Όταν η ποίηση αναλαμβάνει εκ νέου τον δημόσιο ρόλο της
Η ποίηση της εποχής μας τείνει να συνδέσει τον εσώτερο κόσμο του υποκειμένου με τα αδιέξοδα μιας κοινωνικής πραγματικότητας τα οποία μεγαλώνουν καθημερινά. Τα αδιέξοδα αυτά και η αντιμετώπισή τους απασχολούν τον Ανδρέα Νεοφυτίδη στην ποιητική του συλλογή «Είπε», που κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό από τις εκδόσεις Σμίλη.
Παρακολουθώντας τον περίγυρό του, ο ποιητής καταλαβαίνει πως ένα ουσιώδες μέρος των αξιών που υποστήριζαν και συγκρατούσαν τη ζωή μας μέχρι και πριν από μερικά χρόνια, τείνει να χάσει το βάρος και τη σημασία του, δίνοντας τη θέση του σ’ ένα συνεχώς διευρυνόμενο κενό: «Κρατηθείτε γερά δέστε τις ζώνες / παραμονεύουν κενά νοήματος».
Τα «κενά νοήματος» δεν θα ταυτιστούν ποτέ με την κρίση και τη σκληρή της εμπειρία (ο Ανδρ. Νεοφυτίδης θα αποφύγει προσεκτικά την οποιαδήποτε ρητή αναγωγή), αλλά θα προκύψουν από ένα διάχυτο, συλλογικό βίωμα: μια αίσθηση που διαπερνά τους ανθρώπους και τα πράγματα σε κάθε σχεδόν στιγμή της καθημερινότητάς τους: «Στα μάτια μου καμένα χόρτα / και στα χείλη μου η δίψα των νοημάτων».
Το νόημα, παρόλα αυτά, δεν είναι για τον ποιητή μια παντελώς χαμένη υπόθεση. Αρκεί να δοκιμάσουμε να αποσπαστούμε από τον περιορισμένο ορίζοντα του εγώ μας και να προσεγγίσουμε με έναν σταθερό βηματισμό τον Άλλο: «Το μόνο που μας απέμεινε είπε / είναι η αγάπη / μετά συγχωρήσεως». Δουλειά της ποίησης, που καλείται έτσι να αναλάβει εκ νέου τον ξεχασμένο δημόσιο ρόλο της, είναι να ανοίξει τον δρόμο προς τον Άλλο, να προετοιμάσει την επαφή μαζί του, να υποδείξει τη γλώσσα μέσω της οποίας θα κατανοήσουμε την οντότητα και την παρουσία του σε ένα τοπίο όπου τα πάντα θα πρέπει να αναθεωρηθούν και να αναπροσδιοριστούν.
Δουλεύοντας με πολύ σύντομα, αλλά εξαιρετικά πυκνά δίστιχα ή τρίστιχα, ο Ανδρ. Νεοφυτίδης έχει ως ποιητικό του ήρωα έναν αφανή, χαμηλόφωνο προφήτη, παραπέμποντας ενδεχομένως στον Χαλίλ Γκιμπράν, τον Λιβανέζο στοχαστή και ποιητή, ο οποίος έδωσε εν έτει 1923 μαθήματα υψηλού ανθρωπισμού με το βιβλίο του «Ο προφήτης».
Ο προφήτης του Ανδρ. Νεοφυτίδη θα μας υπενθυμίσει την ικανότητα της ποίησης να συνεγείρει τις συνειδήσεις, χωρίς να καταλήγει ποτέ στην ιδεολογική και την πολιτικοκοινωνική στράτευση. Γιατί η αλήθεια της ποίησης δεν είναι η καταγγελία και η προπαγάνδα («η πολλή προπαγάνδα είπε / δεν ωφελεί σε καιρούς επαναστατικούς / βλάπτει όμως ανεπανόρθωτα / σε καιρούς μικρόψυχους»), αλλά το άνοιγμα σε μια βασιλική οδό - σε μια λεωφόρο η οποία θα οδηγήσει στη συνεύρεση και την αλληλεγγύη, φωτίζοντας έναν τόπο όπου το ατομικό θα αποτελέσει την άλλη όψη του συλλογικού ενώ το συλλογικό δεν θα έχει άλλη έκφανση από την ατομικότητα: «Κι ας γκρεμιστούν όλα τα’ ανάκτορα / στο πεδίο της αλληλεγγύης».
Όσοι θα κατορθώσουν να φτάσουν στη συνεύρεση και την αλληλεγγύη, θα επιτύχουν σχεδόν αυτομάτως και το πολυτιμότερο: να κερδίσουν την ελευθερία, τη δική τους και των άλλων, και να εξασφαλίσουν την ακεραιότητά τους τόσο ως άτομα όσο και ως πολίτες. Και μια τέτοια ελευθερία δεν θα αργήσει να μας πείσει πως μπορούμε ακόμη να ελπίζουμε στη δύναμη της τέχνης. Γιατί η τέχνη είναι δυνατόν να αποδειχθεί μια δια βίου επένδυση, μια ανυπόκριτη και ανιδιοτελής προσφορά, που θα βοηθήσει τον ποιητή να μιλήσει χωρίς περιφράσεις και από το βάθος της καρδιάς του: «Στα λίγα αρκέστηκα / έτσι έμεινε ανέπαφη / η ομορφιά».