Γαλλία: Απογοήτευσε ο Ντεπαρντιέ στον ρόλο του Ντ. Στρος-Καν

Η ανυπομονησία που δημιούργησε η συνεχής και μεγάλη διαφήμιση από τους παραγωγούς αλλά και μίντια και τα περιοδικά του κλάδου για την επίμαχη ταινία «Καλώς ήλθατε στη Νέα Υόρκη» του Έιμπελ Φεράρα, γύρω από την υπόθεση του Ντομινίκ Στρος-Καν, κατέληξε τελικά σε μια φούσκα, μια και η ταινία αποδείχτηκε μέτρια και υποδερμική στην προσέγγισή της, από κινηματογραφικής πλευράς, ενώ από πλευράς θέματος περιορίστηκε στα γνωστά γεγονότα που είχαν ήδη βγει στο φως εδώ και τρία χρόνια.


Όσο για τις σεξουαλικές σκηνές και τα όργια στα οποία παρουσιάζεται να επιδίδεται ο Στρος-Καν στο πρώτο περίπου δωδεκάλεπτο της ταινίας είναι δοσμένη με τρόπο που θυμίζει τα χειρότερα και πιο αδέξια πορνό- καταλαβαίνω πως ο Φεράρα ήθελε να δώσει τη γελοιότητα του πράγματος αλλά δυστυχώς κατέληξε να δώσει την εικόνα της γελοιότητας μέσα από τα πλάνα του, με ένα με χοντρό Ζεράρ Ντεπαρντιέ να μουγγρίζει και να βρυχάται σαν κάποιο ζώο (άλλοτε σαν γουρούνι κι άλλοτε σαν ιπποπόταμος), ενώ, στις γυμνές σκηνές του να προκαλεί το γέλιο η τεράστια κοιλιά του.

Η ταινία είχε απορριφθεί από το πρόγραμμα του φεστιβάλ των Κανών γιατί, παρά τις μερικές καλές σκηνές, αυτές, σύμφωνα με τον διευθυντή του φεστιβάλ, Τιερί Φρεμό, δεν ήταν αρκετές για να μπορέσει να συμπεριλάβει την ταινία στο πρόγραμμα των Κανών. Έτσι, η ταινία προβλήθηκε χτες το βράδυ για τους δημοσιογράφους στον κινηματογράφο Star (που την παρουσίασε ο ίδιος ο Ντεπαρντιέ μαζί με τους συμπρωταγωνιστές και τον σκηνοθέτη του), και στην πλαζ Nikki, ενώ, από σήμερα οι Γάλλοι μπορούν να τη δουν σε VOD (Video On Demand) δηλαδή στην καλωδιακή τηλεόραση, πληρώνοντας ένα συγκεκριμένο αντίτιμο.

Στο σημερινό διαγωνιστικό πρόγραμμα ξεχώρισαν δυο ταινίες: Το γουέστερν «The Homesman» του Αμερικανού ηθοποιού και σκηνοθέτη Τόμι Λι Τζόουνς και «Le meraviglie» («Τα θαύματα») της Ιταλίδας Άλις Ρορβάχερ.

Είναι η δεύτερη φορά που ο Τζόουνς επιστρέφει στο γουέστερν μετά τις «Τρεις ταφές του Μελκιάδες Εστράδα» για να αφηγηθεί, τη φορά αυτή, το μεγάλο ταξίδι μιας δυνατής, θρήσκας γυναίκας (Χίλαρι Σουάνκ), με τη συντροφιά ενός άντρα (Τόμι Λι Τζόουνς), που μεταφέρουν τρεις (κυριολεκτικά) τρελές γυναίκες από την πόλη τους στη Νεμπράσκα σε μια εκκλησία εκατοντάδες μίλια μακριά, όπου η σύζυγος (Μέριλ Στριπ) του παπά θα προσπαθήσει να τις βοηθήσει να βρουν την ηρεμία της ψυχής τους.

Ο Τζόουνς έφτιαξε ένα όμορφο, λυρικό, ταυτόχρονα μελαγχολικό, με άνετο ρυθμό γουέστερν, που μόνο προς το τέλος καταλήγει σε μερικά αναπάντεχα, βίαια ξεσπάσματα, με τον Τζόουνς να μετατρέπεται σε ένα είδος εξολοθρευτή αγγέλου, ξεσπάσματα που δίνουν μιαν άλλη διάσταση στην ταινία.

Στην ιταλική ταινία, παρακολουθούμε τη δύσκολη ζωή μιας πενταμελούς αγροτικής, γερμανικής καταγωγής, οικογένειας που η κύρια ενασχόλησή της είναι το μέλι. Επικεφαλής της παραγωγής μελιού είναι η 12χρονη Τζελσομίνα, που σαν είδος βασίλισσας- μέλισσας μαζεύει, μαζί με τον πατέρα της, τις μέλισσες και καταπιάνεται με τα διάφορα στάδια της επεξεργασίας του μελιού.

Η γερμανικής καταγωγής σκηνοθέτρια (τον ρόλο της μητέρας στην ταινία ερμηνεύει η αδερφή της), γύρισε την ημι-αυτοβιογραφική αυτή ταινία της στα μέρη όπου μεγάλωσε και ζει, χρησιμοποιώντας ένα στιλ που ξεκινάει από τον ιταλικό νεορεαλισμό, χωρίς όμως να απορρίπτει το φανταστικό (όπως στις σκηνές του γυρίσματος ενός τηλεοπτικού σποτ) για να αναπτύξει, με εικόνες γεμάτες ομορφιά, τα ζωή της οικογένειας στο απόμερο αυτό χωριό, τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της κι έναν νεαρό εγκληματία που η οικογένεια αποκτά σ’ ένα πρόγραμμα ανταλλαγών κέντρου αναπροσαρμογής εφήβων.

Διαβάστε επίσης: Η επικαιρότητα με άλλη ματιά!