Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Χριστουγεννιάτικη έκπληξη» - Διαβάστε το 4o μέρος «Έπεσαν οι μάσκες»
Αυτό το Σαββατοκύριακο διαβάζουμε το νέο διήγημα του Newsbomb.gr, που έχει τίτλο «Χριστουγεννιάτικη έκπληξη»
Το Newsbomb.gr κάθε μήνα φιλοξενεί ένα διήγημα του δημοσιογράφου και συγγραφέα, Κυριάκου Κουζούμη.
«Χριστουγεννιάτικη έκπληξη» είναι ο τίτλος του νέου διηγήματος του Κυριάκου για το Newsbomb.gr. Διαβάστε το τέταρτο κεφάλαιο «Έπεσαν οι μάσκες».
Καλή ανάγνωση!
Έπεσαν οι μάσκες
Η χριστουγεννιάτικη ατμόσφαιρα διάχυτη στον χώρο. Στολίδια και λαμπιόνια, εντυπωσιακό δένδρο και ογκώδη ελάφια τριγύρω. Στο βάθος ο δεσποτικός Άγιος Βασίλης και στο αναμμένο τζάκι κούτσουρα ελιάς. Η Ανθή, αποφασισμένη να μιλήσει ανοιχτά έπειτα από τόσα χρόνια, είχε καθίσει σαν αφέντρα στη μέση του αναπαυτικού καναπέ, ενώ ο Νικηφόρος φορώντας τις μεταξωτές του πιτζάμες στην απέναντι πολυθρόνα. Μπροστά τους δυο ποτήρια με κρασί, δίπλα τους τασάκια και ανάμεσά τους η αρένα της αλήθειας στην οποία θα έπεφταν σώμα με σώμα μέχρι της τελευταίας ρανίδας.
«Λοιπόν; Σε ακούω! Προς τι αυτή η αναπάντεχη επίσκεψη έπειτα από τόσα χρόνια που το ’σκασες σαν κλέφτρα;»
«Δραπέτευσα, εννοείς. Απ’ το χρυσό κλουβί σου», τον διόρθωσε και άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στον αρχοντικό χώρο. «Δεν άλλαξε σχεδόν τίποτε», παρατήρησε με ευκολία. «Ακόμη η μαμάκα σου κάνει κουμάντο; Χμ! Τι ρωτάω! Σιγά μην άφηνε η κυρα-Ελπίδα κάποιαν άλλην να βάλει χέρι στο νοικοκυριό της».
Ο Νικηφόρος χασκογέλασε.
«Τι; Κάνω λάθος;» επιθετικό το ύφος της. «Τέλος πάντων. Ας περάσουμε στην ουσία», ήπιε μια γερή γουλιά και συνέχισε. «Ήρθα για τα παιδιά μου».
«Σου», υπογράμμισε με περίσσια ειρωνεία. «Έχεις πολύ γούστο, το ξέρεις;»
«Ναι, Νικηφόρε, για τα παιδιά μου. Τα παιδιά που δεν μου επέτρεψες να τα δω τόσα χρόνια. Τα παιδιά που ζήτησα να έρθω να τα πάρω, έστω για λίγες μέρες μαζί μου, στην Αμερική και ο δικηγόρος σου ενημέρωσε τον δικό μου για την κάθετη στάση σου. Τα παιδιά που αναζητούσα στα τηλέφωνα και το υπηρετικό προσωπικό με ενημέρωνε με αληθοφανείς δικαιολογίες πως δεν μπορούσαν να μου μιλήσουν. Τα παιδιά στα οποία έστελνα γράμματα και δώρα και ποτέ δεν παρέλαβα μια απάντηση. Σίγουρα θα είχες φροντίσει να μην φτάσουν ποτέ στα χέρια τους. Γι’ αυτά τα παιδιά είμαι εδώ».
«Λιγάκι αργά δεν τα θυμήθηκες; Σου υπενθυμίζω πως εσύ ήσουν αυτή που τα εγκατέλειψες και μου παραχώρησες άνευ όρων την επιμέλεια, προκειμένου να κυνηγήσεις τον έρωτά σου στο εξωτερικό. Αλήθεια, τι κάνει ο… επιβήτοράς σου;»
«Σου απαγορεύω!»
«Χμ! Σ’ τον πρόσβαλα; Δεν είχα τέτοια πρόθεση. Λοιπόν; Για ποια παιδιά ήρθες; Αυτά που τώρα είναι στην εφηβεία και δεν έχουν καν επίγνωση της εικόνας σου; Αυτά που σου τηλεφωνούσαν και δεν απαντούσες; Αυτά που σε προσκάλεσαν να έρθεις στην Ελλάδα κάποια καλοκαίρια και αρνήθηκες επικαλούμενη φθηνές δικαιολογίες; Ή μήπως αυτά που ξέχασαν τη λέξη μαμά, όταν εσύ προτίμησες τον εαυτό σου και το φευγιό σου, ακόμη κι από ένα χρυσό κλουβί. Ναι, ήταν πράγματι χρυσό, διότι έκρυβε μέσα του όλο το χρυσάφι για μια μητέρα. Τα παιδιά της! Γι’ αυτά ήρθες;»
Η Ανθή δεν απάντησε. Συμπέρανε πως με δυσκολία θα τον έπειθε για τις προθέσεις της. Άναψε τσιγάρο και άλλαξε σταυροπόδι. «Θα ξεκινήσω τις έννομες διαδικασίες για επαναξιολόγηση της επιμέλειας. Θα μείνω στην Ελλάδα. Ήδη έχω βρει σπίτι και το μόνο που θέλω είναι να καλύψω τον χαμένο χρόνο. Δεν ζητάω ούτε από σένα ούτε από τα παιδιά να με συγχωρέσετε. Ζητάω μονάχα να τα βλέπω και να είμαι δίπλα τους».
«Χμ! Ωραία λόγια λες!» παρέμεινε ειρωνικό το ύφος του. Άναψε κι εκείνος τσιγάρο και φύσηξε τον καπνό προς το μέρος της. «Τι έγινε, Ανθούλα; Ξώμεινες μονάχη και θυμήθηκες τα όσα διέγραψες με ένα χι; Ας μιλήσω κι εγώ ανοιχτά! Θαρρείς πως τόσα χρόνια δεν μάθαινα τα νέα σου; Χμ, καλή μου! Ο κόσμος μοιάζει μεγάλος αλλά για τους έχοντες χρήματα και εξουσία ο ίδιος κόσμος είναι μια σταλιά. Φρόντισα και πληροφορούμουν σχεδόν τα πάντα!
»Τους επαγγελματικούς σου θριάμβους, τα μακρινά σου ταξίδια, ακόμη και την ασθένεια του συντρόφου σου καθώς και τον θάνατό του. Θα είμαι ειλικρινής. Μήτε χάρηκα μήτε λυπήθηκα! Αδιαφόρησα. Αμέσως όμως, υπέθεσα πως η στιγμή που θα επέστρεφες δεν θα αργούσε. Ομολογώ πως δεν περίμενα να έρθεις ώς εδώ, αλλά τελικά… να ’μαστε τώρα οι δυο μας. Ενώπιος ενωπίω!
»Θες να κινήσεις έννομες διαδικασίες; Ελεύθερα! Θα σε κατατροπώσω στο δικαστήριο με ευκολία. Θες να κερδίσεις τον χαμένο χρόνο; Λυπάμαι, αλλά θα με βρεις απέναντί σου; Θες επικοινωνία με τα παιδιά; Δεν θα την έχεις όσο έχω ανάσα στα στήθη. Θα σε πολεμήσω μέχρι εκεί που δεν πάει! Μπορεί η στάση μου να μοιάζει με εκδίκηση ενός πληγωμένου ανδρισμού, αλλά ποσώς με απασχολεί. Στις ψυχές των παιδιών μου, των δικών μου παιδιών, είσαι ένα κενό! Έδωσα αγώνα για να γιατρέψω τις πληγές που τους προκάλεσες. Έγινα και θεραπεία και ασπίδα! Δεν θα επιτρέψω μήτε στιγμή εκείνες οι πληγές να ματώσουν ξανά!
»Θα είμαι σαφής! Σηκώνεσαι, φεύγεις και εξαφανίζεσαι! Δεν ήρθες ποτέ εδώ! Δεν μιλήσαμε ποτέ οι δυο μας! Και κυρίως, σου απαγορεύω να πεις ξανά πως αυτά τα παιδιά είναι δικά σου. Άκουσες; Ποτέ ξανά! Στο καλό!» Κοφτός ο τόνος του. Έσβησε το τσιγάρο του και σηκώθηκε. Άπλωσε το χέρι του και της υπέδειξε την έξοδο.
Η Ανθή με μισόκλειστα μάτια και ψυχή μπολιασμένη από οργή μάζεψε την τσάντα της και υπάκουσε. Με αργά βήματα έφτασε μέχρι την εξώπορτα. Καθώς περνούσε μπροστά απ’ την επιβλητική τραπεζαρία διέκρινε με την άκρη του ματιού της μια μεγάλη ασημένια κορνίζα στον μπουφέ. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή! Αναγνώρισε τα πρόσωπα της φωτογραφίας και μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου… ο θυμός της ξεχείλισε. Τότε, έγειρε το κεφάλι της πάνω απ’ τον δεξή της ώμο και ξεστόμισε ηχηρά.
«Ποτέ μην τα βάζεις με μια γυναίκα που δεν έχει τίποτε να χάσει. Να το θυμάσαι αυτό!» Τράβηξε προς την έξοδο και αποχώρησε αφήνοντας αδιάφορα την πόρτα ανοιχτή.
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Μία ημέρα μετά, το αυτοκίνητο της Ανθής ήταν σταθμευμένο στη γωνία. Η ώρα ήταν δέκα το πρωί. Ορθά υπέθεσε πως τα παιδιά θα ήταν στο σχολείο. Κάπνιζε και περίμενε. Ήξερε τι έκανε!
Στις δέκα και μισή διέκρινε μια γυναίκα ντυμένη βαριά να βγαίνει από την πολυτελή οικία βαστώντας την τσάντα της. Τα σωθικά της καζάνι που έβραζαν! Πέταξε το τσιγάρο απ’ το παράθυρο και κατέβηκε. Με δρασκελιές έφτασε πίσω απ’ εκείνη τη γυναίκα και την αποκάλεσε… με το όνομά της.
«Βέρα!»
Ήταν η καλύτερή της φίλη, η επιστήθια φίλη της που τόσα χρόνια διατηρούσε επαφή μαζί της. Το πρόσωπο στο οποίο η Ανθή εκμυστηρευόταν τα πάντα απ’ την άλλη άκρη του Ατλαντικού. Η γυναίκα που έδειχνε να την υπερασπιζόταν και να της συμπαραστεκόταν στις πολύωρες τηλεφωνικές τους συζητήσεις όταν η Ανθή πάλευε με τα τέρατα των τύψεων.
Η Βέρα αμέσως αναγνώρισε το ηχόχρωμα εκείνης της φωνής. Οι δερμάτινες μπότες της έβγαζαν ρίζες στο έδαφος και η αμηχανία σκαρφάλωσε σαν αίλουρος μέσα στα σωθικά της. Μια βαθιά ανάσα όμως, έδειξε να της διατηρεί ακέραιες τις αντοχές της. Γύρισε αργά και… οι ματιές τους ενώθηκαν σε μια νοητή γραμμή.
«Με αναγνωρίζεις; Εγώ είμαι. Η κολλητή σου!» ξεστόμισε η Ανθή με βλέμμα που έσταζε μένος, καθώς στη μνήμη της χόρευε η φωτογραφία της κορνίζας με τον Νικηφόρο, τα δυο παιδιά και τη Βέρα με φόντο το Big Ben του Λονδίνου. «Η Ανθή είμαι, Βέρα! Τι φαντάστηκες; Δεν θα ανταμώναμε ποτέ; Δεν θα μάθαινα ποτέ;»
Η Βέρα την πλησίασε και στάθηκε μόλις δύο βήματα σε απόσταση απ’ εκείνην. «Καλησπέρα, Ανθή. Ήμουν βέβαιη πως θα συναντιόμασταν…»
«Τολμάς και με κοιτάς στα μάτια;» χαμηλόφωνα τα οργισμένα λόγια της.
«Είναι το λιγότερο! Έχω τολμήσει τόσα που ούτε να τα φανταστείς δεν μπορείς».
Μέσα στο επόμενο δεκάλεπτο συμφώνησαν να περπατήσουν μέχρι το κοντινό αλσύλλιο και καθισμένες σ’ ένα παγκάκι να… ανοίξουν τα χαρτιά τους. Η εικόνα τους θύμιζε κάτι από τα παλιά, από τότε που οι δυο τους όντας μαθήτριες έκαναν σκασιαρχείο και φυγαδεύονταν στο πάρκο για να καπνίσουν, να συζητήσουν τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα αλλά και να μοιραστούν τα όνειρά τους για το αύριο. Σ’ ένα τέτοιο παγκάκι είχαν καθίσει και πάλι. Οι δυο τους! Πρόσωπο με πρόσωπο!
«Έπρεπε να το καταλάβω! Πώς ήταν δυνατόν ο Νικηφόρος να γνώριζε τα πάντα; Μόνο σε σένα τα έλεγα. Με πούλησες, Βέρα! Και μάλιστα, με τον χειρότερο τρόπο. Καλά τα λένε για τη γυναικεία φιλία. Είναι ασθενής. Πάντα αυτό ήθελες; Να πάρεις τη θέση μου; Να σταθείς πλάι στον άνδρα μου; Να έχεις παιδιά τα δικά μου; Να γίνεις η κυρία εκείνου του παλατιού; Πόσα χρόνια μου ροκάνιζες την καρέκλα, φιλενάδα; Πόσα χρόνια μου έπαιζες θέατρο;»
Η Βέρα την άφηνε να εξαπολύει τα πυρά της. Κάπνιζε και υπέμενε τις προσβολές και την ταπείνωση. Σαν ήρθε η σειρά της, αποφάσισε να πετάξει τον μανδύα του καθωσπρεπισμού και να μιλήσει έξω απ’ τα δόντια.
«Δεν σ’ αδικώ! Σε πολλά απ’ όσα είπες είχες δίκιο! Σε πολλά! Υπάρχουν πράγματα που αγνοείς όμως, και έχει έρθει η ώρα να τα μάθεις! Θυμάσαι τότε, πριν πολλά χρόνια, που σου είπα ότι θα φύγω στη Θεσσαλονίκη για δουλειά; Εκεί λοιπόν, ένα βράδυ βγήκα για ποτό και γνώρισα έναν άνδρα. Από την πρώτη στιγμή που τον είδα, τρελάθηκα! Όλα γύρω μου σκοτείνιασαν. Έμεινε μονάχα η όψη του να με μαγεύει. Δεν του αντιστάθηκα καθόλου. Το ίδιο κιόλας βράδυ, πήγαμε στο σπίτι που νοίκιαζα και του δόθηκα άνευ όρων, ψυχή και σώμα! Ήταν κάτι περισσότερο απ’ τους κεραυνοβόλους έρωτες που βλέπουμε στο σινεμά. Εκείνη η νύχτα ήταν η αρχή για μια σχέση αρρωστημένη. Απύθμενο πάθος και αστείρευτη ζήλεια. Κάθε φορά που συναντιόμασταν, πρώτα τσακωνόμασταν και έπειτα πέφταμε σαν κτήνη στο κρεβάτι για να βγάλουμε ό,τι ζωώδες ένστικτο είχαμε και δεν είχαμε. Σύντομα καταλάβαμε ότι όλο αυτό δεν οδηγούσε πουθενά. Ήταν κάτι σαν σαράκι που έτρωγε τόσο το πετσί μας όσο και τις ψυχές μας. Χωρίσαμε! Εκείνος χάθηκε και εγώ παρέμεινα στη Θεσσαλονίκη, δίνοντας μάχη με τον εαυτό μου, ώστε να σκοτώσω εκείνο το σαράκι που ανέπνεε μέσα μου, έστω και τραυματισμένο. Τα κατάφερα! Δεν ήταν εύκολο, αλλά τα κατάφερα!
»Λίγους μήνες μετά μετακόμισα στην Αθήνα. Είχα ήδη νέα σχέση. Θυμάσαι τον Άρη; Ένα Σάββατο λοιπόν, σου πρότεινα να πάρεις τον δικό σου και να βγούμε ζευγάρια, για να γνωριστούν κι εκείνοι. Αναθεματισμένη ιδέα! Το ραντεβού μας ήταν σ’ ένα μπαράκι στην Ιερά Οδό. Τα θυμάμαι όλα σαν να ’ταν χθες. Σε είδα να μπαίνεις συνοδευόμενη από… τον Νικηφόρο. Για δεύτερη φορά… όλα σκοτείνιασαν γύρω μου! Όλα! Κι έμεινε μονάχα η όψη του να με μαγεύει ξανά! Δεν πίστευα ό,τι ζούσα! Η μοίρα έπαιζε μαζί μου ανελέητα! Ο δικός μου ο Νικηφόρος, το αγόρι της καλύτερης μου φίλης. Ο δικός μου αιώνιος πόθος στο πλευρό της κολλητής μου! Ήθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί. Θυμάμαι την τυπική μας χειραψία όταν μου τον συνέστησες! Θυμάμαι το βλέμμα του. Παγωμένο! Και έπειτα… ένας όρκος σιωπής! Να μην πούμε ποτέ, τίποτε και σε κανέναν! Σαν… σαν να μην είχε γίνει ποτέ, τίποτε μεταξύ μας.
»Για μήνες υπήρχα, δίχως να ζω! Υπέφερα! Εκείνο το σαράκι αναστήθηκε και βάλθηκε να μου σκίσει την ψυχή στα δυο. Και… τα κατάφερε! Με νίκησε. Χώρισα από τον Άρη και επέλεξα να μείνω μόνη. Αν δεν είχα τον Νικηφόρο, δεν θα είχα κανέναν! Και πάνω που είπα να τα τινάξω όλα στον αέρα, ήρθες και μου ανακοίνωσες πως σου πρότεινε να τον παντρευτείς! Πόσο πολύ με μισούσε η ζωή! Πόσο με σιχαινόταν η μοίρα!
»Τα χρόνια πέρασαν και κάνατε και παιδιά. Κι εγώ; Εγώ μόνη! Στη σκιά εκείνης της παθιασμένης, της αρρωστημένης σχέσης μόλις λίγων εβδομάδων με φόντο τη Σαλονίκη. Αργοπέθαινα κι ας μην το έδειχνα σε κανέναν!
»Στην πορεία, άρχισες να μου λες για τα προβλήματα στον γάμο σου, την κακή χημεία με την πεθερά σου. Να μου λες πως σκεφτόσουν να σηκωθείς και να φύγεις. Τότε… τότε κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και είπα “Ως εδώ!” Με υπομονή και τόλμη πήρα τη μοίρα στα δικά μου χέρια και την έγραψα… με τον δικό μου γραφικό χαρακτήρα.
»Ο Νικήτας ήταν παλιός μου γνώριμος. Τον συνάντησα δήθεν τυχαία και με το προσωπείο της καλής σου φίλης, του πρότεινα να σε διώξει από τη δουλειά, διότι ήσουν κρυφά ερωτευμένη μαζί του και πως η συνύπαρξή σας σε έφθειρε ενώ έθετε παράλληλα σε κίνδυνο και τον γάμο σου. Χμ! Ήξερα τι έκανα! Ο Νικήτας ήταν ένα αιώνιο κακομαθημένο παιδί. Έκανε πάντα τα αντίθετα απ’ όσα του υπεδείκνυαν! Και έτσι… αντί να σε διώξει, σε διεκδίκησε! Κι εσύ έπεσες στην αγκαλιά σου σαν ώριμο μήλο. Ο ανόητος όμως σε ερωτεύτηκε! Γάντι μου ήρθε κάτι τέτοιο! Τον απείλησα πως αν δεν διέκοπτε τη σχέση σας, θα τα αποκάλυπτα όλα στον Νικηφόρο. Ο χρόνος με πρόλαβε και ο Νικηφόρος σας έπιασε! Δεύτερο γάντι για μένα! Στην τελευταία μου συνάντηση μαζί του, τον απείλησα πως αν συνέχιζε μαζί σου θα είχε να κάνει με την οργή της ισχυρής οικογένειας Κρανιά. Κι εκείνος ως γνήσιο κωλόπαιδο, σκέφτηκε έξυπνα και γρήγορα. Φρόντισε να φύγει στο εξωτερικό και… να σε πάρει μαζί του! Η μοίρα είχε αρχίσει να μου δίνει πίσω ό,τι μου είχε πάρει! Κυρίως… το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου! Πλέον πατούσα σταθερά και δεν παραπατούσα στα ψυχικά χαλάσματα.
»Έτσι ο δρόμος για τον Νικηφόρο ήταν αδειανός! Τον βάδισα με σύνεση και μέθοδο! Μπορεί να είχαν περάσει χρόνια, αλλά όταν έπεσα πάλι μαζί του στο κρεβάτι, ήταν σαν να μην είχε περάσει μια μέρα. Ο νους μου ταξίδεψε πίσω στη Θεσσαλονίκη. Έπιασα τη ζωή μου από ’κει που την είχα αφήσει…
»Δεν σου έκλεψα τον άνδρα, Ανθή! Πήρα πίσω τον άνδρα μου. Τον δικό μου άνδρα! Δεν με νοιάζει αν με μισείς, αν με σιχαίνεσαι ή αν θα προσπαθήσεις να με βλάψεις. Δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτε. Και δεν μπορείς, γιατί πια ο Νικηφόρος γνωρίζει τα πάντα! Γνωρίζει πως εγώ δεν τον πρόδωσα ποτέ! Χρόνια τον περίμενα. Χρόνια ήμουν μόνη! Ενώ εσύ; Εσύ τον πούλησες για κάποιον άλλον! Γνωρίζει ακόμη και το σχέδιό μου. Αρχικά ενοχλήθηκε, μετά όμως… μου τα συγχώρεσε όλα! Κάνε ό,τι θες! Ως βιολογική μητέρα των παιδιών μπορείς να διεκδικήσεις και πιθανόν να πετύχεις κάτι. Ως γυναίκα όμως, μην μπεις στον κόπο. Ο Νικηφόρος μου ανήκει!»
Έσβησε το τσιγάρο της και αποχώρησε με το κεφάλι σκυφτό. Η Ανθή έμεινε πίσω άλαλη και ακίνητη, σαν άγαλμα που το είχαν σμιλεύσει ατσούμπαλα και άτεχνα…
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Η Ανθή πράγματι κινήθηκε νομικά και το μόνο που πέτυχε ήταν να βλέπει αραιά και πού τα παιδιά. Μέσα σε επόμενα λίγα χρόνια αυτά ενηλικιώθηκαν και ο Νικηφόρος είχε ήδη στρώσει το έδαφος των σπουδών τους στο εξωτερικό. Τότε, η Ανθή εγκατέλειψε οριστικά την Ελλάδα και επέστρεψε στην Αμερική. Κοντά στα πενήντα αποφάσισε να κάνει νέα αρχή.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, καταράστηκε τη γυναικεία φιλία και έπειτα φόρεσε τη μοιραία όψη της. Αργά το βράδυ είχε το πρώτο ραντεβού με τον πρόεδρο μιας μεγάλης διαφημιστικής εταιρείας με διεθνή αίγλη. Ούσα γάτα με πέταλα, ήξερε… πώς να ελιχθεί!
*Ο μισός φίλος είναι μισός προδότης.
Βίκτωρ Ουγκώ
Γάλλος συγγραφέας (1802-1885)
*Αφιερωμένο σε κάθε γυναίκα που πληγώθηκε από φίλια πυρά
*Αφιερωμένο και στη δική μου φίλη, την Ανθή. Σ’ ευχαριστώ για την έμπνευση…
*Τα πρόσωπα του διηγήματος δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Χριστουγεννιάτικη έκπληξη» - Διαβάστε το 3o μέρος «Κρυφό δώρο»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Χριστουγεννιάτικη έκπληξη» - Διαβάστε το 2o μέρος «Τελειώσαμε»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Χριστουγεννιάτικη έκπληξη» - Διαβάστε το 1o μέρος «Ηχηρή απουσία»