Έρευνες για νέους τάφους στο λόφο Καστά
Σύμφωνα με δημοσίευμα του Έθνους, η πρώτη είναι η γεωφυσική διασκόπηση, την οποία ανέλαβε το ΑΠΘ με επικεφαλής τον καθηγητή Γρηγόρη Τσόκα και η οποία έχει μόλις αρχίσει.
Στόχος, να διαπιστωθεί αν υπάρχουν άλλοι τάφοι στον μήκους μισού χιλιομέτρου περίβολο ο οποίος "αγκαλιάζει" τον λόφο δημιουργώντας έναν κύκλο.
«Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούμε στηρίζονται στο γεγονός ότι οι αρχαιότητες αποτελούν διαταράξεις στην ομοιογένεια των ανώτερων στρωμάτων της γης και επομένως προκαλούν ανωμαλίες σε φυσικά ή τεχνική πεδία. Ο ανασκαφέας αρχαιολόγος μπορεί να κατευθύνει επιλεκτικά την έρευνά του, να εξαγάγει συμπεράσματα και στη συνέχεια να τα προεκτείνει για όλη τη περιοχή που μελετά, στηριζόμενος στον γεωφυσικό χάρτη», αναφέρει στην εφημερίδα ο κ. Τσόκας.
Η μέθοδος που χρησιμοποιεί το εργαστήριό του είναι αυτή της ηλεκτρικής διασκόπησης. Η συγκεκριμένη μέθοδος προβλέπει την καλωδίωση τμηματικά του εδάφους και την εισαγωγή ρεύματος στη γη με τη βοήθεια ηλεκτροδίων. Στη συνέχει γίνεται μέτρηση της διαφοράς δυναμικού και της κατανομής της αντίστασης με έναν αρκετά περίπλοκο και ανεπτυγμένο αλγόριθμο που έχουν επινοήσει οι επιστήμονες του εργαστηρίου.
Τα στοιχεία αυτά βοηθούν για την τρισδιάστατη απεικόνιση του εδάφους. Πρόκειται για μέθοδο που εφαρμόζεται για την εξερεύνηση αρχαιολογικών χώρων σε όλο το κόσμο. Το εργαστήριο γεωφυσικής του ΑΠΘ μάλιστα υπήρξε πρωτοπόρο, αφού χρησιμοποιεί την ηλεκτρονική διασκόπηση από τις αρχές της δεκαετίας του 80'.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, το μόνο «αδύνατο» σημείο της μεθόδου είναι πως απαιτεί απουσία βροχής καθώς δεν μπορεί να διεξαχθεί σε αντίθετη περίπτωση. Απαιτούνται περί τις δέκα συνεχείς μέρες χωρίς βροχή και τότε θα έχουμε τα αποτελέσματα, τα οποία θα υποδείξουν αν υπάρχουν "κενά" σημεία που θα πρέπει να διερευνηθούν ανασκαφικά. Ο μη βροχερός καιρός είναι απαραίτητος και για μια ακόμη εργασία που είναι το κοσκίνισμα των χωμάτων. Η αποχωμάτωση από το εσωτερικό του τύμβου έφερε έξω από το μνημείο πολύ μεγάλους όγκους άμμου, που πρέπει να κοσκινιστούν έτσι ώστε να εντοπισθεί οποιοδήποτε ξένο σώμα τυχόν περιέχουν.
Ίσως το κοσκίνισμα αποδώσει και άλλα όστρεα, όπως αυτά που έχουν ήδη εντοπισθεί. Μπορεί όμως να βρεθούν και όστρακα, όπως αποκαλούνται στην αρχαιολογική γλώσσα τα κομμάτια αγγείων ή ακόμη και κάποια σιδερένια αντικείμενα. Αν δεχτούμε το γεγονός ότι ο τάφος έχει πλημμυρίσει με άμμον από την Κερκινίτιδα, σε περιόδους που μέσα υπήρχαν νερά, τότε πιθανώς τα πήλινα αντικείμενα να είχαν ανέβει σε ψηλότερη στάθμη μέσα στις λάσπες, ενώ τα μεταλλικά θα πρέπει να εντοπισθούν στα δάπεδα.
Τέλος, ακόμα μια εργασία που διεξάγεται είναι η συντήρηση των γλυπτών αλλά και των επιζωγραφίσεων και του ψηφιδωτού από ειδικευμένους συντηρητές.
Οι εργασίες αυτές θα συνεχιστούν όσο ο καιρός το επιτρέπει, μέχρι να ολοκληρωθούν.
Μενδώνη: Δύσκολη η σύγκριση DNA μεταξύ νεκρού Αμφίπολης-Φιλίππου
Χρειάζεται αρκετός χρόνος για να γίνει επισκέψιμο το μνημείο στην Αμφίπολη, δήλωσε από την πλευρά της εχθές (17/11/2014) η γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη.
Η κ. Μενδώνη δήλωσε ότι οι επιστήμονες θα χρειαστούν τουλάχιστον οκτώ μήνες για να καταλήξουν στο αποτέλεσμα των μελετών στα ανθρωπολογικά ευρήματα, ενώ τόνισε ότι το υπουργείο δεν έχει ακόμα καταλήξει σε ποια ομάδα ειδικών θα αναθέσει την εργασία εξέτασης του σκελετού που βρέθηκε στο ταφικό μνημείο.
Ερωτηθείσα σε ποιον μπορεί να ανήκει ο σκελετός, απέφυγε να απαντήσει, λέγοντας ότι προτιμά να μείνουμε στα δεδομένα και πρέπει να γίνουν οι έρευνες για να δούμε αν θα μπορέσουμε να προσεγγίσουμε την ταυτοποίηση του όποιου νεκρού.
Επίσης είπε ότι η πανεπιστημιακή ομάδα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου που ασχολείται με τη Βεργίνα συζητά να γίνει εξέταση DNA στα οστά του Φιλίππου.
Αναφερόμενη στην ανασκαφή, ανέφερε ότι εν μέρει η δουλειά στο πεδίο τελείωσε, αλλά πλέον η πολλή δουλειά έχει να κάνει με την μελέτη και την αξιολόγηση των ευρημάτων.
Πρόσθεσε όμως ότι αυτή η διαδικασία θα είναι δύσκολη, αφενός γιατί τα οστά είναι καμένα (κατά το τελετουργικό της εποχής στη Μακεδονία) και αφετέρου οι επιστήμονες καθότι πριν από 50 χρόνια όποτε και βρέθηκε η λάρνακα του Φιλίππου δεν μπορούσαν να έχουν την ίδια μέριμνα για το ανθρωπολογικό υλικό, με συνέπεια να έχουν πιάσει πολλά χέρια τα οστά και να έχουν μεταφερθεί σε πολλά εργαστήρια.