Ξαρχάκος: Δεν με εμπνέει κάτι από την εποχή μας
«Δεν μπορώ να πω ότι με εμπνέει όλη αυτή η κατάσταση για να γράψω κάτι. Το αντίθετο», ανέφερε ο συνθέτης Σταύρος Ξαρχάκος, απαντώντας σε ερώτηση του Αθηναϊκού Πρακτορείου αναφορικά με το τι θα μπορούσε να καταγράψει μουσικά εμπνευσμένος από όσα συμβαίνουν στην εποχή μας, σε ελληνικό και παγκόσμιο επίπεδο.
Μιλώντας σε συνέντευξη Τύπου στη Νέα Υόρκη, με την ευκαιρία της αποψινής συναυλίας του στο Κάρνεγκι Χολ με τον Σταμάτη Κόκοτα και την Ηρώ Σαΐα, ο κ. Ξαρχάκος υποστήριξε: «Οι καιροί είναι πάρα πολύ προβληματικοί. Και λέω προβληματικοί, διότι το πρόβλημα δεν είναι ένα, είναι πολυσύνθετο. Και βασικά ξεκινάει από το γεγονός ότι έχουμε χάσει το νόημα των αξιών. Ακούμε στην Ελλάδα όταν μιλάμε για αξίες, όλοι να απαντούν για τις αξίες του Χρηματιστηρίου. Βέβαια, το Χρηματιστήριο είναι στην οδό Σοφοκλέους, αλλά δεν ξέρουν τη διαφορά τη μεγάλη που έχει η οδός Σοφοκλέους από τον Σοφοκλή. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα».
Στη συνέχεια, επισήμανε: «Στην ερώτησή σας, μου είναι πάρα πολύ δύσκολο να απαντήσω, γιατί βρίσκομαι και σε πάρα, πάρα πολύ δύσκολη θέση. Πρέπει να σας πω ότι δεν μπορώ να πω ότι με εμπνέει όλη αυτή η κατάσταση για να γράψω κάτι. Το αντίθετο. Τελευταία, πριν το Ηρώδειο, δηλαδή την περασμένη εβδομάδα, με ρώτησε ένας δημοσιογράφος ποια είναι τα μελλοντικά μου σχέδια. Και η απάντησή μου ήταν "εκτιμώ το χιούμορ σας"».
Κατά τη συνέντευξη Τύπου, που δόθηκε στο Γραφείο Τύπου και Επικοινωνίας της Ελλάδας και του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού, στο Μανχάταν, ο διεθνούς φήμης συνθέτης μίλησε με συγκίνηση για την παρουσία του στη Νέα Υόρκη, όπου έζησε και σπούδασε για τρία χρόνια στη μουσική σχολή Juilliard School of Music, σημειώνοντας: «Εδώ, έκανα φίλους, συνεργάστηκα και συνομίλησα με πολύ σπουδαίους ανθρώπους και στη δουλειά μου, αλλά και εκτός δουλειάς. Για μένα, ήτανε χρόνια γεμάτα δημιουργία και γνώση. Και αυτή τη δημιουργία και τη γνώση όταν έφυγα την κουβάλησα μαζί μου, διότι με βοήθησε πάρα πολύ στη δουλειά μου και στη ζωή μου. Και βέβαια, πολλές μνήμες και πολύ ωραίες στιγμές».
Αναφερόμενος στις μνήμες και τις στιγμές, επισήμανε: «Θέλω να σας μιλήσω για το τραγούδι, για το αληθινό τραγούδι. Το τραγούδι που βγαίνει μέσα από τα άδυτα βάθη αυτού του μυστηρίου που λέγεται ψυχή και όχι από το κομπιούτερ ή τα κομπιούτερ του εγκεφάλου. Αυτό το τραγούδι λοιπόν μιλάει και στο συμπαθητικό και στο παρασυμπαθητικό. Καταρχήν, μας γεμίζει διάφορα συναισθήματα, στον καθένα διαφορετικά βέβαια, ποτέ τα ίδια. Ως εκ τούτου, ακούγοντας κάτι και με τα συναισθήματα τα οποία έχουμε, αυτόματα υπάρχει και μια ανάμνηση.
Κάπου υπάρχει μια στιγμή. Κάπου υπάρχει μια μνήμη. Νομίζω ότι αυτό θα πρέπει να έτυχε σε όλους σας και σε όλους μας, γιατί και εμείς δεν διαφέρουμε. Και εμείς ακούμε τραγούδια άλλων και συγκινούμεθα. Δεν ακούμε μόνο τα δικά μας, γιατί πρέπει να σας πω ότι τα δικά μας, εγώ τουλάχιστον, τα ακούω σπάνια. Αυτές λοιπόν τις στιγμές και αυτές τις μνήμες υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι, οι οποίοι μας τις ξαναθυμίζουνε με τις φωνές τους. Ένας απ' αυτούς λοιπόν είναι ο Σταμάτης Κόκοτας».
Στη συνέχεια, μίλησε για τον τραγουδιστή που συνεργάζεται μαζί του για πενήντα και πλέον χρόνια, υπογραμμίζοντας: «Επειδή δεν μου αρέσουν καθόλου τα επίθετα, δηλαδή "ο μεγάλος", κλπ, αρκεί να σας πω: Σταμάτης Κόκοτας. Δύο πράγματα τον χαρακτηρίζουν και στο τραγούδι του και στη ζωή του και αυτά είναι πολύ πιο σημαντικά από όποιο επίθετο να του βάλει κανείς, είναι η αξιοπρέπεια και το ήθος, που τραγουδάει και που ζει».
Για τη «μικρότερη της παρέας», επισήμανε: «Την κυρία Ηρώ Σαΐα, την οποία γνώρισα εδώ και τρία- τέσσερα χρόνια και έκτοτε συνεργαστήκαμε αρκετές φορές μαζί, η αλήθεια είναι ότι όταν την πρωτάκουσα μου κίνησε πολύ την περιέργεια αυτό το είδος της φωνής. Και επίσης, ο τρόπος με τον οποίο ερμήνευε κάποια τραγούδια.
Αργότερα, κατάλαβα ότι οι καταβολές που έχει, καθώς και τα βιώματά της είναι αυτά τα οποία την έκαναν να εκφράζεται με αυτό τον πολύ ιδιαίτερο και μοναδικό τρόπο στα τραγούδια. Και ο τρόπος που εκφράζεται είναι ακραιφνώς ελληνικός, αλλά και κοσμοπολίτικος».
Τέλος, απαντώντας σε ερώτηση ότι τα τελευταία χρόνια ο Έλληνας δέχεται κριτική, ιδίως η νέα γενιά, ότι δεν εκτιμά το καλό τραγούδι, αλλά το εφήμερο, ανέφερε: «Προσωπικά, δεν έχω ένα τέτοιο δείγμα. Στις συναυλίες που κάνουμε έχουμε κόσμο και μάλιστα αρκετή νεολαία και αυτό είναι πολύ αισιόδοξο. Αν μιλάτε όμως για άλλα πράγματα, αν μιλάτε για τα εφήμερα… αυτά υπάρχουν. Τα της ημερομηνίας λήξεως υπήρχαν και θα υπάρχουν πάντοτε».
Ακολούθως, έλαβε τον λόγο ο Σταμάτης Κόκοτας αναφέροντας ότι ο πρώτος διδάξας τον Σταμάτη Κόκοτα είναι ο Σταύρος Ξαρχάκος. «Όταν γύρισα από τη Γαλλία», είπε, «τα πρώτα τραγούδια που μου εμπιστεύθηκε μαέστρος και συνθέτης για να τραγουδήσω ήταν του κ. Ξαρχάκου. Από τότε, γίναμε φίλοι, πενήντα χρόνια τώρα…».
Στο σημείο αυτό δεν έκρυψε τη συγκίνησή του, προσθέτοντας: «Ό,τι έκανα το χρωστάω στον Σταύρο Ξαρχάκο. Με παρουσίασε στο ελληνικό και στο παγκόσμιο κοινό με τα μεγάλα τραγούδια του. Με τις μεγάλες επιτυχίες, μού άνοιξε και άλλους ορίζοντες και συνεργασίες με άλλους συνθέτες, με πολλά τραγούδια και πολλές άλλες επιτυχίες… Είναι μεγάλη η χαρά μου που έχω ξανά την ευκαιρία να με διευθύνει και πάλι ο μαέστρος και να εμφανιστούμε στο Κάρνεγκι Χολ».
Η Ηρώ Σαΐα σημείωσε ότι είναι συγκινημένη που θα παραστεί επί σκηνής «σ' αυτή τη σημαντική "επανένωση" και συνάντηση αυτών των δυο σπουδαίων καλλιτεχνών». «Για ΄μένα, είναι μια μεγάλη επιβράβευση που βρίσκομαι εδώ μαζί τους. Χάρη στον κ. Ξαρχάκο "έχω αναγκαστεί" να υπερβάλω εαυτόν, να δουλέψω πάρα πολύ, είναι ένας σπουδαίος δάσκαλος, που κατά τη συνεργασία μας έμαθα σημαντικά πράγματα που νομίζω θα τα έχω πια εφόδια για όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Ένας νέος καλλιτέχνης να βρίσκεται στο Κάρνεγκι Χολ, δίπλα σ' αυτούς τους καλλιτέχνες, είναι κάτι πολύ σπάνιο, αλλά και πολύτιμο».
Τους καλλιτέχνες παρουσίασαν ο διευθυντής του Γραφείου Τύπου, Νίκος Παπακωνσταντίνου και η διευθύντρια του ΕΟΤ Αμερικής, Γρηγορία Καματερού, οι οποίοι αναφέρθηκαν στη σημασία που έχει ειδικότερα για την Ομογένεια η αποψινή συναυλία που φέρει τον τίτλο «Μια ζωή Ελλάδα», γιατί πέρα από τις αναμνήσεις που θα φέρει στον καθένα, θα προβάλει τη χώρα και ένα αξιόλογο κομμάτι του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού.