Στην Αθήνα ο Πολ Όστερ στις 4 Νοεμβρίου
Η τριλογία είναι το έργο-διαπιστευτήριο για την καθιέρωση του Όστερ στη λογοτεχνική σκηνή ενώ τα μυθιστορήματα που τη συναποτελούν συνοψίζουν με αποκαλυπτικό τρόπο την προγενέστερη αλλά και τη μεταγενέστερη παραγωγή του.
Και στα τρία μυθιστορήματα πρωταγωνιστεί ένα αντίπαλο δίδυμο: από τη μια μεριά είναι κάποιος που παρακολουθεί και από την άλλη κάποιος που παρακολουθείται. Στη Γυάλινη πόλη (1985) τους αντίστοιχους ρόλους αναλαμβάνουν ένας συγγραφέας κι ένας επιστημονικός ερευνητής. Στα Φαντάσματα (1986) οι αντίπαλοι είναι ένας ντετέκτιβ κι ένα πρόσωπο με αδιευκρίνιστη καταρχάς ιδιότητα, που σύντομα θα αποδειχθεί και πάλι συγγραφέας. Τέλος, στο Κλειδωμένο δωμάτιο (1986) το βάρος της δράσης πέφτει στους ώμους ενός κριτικού και ενός παράξενου όσο και πολυτάλαντου καλλιτέχνη, ο οποίος παρουσιάζει εξίσου καλές επιδόσεις στην πρόζα, την ποίηση και την πεζογραφία.
Σε ένα πρώτο επίπεδο Η τριλογία της Νέας Υόρκης θυμίζει ιστορία μυστηρίου. Ένας επαγγελματίας ντετέκτιβ ή κάποιοι που μπαίνουν στη θέση του ντετέκτιβ γιατί έτσι το έχει φέρει η συγκυρία προσπαθούν να βρουν το μυστικό το οποίο κρύβει επιμελώς ο στόχος τους. Η τυπολογία της ιστορίας μυστηρίου είναι φανερή εδώ από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα: το σασπένς της παρακολούθησης, η σκοτεινή προσωπικότητα του παρακολουθούμενου, όπως και οι πολύβουοι δρόμοι της μεγαλούπολης, που μπορεί να είναι όχι μόνο η Νέα Υόρκη αλλά και το Παρίσι. Πίσω, ωστόσο, από αυτή την τυπολογία, που τελικά είναι μόνο ένα εξωτερικό περίβλημα, ο Όστερ θα κινήσει εντελώς διαφορετικά νήματα.
Βαθμιαία, ο διώκτης θα νιώσει μια περίεργη έλξη για τον διωκόμενο και εν συνεχεία οι ρόλοι θα αλλάξουν: ο διωκόμενος θα γίνει διώκτης, προκαλώντας στο θύμα του πρώτα πανικό και ύστερα κατάρρευση. Κανένας από τους δύο ανταγωνιστές, παρόλα αυτά, δεν θα κατορθώσει να υπάρξει χωρίς τον άλλο μια και το αντιθετικό τους δέσιμο έχει κάτι μοιραίο: ο ένας αποτελεί την όψη του άλλου και αμφότεροι είναι σαν να κοιτάζονται σε αντικριστούς καθρέφτες. Τι ακριβώς συμβαίνει εν προκειμένω;
Είναι μόνο ένα μοντέρνο παιχνίδι, όπως κατ΄επανάληψη έχουν γράψει οι κριτικοί, όπου ο μυθιστοριογράφος διαλέγει ένα παραδοσιακό λογοτεχνικό είδος, την ιστορία μυστηρίου, για να υπονομεύσει τους κανόνες του και να τους οδηγήσει στα όριά τους ή έχει να κάνει και με κάτι παραπάνω;
Ο Όστερ δεν αδιαφορεί, βεβαίως, για τον τρόπο της γραφής του, δημιουργώντας μαζί με όλα τα προηγούμενα και μια παιγνιώδη σχέση με τα ονόματα: ονόματα που προέρχονται μόνο από ονόματα χρωμάτων ή ονόματα που αλλάζουν κάτοχο από βιβλίο σε βιβλίο, μετατρέποντας κάποτε και τον ίδιο τον συγγραφέα σε μυθιστορηματικό ήρωα (παρέα με τη σύζυγό του Σίρι Χούστβεντ, επίσης συγγραφέα). Εκείνο, όμως, που πρωτίστως ενδιαφέρει τον Όστερ είναι να δείξει το καθεστώς διχασμού και σύγχυσης υπό το οποίο ζουν οι πρωταγωνιστές του καθώς ψάχνουν διαρκώς έναν δρόμο για να φτάσουν στο κέντρο της ύπαρξής τους. Ο συγγραφέας δεν θα τους προσφέρει ποτέ αυτό τον δρόμο: θα τους αφήσει, αντιθέτως, παντελώς αβοήθητους κι εκείνοι θα καταλήξουν με τη σειρά τους έρμαια μιας αμφίβολης και αμφίλογης τύχης. Και αυτή η μόνιμη απουσία συγκεκριμένης προοπτικής αποτελεί ένα από τα πιο υποβλητικά στοιχεία της πεζογραφίας του Όστερ που μόνο τυχαία δεν έχει αποκτήσει τη φήμη της.
Από το Μεταίχμιο κυκλοφορεί ένα ακόμα έργο του Όστερ, ο Αόρατος (2000), ενώ το φθινόπωρο θα κυκλοφορήσουν το αυτοβιογραφικό Ημερολόγιο του χειμώνα (2012) και το Σάνσετ Παρκ (2010). Μέσα στο 2015 θα κυκλοφορήσουν τα παλαιότερα έργα του Η επινόηση της μοναξιάς (1982) και Το παλάτι του φεγγαριού (1989).
Διαβάστε επίσης:
Οι φθινοπωρινές αρχαιολογικές εκθέσεις του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης