Για τη μνήμη του γενέθλιου τόπου και του έρωτα
Ένα άγνωστο, γραμμένο στα γαλλικά μυθιστόρημα της Μέλπως Αξιώτη (1905-1973), που έχει τίτλο «Ρεπυμπλίκ-Βαστίλλη», και του οποίου θέμα είναι η μνήμη του γενέθλιου τόπου και ο έρωτας, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα, σε μετάφραση Τιτίκας Δημητρούλια και εισαγωγή και επιμέλεια Μαίρης Μικέ.
Κόρη του μουσικοσυνθέτη και τεχνοκριτικού Γεωργίου Αξιώτη και της αριστοκράτισσας Καλλιόπης Βάβαρη, η Μέλπω μεγάλωσε στη Μύκονο, σπούδασε στη γαλλική Σχολή Ουρσουλίνων της Τήνου και άνοιξε το 1934 οίκο ραπτικής στην Αθήνα, ενώ έναν χρόνο νωρίτερα δημοσίευσε το πρώτο της διήγημα.
Ενταγμένη από πολύ νωρίς στο ΚΚΕ, η Αξιώτη ξεχώρισε γρήγορα στα γράμματα με μυθιστορήματα, όπως τα «Θέλετε να χορέψομε, Μαρία;» (1940) και «Εικοστός αιώνας» (1946), που την κατέταξαν μεταξύ των σπουδαιότερων πεζογράφων της γενιάς του 1930.
Προκειμένου να αποφύγει τη σύλληψη στην Ελλάδα, λόγω των φρονημάτων της, η Αξιώτη εγκαταστάθηκε το 1947 στο Παρίσι απ’ όπου και ξεκίνησε η ευρωπαϊκή της αναγνώριση. Ο «Εικοστός Αιώνας» μεταφράστηκε στα γαλλικά μια διετία μόλις μετά την παρισινή της εγκατάσταση, για να ακολουθήσουν, ύστερα από την ενθουσιώδη υποδοχή την οποία του επιφύλαξαν οι Γάλλοι, μεταφράσεις του και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες.
Την περίοδο εκείνη, και συγκεκριμένα από τον Νοέμβριο του 1948 έως τον Μάιο του 1949, η Αξιώτη έγραψε και το «Ρεπυμπλίκ-Βαστίλλη», το οποίο δεν μετέφρασε ποτέ στα ελληνικά, μεταφράζοντας μόνο κάποια χωρία του αργότερα, για να τα εντάξει στη συλλογή διηγημάτων της «Σύντροφοι, καλημέρα!» (1953). Κατόπιν διαβήματος της ελληνικής προς τη γαλλική κυβέρνηση, η Αξιώτη απελάθηκε το 1950 στην Ανατολική Γερμανία και το γαλλικό της μυθιστόρημα καταχωνιάστηκε στο συρτάρι με τα αζήτητα.
Τι ακριβώς, όμως, θα συμβεί με το «Ρεπυμπλίκ-Βαστίλλη» και γιατί αποδεικνύεται σήμερα ένα άκρως σημαντικό μυθιστόρημα, που εντάσσεται οργανικά στην καθιερωμένη παραγωγή της, χάρη και στη μετάφραση η οποία έχει εγκλιματιστεί πλήρως στο ύφος και στο γλωσσικό της ιδίωμα; Παρά την πίστη της στο κομμουνιστικό ιδανικό και τη βαθιά κομματική της προσήλωση, η Αξιώτη θα αποφύγει να γράψει οτιδήποτε θυμίζει στρατευμένη λογοτεχνία: το είδος της λογοτεχνίας που ζητούσε το Κόμμα από τους συγγραφείς του προκειμένου να αποκαλυφθεί στην εργατική τάξη η εικόνα της κοινωνίας στην οποία επέπρωτο να ευτυχήσει.
Βεβαίως, η Αξιώτη δεν θα παραμερίσει τις ιδέες της: θα μιλήσει ανοιχτά για τους αγώνες εναντίον του φασισμού στην πατρίδα της, τους οποίους και θα συνδέσει με τον ομόλογο αγώνα στην Ευρώπη, και θα ζωντανέψει τις μεγάλες κινητοποιήσεις της μεταπολεμικής περιόδου στο Παρίσι. Τα στοιχεία, ωστόσο, τα οποία θα αποτελέσουν τη βάση του μυθιστορηματικού της κόσμου θα είναι εντελώς διαφορετικά.
Προηγείται ο έρωτας: ο έρωτας που πολιορκεί ποικιλοτρόπως την καρδιά ενός ανήσυχου και ταυτοχρόνως γεμάτου δύναμη για ζωή κοριτσιού, το οποίο θα έχει συνεχώς ανοιχτά τα μάτια του στο καινούργιο περιβάλλον χωρίς να ξεχάσει τις εμπειρίες του στην Ελλάδα: πρώτα η διστακτική και ανολοκλήρωτη σχέση με έναν δάσκαλο, που θα κατορθώσει παρόλα αυτά να της ανοίξει ένα παράθυρο στο σύμπαν, ύστερα ο κρυφός δεσμός με έναν επιχειρηματία, που θα τη μυήσει στα μυστικά της σάρκας, και μετά μια αγάπη την οποία θα διακόψει ένας βίαιος θάνατος. Ο νέος έρωτας, ο έρωτας με έναν Γάλλο, δεν θα τελεσφορήσει, γιατί το κορίτσι θα πρέπει να φύγει από τη Γαλλία (εμφανής η αυτοβιογραφική αναφορά), αλλά η αίσθηση της ερωτικής ευφορίας δεν θα λείψει από καμία σχεδόν σελίδα του βιβλίου.
Με ανάλογο τρόπο δεν θα λείψει από το βιβλίο η μνήμη της χώρας την οποία έχει αναγκαστεί η ηρωίδα να εγκαταλείψει. Μνήμες που ανακαλούν τα χρώματα και το φως της ελληνικής φύσης, χωρίς να παραλείπουν τη συμπεριφορά και τα σουσούμια (καλά και κακά) των ανθρώπων. Βρισκόμαστε εδώ πολύ μακριά από τη σιδερένια γροθιά του κομματικού πατριωτισμού και της ιδεολογίας, σ’ ένα μυθιστόρημα που ξέρει πώς να μιλήσει για την παρηγοριά την οποία είναι σε θέση να προσφέρει όχι η εθνική ή η φυλετική, αλλά η γενέθλια ρίζα. Κι αυτό είναι ασφαλώς το χαρακτηριστικότερο.