Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Διατάγματα καρδιάς» - Διαβάστε το 1o μέρος «Έρωτας από το πουθενά»
Αυτό το Σαββατοκύριακο διαβάζουμε το νέο διήγημα του Newsbomb.gr, που έχει τίτλο «Διατάγματα καρδιάς»
.jpg?t=rFYkp61WuxjNDT2bICajQA)
Το Newsbomb.gr κάθε μήνα φιλοξενεί ένα διήγημα του δημοσιογράφου και συγγραφέα, Κυριάκου Κουζούμη.
«Διατάγματα καρδιάς» είναι ο τίτλος του νέου διηγήματος του Κυριάκου για το Newsbomb.gr. Διαβάστε το πρώτο κεφάλαιο «Έρωτας από το πουθενά».
Καλή ανάγνωση!
Έρωτας από το πουθενά
Δευτέρα 5 Ιουλίου 2010
«Έπρεπε να είχα επιμείνει, να είχα πατήσει πόδι, να φώναζα για το θέλω μου. Έπρεπε να είχα κάνει κάτι, έστω κάτι μικρό. Τόσο καιρό μέσα στο ψέμα και στο σκοτάδι, στο φευγιό και στο κυνηγητό, στις δικαιολογίες και στα κούφια λόγια. Τόσο καιρό δίχως τσαγανό και τόλμη γι’ αυτό που λαχταρούσα. Έπρεπε να είχα αντιδράσει. Φοβόμουν. Το παραδέχομαι φοβόμουν. Ήθελα όλα να ήταν αλλιώς. Σε παρακαλώ… Συγχώρεσέ με. Σου υπόσχομαι πως όλα θα αλλάξουν, όλα θα φτιάξουν. Πλάι σου δεν φοβάμαι. Πλάι σου μπορώ να κάνω όλα τα μικρά να γίνουν μεγάλα... Σε παρακαλώ…»
Τα δάκρυα την είχαν πνίξει. Έπιανε το παγωμένο χέρι του με το τρεμάμενο δικό της, ανήμπορη να βάλει σε ευταξία το χάος των σκέψεων και των συναισθημάτων.
Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2010
Έκλεισε το φερμουάρ του σακβουαγιάζ του και αναστέναξε. Κοίταξε γύρω του το παιδικό του δωμάτιο, αυτό που είχε σηκώσει στους τοίχους του όλη του τη ζωή από τότε που γεννήθηκε μέχρι εκείνη την ημέρα. Χάζεψε τις αφίσες με τους παίκτες του Παναθηναϊκού να ποζάρουν πίσω από τη στρογγυλή θεά. Κοίταξε το μικρό του γραφείο, εκεί που μελετούσε ως μαθητής διεκδικώντας μια θέση στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση αλλά και τη βιβλιοθήκη του, στα ράφια της οποίας είχε κρυμμένο έναν μικρό κίτρινο φάκελο. Ζύγωσε και τον τράβηξε πίσω από ογκώδη ακαδημαϊκά βιβλία. Έβγαλε από μέσα μερικές σκόρπιες φωτογραφίες που αποτύπωναν μια χαριτωμένη κοπέλα. Σγουρά μαλλιά, λακκάκια στα μάγουλα, φαρδύ χαμόγελο και δυο μάτια γαλάζιες θάλασσες. Η καρδιά του σφίχτηκε κόμπος. Ήταν τόσο ερωτευμένος μαζί της, αλλά γνώριζε πολύ καλά πως ποτέ δεν θα μπορούσε να ζήσει εκείνον τον έρωτα, καθώς επρόκειτο για το κορίτσι… του καλύτερου του φίλου.
«Το μόνο που εύχομαι είναι να σε ξεπεράσω. Εκεί που πάω να μην σε σκεφτώ ούτε στιγμή», ψέλλισε και μεμιάς έσκισε όλες τις φωτογραφίες. Έβαλε τα κομμάτια στην τσέπη του μπουφάν του. Στον δρόμο θα έβρισκε ένα σημείο για να τα ξεφορτωθεί και μαζί μ’ αυτά να ξεφορτωθεί και τον ζυγό που τυραννούσε την καρδιά του πολύ καιρό.
.jpg?t=mElI4ErcXfCRMlg4GI_i4Q)
Έριξε τον σάκο στον ώμο και βγήκε στο σαλόνι. Εκεί τον περίμεναν η μητέρα του και η γιαγιά του. Καθισμένες δίπλα-δίπλα είχαν πιασμένα τα χέρια και πάσχιζαν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους.
«Έτοιμος, λεβέντη μου;» ήταν η φωνή του πατέρα του που καμάρωνε για εκείνον.
«Έτοιμος», είπε ξεφυσώντας ο Βαγγέλης.
Η μητέρα του σηκώθηκε και του χάρισε μια σφιχτή αγκαλιά. «Να με παίρνεις τηλέφωνο κάθε μέρα. Κάθε μέρα, ακούς; Κι ό,τι χρειαστείς…»
«Ξέρω, βρε μάνα. Ξέρω! Δεν πάω στον πόλεμο. Φαντάρος στην Κόρινθο πάω».
«Να πειθαρχείς σε ό,τι σου λένε, να μην δίνεις δικαιώματα για σχόλια και…» κόμπιασε για λίγο καθώς του έκλεινε τον γιακά του μπουφάν του «…να προσέχεις τον εαυτό σου».
«Μάλιστα, κυρία λοχαγέ», την ενέπαιξε χαριτωμένα.
Η γιαγιά του τον κοίταξε κατάματα και με τη σοφία που τη διέκρινε του ’γνεψε δυο λόγια. «Να θυμάσαι, εκεί που πας οι μέρες περνούν, οι στιγμές δεν περνούν. Να κάμεις όμορφες σκέψεις και σύντομα θα ’σαι πάλι πίσω». Έβγαλε από την τσέπη της ρόμπας της μια αλυσίδα με έναν μικρό, χρυσό σταυρό και τον φώλιασε στη χούφτα του. «Ήταν του σχωρεμένου του παππού σου. Όταν γεννήθηκες είπε πως αυτός ο σταυρός θα πάει από Βαγγέλη σε Βαγγέλη. Λίγες μέρες πριν πεθάνει μου ζήτησε να σου τον δώσω όταν καταταγείς. Να τον φοράς…»
«Έχεις τον λόγο μου!» της είπε με ψιθυριστή χροιά και στράφηκε προς τον πατέρα του. «Πάμε;»

~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Σ’ όλη τη διαδρομή ο Βαγγέλης από τη θέση του συνοδηγού συλλογιζόταν τη μέχρι τότε ζωή του, τις σπουδές του στο Πολυτεχνείο, την αποφοίτησή του, τα λιγοστά ταξίδια του, την πρώην κοπέλα του, τους φίλους του, αλλά και τον απαγορευμένο έρωτά του.
«Έχω ήδη μιλήσει με τον κουμπάρο μου, τον νονό σου. Θα κάνει ό,τι περνάει απ’ το χέρι του. Μόλις τελειώσει η εκπαίδευσή σου, θα σου έρθει χαρτί μετάθεσης. Θα φροντίσει να είσαι όσο πιο κοντά γίνεται», του είπε ο Στέφανος.
«Ευχαριστώ, ρε πατέρα», είπε και μεμιάς άναψε τσιγάρο.
«Είσαι πια εικοσιπέντε χρονών. Όλα αυτά τα χρόνια ποτέ μου δεν σου έδωσα συμβουλές. Σε άφηνα πάντα να κάνεις αυτό που θες. Ήμουν πάντα δίπλα σου και σε καμάρωνα ακόμη και στα στραβά σου. Τώρα όμως… τώρα, άκου με. Άκου τη συμβουλή μου. Όσοι λιγότεροι ξέρουν το όνομά σου μέσα στο στρατόπεδο, τόσο το καλύτερο. Να τα ’χεις καλά με όλους».
Ο Βαγγέλης συμφώνησε με ένα καταφατικό νεύμα και πήρε την επόμενη τζούρα.
.jpg?t=G4ME7G5fQ-GsaCSB1ncZaw)
Έξω απ’ την πύλη του 6ου Συντάγματος Πεζικού Χειμάρρα ουρά από νεαρά παλικάρια. Άλλα αγκάλιαζαν τις κοπελιές τους, άλλα τους συγγενείς κι άλλα τους φίλους του. Ο Βαγγέλης χαιρέτησε τον πατέρα του και τον είδε να απομακρύνεται. Έπειτα το βλέμμα του έπεσε στον απέναντι κάδο απορριμμάτων. Σούφρωσε χείλη και πήγε ώς εκεί. Αποφασισμένος πέταξε τα κομμάτια των φωτογραφιών και ένα ξανάσασμα σκαρφάλωσε στον λαιμό του. Έκανε να γυρίσει προς την πύλη του στρατοπέδου και τότε… συγκρούστηκε με μια καλλίγραμμη κοπέλα. Τα βιβλία που εκείνη κρατούσε έπεσαν στο πεζοδρόμιο.
«Συγγνώμη, δεν… δεν σε πρόσεξα», της είπε χαμένος.
«Εγώ συγγνώμη. Ήμουν τόσο βιαστική», αποκρίθηκε εκείνη και μεμιάς έσκυψε να τα μαζέψει.
Εκείνος τη βοήθησε και αμέσως μετά άπλωσε το χέρι του για να συστηθεί. «Βαγγέλης».
Τα ολόφωτα μάτια της έστεκαν ορθάνοιχτα. «Μυρτώ». Ανταπέδωσε στη χειραψία.
Τα επόμενα δευτερόλεπτα τους βρήκαν να κοιτιούνται με τη σιωπή να βοά όσα η μοίρα είχε γραμμένα στα κιτάπια της.
«Σήμερα μπαίνω φαντάρος. Εννοώ… Δηλαδή…» χαμένα τα λόγια του.
«Α! Καλή θητεία, έτσι δεν λένε;» αναρωτήθηκε εκείνη.
«Δεν ξέρω. Δεν έχω ξαναπάει», αστειεύτηκε. «Αυτό που ξέρω είναι ότι… ότι θα ’θελα να σε ξαναδώ. Αν φυσικά θα ’θελες κι εσύ. Δηλαδή… αν… αν δεν σε φέρνω σε δύσκολη θέση», ατσούμπαλος ο λόγος, όπως και οι παλμοί του.
Η Μυρτώ πιάστηκε εξαπίνης. Κοίταξε γύρω της σαν κλέφτης κι έπειτα απάντησε. «Εεε, ναι… δηλαδή… γιατί όχι;»
«Θες να μου δώσεις το τηλέφωνό σου; Ή μήπως… μήπως να σου δώσω εγώ το δικό μου;»
Η Μυρτώ άνοιξε την πρώτη σελίδα ενός βιβλίου και του έδωσε ένα στυλό. «Γράψ’ το εδώ», του είπε και εκείνος… υπάκουσε τυφλά.
~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~ . ~~~~~
Απαιτητική και εξοντωτική η πρώτη μέρα για τον Βαγγέλη μέσα στο στρατόπεδο. Ιατρικές εξετάσεις, ψυχολογικά τεστ, παραλαβή του χακί ρουχισμού, κατάταξη σε λόχο και διμοιρία, συνέντευξη από τον αξιωματικό, οι πρώτες γνωριμίες με τους άλλους στρατιώτες, περιήγηση στα εστιατόρια, γεύμα και στο τέλος… έφτασε στον θάλαμο. Το πάνω κρεβάτι μιας μεταλλικής κουκέτας με τσόχινη σκονισμένη κουβέρτα θα γινόταν το καταφύγιό του για τις επόμενες περίπου δεκαπέντε ημέρες όπου θα διαρκούσε η άοπλη εκπαίδευσή του μέχρι την ορκωμοσία της «σειράς» του και τη ρομποτική παρέλαση.
.jpg?t=CEyaLvpJSs26RyRzZ2P6Rg)
Αμέσως μετά θα ακολουθούσε τριήμερη άδεια και εκεί ο Βαγγέλης θα απολάμβανε ώρες ξεκούρασης και ύπνου, καθώς το αχάραγο πρωινό ξύπνημα τον έκανε να δυσανασχετεί, ενώ η άσκηση που ακολουθούσε σε συνδυασμό με τις προβλεπόμενες αγγαρείες τον συνέστηναν μ’ έναν κόσμο που… αγνοούσε.
.jpg?t=JCoIb0CU1KnnBda0wyuXUQ)
Όλες τις πρώτες μέρες μέσα στο στρατόπεδο είχε χάσει τα μέχρι πρότινος -πολιτικά- «πατήματά» του. Οι επαφές του με τους άλλους στρατιώτες λιγοστές και η χημεία του με τους αξιωματικούς του τρίτου λόχου ισορροπημένη. Στο μυαλό του μονάχα μία σκέψη, για την ακρίβεια, μία φιγούρα, η Μυρτώ.
.jpg?t=KE6ls_TYI2kOT66iWBbCtA)
Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2010
Ο Βαγγέλης βρισκόταν στο σπίτι του, αραχτός στο κρεβάτι. Κοιτούσε το ταβάνι και συλλογιζόταν τη Μυρτώ, η οποία όλες εκείνες τις ημέρες δεν είχε δώσει σημάδια ζωής. Ξάφνου έπιασε τον εαυτό του να δακρύζει. Ήταν η πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια που παραδέχθηκε στον εαυτό του πως ήταν… ερωτευμένος.
Η ώρα είχε περάσει και η άδειά του μετά την ορκωμοσία πλησίαζε στο τέλος. Όφειλε να ετοιμαστεί και να επιστρέψει οδικώς στην Κόρινθο καθώς έπρεπε να δώσει το «παρών» στη βραδινή αναφορά. Ο πατέρας του θα τον συνόδευε ξανά μέχρι την πύλη.
5.jpg?t=qhT8h-qiTTnhzSH-YmQchg)
Ο Βαγγέλης σηκώθηκε και με βαριά καρδιά έπιασε τον σάκο του. Ξυριστικά, εσώρουχα, ισοθερμικά, τσιγάρα κι ένα μικρό τσαντάκι με είδη φαρμακείου ήταν ήδη στο εσωτερικό του. Πλάι σ’ αυτά εκείνος πρόσθεσε και τη φρεσκοπλυμένη και καλοσιδερωμένη στολή της παραλλαγής από τα χέρια της μητέρας του, της Ευτυχίας.
Χαιρέτησε τη μητέρα του και τη γιαγιά του και αποχώρησε. Ο πατέρας του είχε πάει να φέρει το αυτοκίνητο από το παραπάνω οικοδομικό τετράγωνο που το είχε σταθμεύσει. Ο Βαγγέλης βγήκε στον δρόμο και στο απέναντι πεζοδρόμιο έμελλε να αντικρίσει… την Ηλέκτρα, την κοπέλα του καλύτερου του φίλου.
Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου μαρμάρωσε. Όλα γύρω του σκοτείνιασαν. Πριν καν προλάβει να αντιδράσει, η ξανθιά καλλονή τον πλησίασε και κοντοστάθηκε μπροστά του.
«Δεν με περίμενες, έτσι;»
«Τι… Τι κάνεις εσύ εδώ; …Θέλω να πω…» ανάκατα τα λόγια του.
«Ήθελα να σε δω, να σου μιλήσω. Ξέρω πως γι’ αυτό που κάνω ίσως μετανιώσω, αλλά δεν με νοιάζει». Το κρύο άρχισε να παίρνει τα μακριά μαλλιά της ενώ η μύτη της άρχισε να τρέχει. Τα χείλη της ασπρισμένα και η καρδιά της έρμαιο στον άνεμο της τόλμης. «Τόσες μέρες σε σκέφτομαι συνέχεια. Ξέρω πως με τον Στέλιο είστε σαν αδέλφια, αλλά ο Στέλιος δεν είναι αυτό που νομίζεις. Εγώ τελείωσα μαζί του. Ανέχτηκα πολλά. Ζήλεια, φωνές, καταπίεση, μιζέρια, μέχρι και ξύλο. Φτάνει! Ώς εδώ! Του είχα πει πως αν ξανασηκώσει χέρι, θα εξαφανιστώ. Τον απείλησα να μείνει μακριά μου, γιατί αλλιώς θα πάω στην αστυνομία».
«Τι λες; Ο Στέλιος…» Δεν πίστευε στα αυτιά του.
«Ο Στέλιος είναι ένα κτήνος με όψη που ξεγελά. Ξέρω πως δεν έχεις χρόνο και πως πρέπει να φύγεις, αλλά ήθελα να σ’ τα πω εγώ η ίδια κοιτώντας σε στα μάτια. Κοιτώντας αυτά τα μάτια που ξέρω ότι… ότι είναι ερωτευμένα μαζί μου. Μην το αρνηθείς. Το ξέρω! Το έχω καταλάβει. Καιρό τώρα έχω καταλάβει τα πάντα».
«Δεν… Δεν είναι δυνατόν…» φάνηκε συγκλονισμένος. Δεν πρόλαβε όμως να πει τίποτε περισσότερο διότι τα χείλη του σφραγίστηκαν από τα χείλη της Ηλέκτρας. Ο σάκος του έπεσε απ’ τα χέρια.
.jpg?t=1z_39KwIBmFC1CB-QuiMDQ)
«Στην πρώτη σου έξοδο θα είμαι στην Κόρινθο. Θα σε περιμένω έξω από την πύλη. Μέχρι τότε θα σε σκέφτομαι συνέχεια», του ψέλλισε σε απόσταση αναπνοής και του έδωσε ένα ακόμα ζουμερό φιλί.
Στη διαδρομή ο Βαγγέλης κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Βουβός και βαθιά προβληματισμένος, χάζευε την εθνική οδό καθώς το αυτοκίνητο κατάπινε τα χιλιόμετρα.
«Θα πεις καμιά κουβέντα; Δεν θα ρωτήσεις αν έχω νέα απ’ τον νονό σου;» ρώτησε ο πατέρας του.
«Ε; Ναι, ναι…» Προσγειώθηκε στην πραγματικότητα. «Έχεις;»
«Μωρέ, εγώ έχω. Εσύ τι νέα έχεις να μου πεις;»
«Τίποτε».
«Ψιτ, μικρέ, σε ξέρω σαν την παλάμη του χεριού μου. Δεν είμαι μονάχα πατέρας σου, αλλά και φίλος σου. Το ξέρεις! Για τον στρατό είσαι έτσι; Έχει γίνει κάτι μέσα στο στρατόπεδο;» Τον είδε να παραμένει αμίλητος. «Μήπως για καμιά κοπέλα;» Τον είδε να αναστενάζει και τότε συμπέρανε. «Σωστά το κατάλαβα». Τεχνηέντως χαμήλωσε την ταχύτητα στο καντράν για να κερδίσει χρόνο. «Λένε πως ο έρωτας σε βρίσκει τις πιο ακατάλληλες στιγμές. Μέρος της μαγείας του! Άκου, παλικάρι μου. Ο έρωτας είναι ωραίο πράγμα. Η φιλία όμως, και ιδίως η ανδρική, είναι ιερή. Κι αυτό που είδα καθώς έστριβα στη γωνία, εμένα δεν μου άρεσε. Αν ζήσεις αυτόν τον έρωτα, θα ατιμώσεις τη φιλία σου. Ζύγισέ τα. Ό,τι αποφασίσεις, εγώ θα είμαι δίπλα σου».
Ο Βαγγέλης τον κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια. «Ξέρεις πόσα χρόνια περίμενα να…»
«Σσσσς! Μην πεις τίποτε. Πρώτα ζύγισε και μετά μίλα», τον διέκοψε και σανίδωσε το γκάζι.
Ο Βαγγέλης περπατούσε μέχρι την πύλη του στρατοπέδου έχοντας τον σάκο στον ώμο. Η ώρα κόντευε εννέα και μισή, όταν χαιρέτησε τον αλφαμίτη. Πριν προλάβει να κάνει το επόμενο βήμα, η φωνή της Μυρτούς τον πάγωσε. Γύρισε και την είδε στο απέναντι πεζοδρόμιο πλάι στον κάδο απορριμμάτων. Η καρδιά του σεισμόπληκτη και τα σωθικά του ταμπούρλο. Άφησε τον σάκο να γλιστρήσει και διέσχισε τον δρόμο με γοργό βήμα.
«Σε περίμενα. Έπρεπε να σου είχα στείλει έστω ένα γραπτό μήνυμα, μα δείλιαζα. Δεν ήξερα τι… τι να γράψω, πώς να το γράψω και γιατί. Ήθελα μόνο να… να σε δω ξανά. Ξέρεις εγώ…» δεν πρόλαβε να πει λέξη παραπάνω. Τα χείλη της ενώθηκαν με του Βαγγέλη…
2.jpg?t=A8hUd6mKJSBHk3jqrGoW2Q)
*Μην χάσετε το δεύτερο κεφάλαιο: «Μοιραία πρόσκληση»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Χριστουγεννιάτικη έκπληξη» - Διαβάστε το 4o μέρος «Έπεσαν οι μάσκες»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Χριστουγεννιάτικη έκπληξη» - Διαβάστε το 3o μέρος «Κρυφό δώρο»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Χριστουγεννιάτικη έκπληξη» - Διαβάστε το 2o μέρος «Τελειώσαμε»
Tα διηγήματα του Newsbomb.gr: «Χριστουγεννιάτικη έκπληξη» - Διαβάστε το 1o μέρος «Ηχηρή απουσία»
Σχόλια