε χείλη και έσφιξε με απίστευτη δύναμη το τιμόνι για να μην ουρλιάξει καθώς οι μέχρι πρότινος καχυποψίες του είχαν επιβεβαιωθεί περίτρανα.

«Πού είναι η μαμά;» τον ρώτησε η Ελένη.

«Θα έρθει στο σπίτι, κοριτσάκι μου. Έχει πολλή δουλειά…» δικαιολογήθηκε ψευδώς και γύρισε το κλειδί στη μίζα.

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

Οι δείκτες στο ρολόι σήμαναν τρεις τη νύχτα. Ο Νικηφόρος καθόταν στο σαλόνι του σπιτιού δίπλα στα αναμμένα φωτάκια του χριστουγεννιάτικου πίνοντας αλκοόλ και πασχίζοντας να βάλει σε μια τάξη τις σκέψεις που σαν βόμβες έσκαγαν στη γη του μυαλού του.

Τρεις και μισή! Η Ανθή με μάτια πρησμένα και καρδιά συντρίμμι εμφανίστηκε μπροστά του.

«Πώς τολμάς;» βραχνιασμένη η φωνή του.

«Θέλω μονάχα να μιλήσουμε», του αντέτεινε εκείνη. Έφτασε μέχρι το σύνθετο και έβαλε να πιει κι εκείνη.

«Είσαι πολύ τυχερή που αυτή τη στιγμή τα παιδιά και οι γονείς μου κοιμούνται. Αν ήμασταν μόνοι τότε…»

«Πολύ μικρή η τύχη μου μπροστά στην τόσο άτυχη ζωή του», τον διέκοψε.

«Τόση αχαριστία! Κι εγώ που νόμιζα ότι ήσουν ευτυχισμένη, ότι εκτιμούσες πως σου έδωσα ό,τι είχα και δεν είχα, ότι… ότι κάποτε ήσουν η ζωή μου!»

«Μπορεί! Σίγουρα όμως δεν είχα εγώ ζωή». Ήπιε μια γερή γουλιά και μεμιάς άναψε τσιγάρο. Κάθισε ατάραχη και ίσως προκλητική απέναντί του και ευθυγράμμισε το ολόγιομο βλέμμα της στο θλιμμένο δικό του. «Ας μιλήσουμε ανοιχτά! Ποτέ μου δεν ήθελα μια ζωή σαν αυτή. Ποτέ μου δεν ήθελα να είμαι η κυρία του κυρίου, μέσα σε παλάτι με γενικό δερβέναγα τη μητέρα του κυρίου. Ποτέ μου δεν ήθελα να είμαι φυλακισμένη στη μητρική ιδιότητα και κυρίως, ποτέ μου δεν ήθελα να μην είναι εγώ η άμεση προτεραιότητά μου. Τόσα χρόνια δίπλα σου έχανα τον εαυτό μου, έχανα την Ανθή, μαράζωνα κι ας φαινόμουν ανθισμένη.

»Έδωσα αγώνα στη δουλειά μου για να εξελιχθώ, για να γίνω κάποια, για να περνώ από τους διαδρόμους του γραφείου και όλοι να με τρέμουν, να με υπολογίζουν σαν θεό, να με υπηρετούν σαν βασίλισσα και να με αποφεύγουν σαν τον διάολο. Δεν ήταν εύκολο. Τόσα χρόνια εργάζομαι σαν σκυλί για να πετύχω αυτό που σε κάποιους σαν εσένα δόθηκε απλόχερα απ' τα γεννοφάσκια τους. Βλέπεις, εγώ δεν είχα μπαμπάκα επιχειρηματία, δεν σπούδασα στο εξωτερικό, μήτε έχω περγαμηνές κρεμασμένες στο γραφείο μου. Κόπιασα πολύ!» Πήρε μια τζούρα νικοτίνης και συνέχισε.

«Κι όσο γι’ αυτό που είδες σήμερα, ήταν η δεύτερη φορά που συνέβη. Κάποτε μου είχες πει πως θα μου προσέφερες τον ουρανό με τ’ άστρα. Αντ’ αυτού με κλείδωσες σ’ ένα χρυσό κλουβί. Αυτός ο άνδρας μπορεί να μου προσφέρει εκτός από τον ουρανό με τ’ άστρα και ένα χρυσό κλειδί. Το κλειδί της ελευθερίας. Ποιος θα το αρνιόταν;» Ρούφηξε την τελευταία τζούρα του τσιγάρου και το έσβησε στο διπλανό κρυστάλλινο τασάκι. Άδειασε μονορούφι το ποτήρι και σηκώθηκε.

«Από σήμερα θα κοιμάμαι στον ξενώνα και σύντομα θα επικοινωνήσω με τον δικηγόρο μου. Μέσα στις επόμενες μέρες, θα πάρω τα παιδιά και θα φύγω. Αυτό ήταν, Νικηφόρε. Τελειώσαμε!» Γύρισε την πλάτη της και έκανε να φύγει, αλλά ένα ειρωνικό χειροκρότημα από την πλευρά του συζύγου της την ακινητοποίησε.

«Εύγε! Σου απονέμεται με δόξα και τιμή το βραβείο της αχάριστης, της αδίστακτης, της κυνικής και κυρίως, το βραβείο της δυστυχισμένης. Μέχρι πριν από λίγα λεπτά λυπόμουν για μένα, αλλά τελικά… όχι! Μπορείς να επικοινωνήσεις με όποιον δικηγόρο θέλεις, μπορείς να πας όπου θέλεις, με όποιον θέλεις και όποτε το θέλεις. Ένα δεν μπορείς! Να πάρεις τα παιδιά! Θα διεκδικήσω την επιμέλεια και θα σε πολεμήσω τόσο σκληρά μέσα στο δικαστήριο που δεν θα βρεθεί μήτε θνητός μήτε θεός για να σε δικαιώσει. Τα παιδιά θα μείνουν εδώ. Εσύ… πήγαινε στον διάολο!»

«Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό», αντέδρασε άμεσα και ίσως ελαφρώς αμήχανα. «Ο νόμος είναι σαφής. Η μητέρα παίρνει την επιμέλεια. Της στερείται μονάχα αν υπάρχουν αποδείξεις ή έστω υποψίες πως τα εκθέτει σε κίνδυνο, αν η ίδια είναι χρήστης τοξικών ουσιών και αν η ίδια είναι βίαιη, εκδιδόμενη ή με πάθη τζόγου. Δεν της στερείται επειδή επέλεξε να γλυτώσει από τα συζυγικά δεσμά, επειδή βρήκε την πληρότητα σε άλλα ανδρικά χέρια και επειδή αποφάσισε να ζήσει τη ζωή που πάντα λαχταρούσε».

«Χμ!» κάγχασε. «Αυτό θα το δούμε. Α, και κάτι ακόμα. Μην αποκαλείς τον εαυτό σου μητέρα. Είναι ιερός όρος. Δεν ταιριάζει σε ανίερες ψυχές και αδίστακτες συνειδήσεις σαν τη δική σου».

«Σου απαγορεύω!» Σκλήρυνε το ύφος της.

«Δεν πειράζει. Μου το επιτρέπω εγώ!» ειρωνικός ο τόνος του.

«Εφόσον θέλεις πόλεμο, θα τον έχεις!» του αποκρίθηκε με μισόκλειστα μάτια.

«Καλά Χριστούγεννα, γλυκιά μου. Κράτα εσύ τα δώρα των μάγων. Σου ορκίζομαι πως εγώ θα κρατήσω τη μαγεία των παιδιών μου!» Την είδε να αποχωρεί και συνέχισε να πίνει χαζεύοντας το στολισμένο χριστουγεννιάτικο δένδρο μέχρι που το βλέμμα του έπεσε στη φάτνη. Τότε, ένα σαρδόνιο χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη του…

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

Οι επόμενες μέρες κύλησαν βασανιστικά και τον πρώτο λόγο είχε η σιωπή. Στις 2 του Ιανουαρίου η Ανθή ντυμένη βαριά έφτασε στο σπίτι της καλύτερής της φίλης, της Βέρας. Κάθισαν στο σαλόνι και πίνοντας ζεστό τσάι της αποκάλυψε πως είχε πάρει τις αποφάσεις της.

«Δεν πιστεύω στ’ αυτιά μου. Εσείς να χωρίσετε; Εσείς; Το τέλειο ζευγάρι; Η τέλεια οικογένεια;»

«Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός. Αρκετά πια. Έκανα πολλή υπομονή».

«Θα σε ρωτήσω ευθέως. Υπάρχει άλλος;»

Η Ανθή δεν απάντησε. Άναψε τσιγάρο και άφησε το βλέμμα της να πέσει στη μικρή βιβλιοθήκη, στα ράφια της οποίας υπήρχε μια κορνίζα με τις δυο τους από τα μαθητικά τους χρόνια.

«Κατάλαβα», σιγομουρμούρισε η Βέρα. «Ο πρόεδρος της εταιρείας;»

Ένα καταφατικό νεύμα από την πλευρά της Ανθής.

Η Βέρα βούρκωσε για λίγο. «Και τα παιδιά;»

«Τα υπεραγαπώ! Δεν υπάρχει περίπτωση να του τα αφήσω».

«Θα τα βάλεις με τον Κρανιά;»

«Γιατί; Τι είναι ο Κρανιάς; Είναι υπεράνω του νόμου; Ε, ναι λοιπόν, θα τα βάλω με τον Κρανιά και τους γονείς του που νομίζουν ότι ο κόσμος τους ανήκει. Μέχρι εδώ ήταν! Πλέον ζω και θα ζω για την Ανθή».

Η ένταση στη φωνή της προκάλεσε ηλεκτρισμό στην ατμόσφαιρα…

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

Στα τέλη του μήνα ο Νικηφόρος έλαβε την αίτηση διαζυγίου. Έπειτα από τις συμβουλές του παιδοψυχολόγου, τα παιδιά πληροφορήθηκαν πως για λίγο χρονικό διάστημα οι γονείς τους θα ζούσαν χωριστά και πως η μητέρα τους θα έφευγε από το σπίτι. Το δικαστήριο θα αποφάσιζε για την τύχη τους.

«Για ένα να είσαι σίγουρος. Θα σε κερδίσω Νικηφόρε», ήταν τα λόγια της όταν έφευγε από το σπίτι σέρνοντας μια ογκώδη βαλίτσα.

«Για ένα είμαι σίγουρος. Δεν ξέρεις τι σου γίνεται. Πήγαινε να χαρείς την ένταση. Εγώ θα απολαύσω τη διάρκεια».

Στην έξοδο την περίμενε η πεθερά της, η Ελπίδα. Με βλέμμα που έσταζε μένος την πλησίασε και της είπε δυο λόγια κοφτά.

«Το χειρότερό μου είναι να επιβεβαιώνομαι. Από την πρώτη στιγμή κατάλαβα ότι ήσουν ένα τίποτα που ήθελες να γίνεις κάτι. Σε ανέχτηκα για χατίρι του παιδιού μου και των παιδιών του παιδιού μου. Αν θαρρείς πως χαίρομαι για ό,τι έγινε, σφάλλεις. Γιατί πάνω απ’ όλα είμαι μάνα και καμιά μάνα δεν χαίρεται να βλέπει την οικογένεια του γιου της να διαλύεται. Να θυμάσαι πως όπως έστρωσες, θα κοιμηθείς και ο ύπνος σου θα είναι πολύ άβολος, γεμάτος εφιάλτες».

Η Ανθή δεν είπε λέξη. Έσφιξε τη χειρολαβή της βαλίτσας και συνέχισε ευθεία.

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

Οι δικηγόροι τους προσπάθησαν να βρουν μια χρυσή τομή με κεντρομόλο δύναμη τα δίδυμα παιδιά. Μάταια! Ο Νικηφόρος πληροφορήθηκε πως οι πιθανότητες να κέρδιζε την επιμέλεια των παιδιών δεν ήταν πολλές καθώς το κοινωνικό προφίλ της Ανθής δεν προσέβαλλε το γράμμα του Νόμου. Εκείνος αναθεμάτισε την τύχη του και ορκίστηκε να φτάσει τα πράγματα μέχρι τέλους. Τα σχέδιά του είχαν μερικές ελλείψεις, ωστόσο η μοίρα τον ευνόησε και με το παραπάνω!

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~

Σήκωσε το σκίαστρο και είδε έξω τα πάντα να μικραίνουν. Για μια στιγμή μελαγχόλησε. Μονάχα για μια στιγμή. Έπειτα κοίταξε στη διπλανή θέση στο αεροπλάνο, τον νέο της σύντροφο. Ο Νικήτας, ο μέχρι πρότινος πρόεδρος της εταιρείας, είχε δεχθεί την τόσο δελεαστική πρόταση για εργασία σ’ έναν διαφημιστικό Κολοσσό στην Αμερική. Εκείνος από την πλευρά του, πρότεινε στην Ανθή να τον ακολουθήσει, υπό έναν όρο. Δεν θα έπαιρνε μαζί της τα παιδιά! Έτσι… η Ανθή παραιτήθηκε των μητρικών της δικαιωμάτων…

Στα τέλη της άνοιξης μέσω μιας προχειρογραμμένης επιστολής ενημέρωνε τον Νικηφόρο πως του παραχωρεί την επιμέλεια των παιδιών, ενώ παράλληλα του γνωστοποιούσε πως έφυγε οριστικά από την Ελλάδα.

Το χαρτί του έπεσε απ’ τα χέρια. Δεν πίστευε στα μάτια του. Δίχως δεύτερη σκέψη αναζήτησε το κινητό του. Είχε να κάνει ένα πολύ σημαντικό τηλεφώνημα…

*Μην χάσετε το τρίτο κεφάλαιο: «Κρυφό δώρο»

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Χριστουγεννιάτικη έκπληξη» - Διαβάστε το 1o μέρος «Ηχηρή απουσία»

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «To μαχαίρι έσταζε... μέλι» - Διαβάστε το 4o μέρος «Άρτια παράνοια»

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «To μαχαίρι έσταζε... μέλι» - Διαβάστε το 3o μέρος «Δίψα για λεφτά»

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «To μαχαίρι έσταζε... μέλι» - Διαβάστε το 2o μέρος «Δεν φταις εσύ»

Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «To μαχαίρι έσταζε... μέλι» - Διαβάστε το 1o μέρος «Θολές αναμνήσεις»