Η ιστορία της Ελλάδας μέσα από τον ελληνικό κινηματογράφο
Το εθνικό παρελθόν και η συγκρότηση του ελληνικού κράτους δεν φάνηκε να εμπνέει τον ελληνικό κινηματογράφο αφού περίπου 25 ταινίες είναι όλες κι όλες, σύμφωνα με τους ειδικούς της ελληνικής φιλμογραφίας, αυτές που ασχολούνται με το 1821 ή την προεπαναστατική περίοδο.
Αριθμός σαφώς μεγαλύτερος από ταινίες με αναφορά σε μεγάλα γεγονότα της αρχαιότητας και του Βυζαντίου και λιγότερο δημοφιλείς από τις «ταινίες φουστανέλας» όπως ονομάστηκαν, πολύ αργότερα, τα βουκολικά δράματα που γοήτευαν τους θεατές τον μεσοπόλεμο και προέρχονταν από το θεατρικό κωμειδύλιο. Στις διασωζόμενες ταινίες της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, συγκαταλέγεται η «Αστέρω» (1929) του Δημήτρη Γαζιάδη, η «Μαρία η Πενταγιώτισσα» (1928) του Αχιλλέα Μαδρά ενώ η «Γκόλφω»(1914) του Κώστα Μπακατόρη, δεν διασώζεται.
Εκτός από το προφανές οικονομικό κόστος για την παραγωγή ιστορικών ταινιών εποχής, σημαντική αιτία για την φτωχή κινηματογραφική αναπαράσταση του 1821 ήταν «ότι την ύπαιθρο την θέλαμε Αρκαδία, ειδυλλιακή, κι όχι σαν συνέχεια του παρελθόντος. Δεν ήταν έτοιμη η χώρα να κάνει έναν διάλογο με το ιστορικό της παρελθόν. Ο διάλογος με τα ζητήματα της υπαίθρου και των τοπικών κοινωνιών του 19ου και αρχών 20ου αιώνα, προσεγγίστηκε στον κινηματογράφο με σύγχρονη προβληματική στη Μεταπολίτευση από τον Θόδωρο Αγγελόπουλο με τον «Μεγαλέξανδρο»(1980), τον Λάκη Παπαστάθη με « Τον Καιρό των Ελλήνων»(1981) και τον Νίκο Κούνδουρο με τον «Μπάϋρον»(1982)» τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Μαρία Κομνηνού, μέλος στο ΔΣ της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Από τις ρομαντικές αναπαραστάσεις της ελληνικής υπαίθρου και τις ερωτικές ιστορίες, με ενδιάμεσο την δεκαετία του '50 και ενδεικτικές ταινίες εκείνα τα χρόνια τη «Λίμνη των Στεναγμών» (1959) του Γρηγόρη Γρηγορίου με την Ειρήνη Παπά στο ρόλο της κυρά Φροσύνης, ή την «Μπουμπουλίνα» του Κώστα Ανδρίτσου αλλά και την «Αστέρω» που ξαναγυρίστηκε το 1959 από τον Ντίνο Δημόπουλο, με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, η ...ελληνική λεβεντιά και ο εθνοπατριωτισμός των Ελλήνων πυκνώνει την εποχή της χούντας.
« Κι αυτό όχι μόνο γιατί είναι η χρυσή εποχή της κινηματογραφικής παραγωγής» παρατηρεί η Μαρία Κομνηνού αλλά κυρίως ότι «γίνεται μια προσπάθεια σαφούς προπαγανδιστικής χρήσης του παρελθόντος, σε επίπεδο ιδεολογικής χρήσης της ιστορίας στα μέτρα της δικτατορίας, όπως οι εορτασμοί που οργάνωναν για τις επετείους του 1821».
Άλλοτε προπαγανδιστικές και πατριδοκαπηλευτικές, πότε απλοϊκές, αφελείς και γεμάτες ιστορικές ανακρίβειες, στις εμπορικές ταινίες την ίδια χρονιά που γυρίστηκε ο «Παπαφλέσσας» εμφανίζεται και η «Μαντώ Μαυρογένους» του Κώστα Καραγιάννη, με την Τζένη Καρέζη στον ομώνυμο ρόλο, που απέφερε 200 χιλιάδες εισιτήρια. Δεν έκαναν όλες επιτυχίες. Η επίσης ακριβή παραγωγή οι «Σουλιώτες» (1972) του Δημήτρη Παπακωνσταντή έκανε μόνο 17 χιλιάδες εισιτήρια. Αργότερα, το 1974 , «Η Δίκη των δικαστών» του Πάνου Γλυκοφρύδη, διαφοροποιείται ως προς το θέμα, φέρνοντας στο προσκήνιο τις δίκες του Κολοκοτρώνη και του Πλαπούτα.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ευνοϊκή υποδοχή ταινιών περιπέτειας με θέμα τους ληστές της υπαίθρου του 19ου αιώνα και 20ου αιώνα, με ρίζες στα δημοφιλή λαϊκά μυθιστορήματα.
Η πρώτη μεταπολεμική ταινία με θέμα παράνομους είναι ο «Μαρίνος Κοντάρας ο κουρσάρος του Αιγαίου» (1948) του Γιώργου Τζαβέλα, με τον Μάνο Κατράκη, παρόλο που αναφέρεται ελάχιστα στην δράση του ως ληστή της θάλασσας και επικεντρώνεται στην ερωτική του ιστορία.
Ουσιαστικά δεν υπάρχει σωζόμενη ταινία για τον ληστή αυτόν καθαυτόν, όσο δε για τα ηρωικά μυθιστορήματα από τα οποία προέρχονται, έχουν μια ρομαντική αντίληψη για τον ληστή, επισημαίνει η Μαρία Κομνηνού.
Η τομή γίνεται στη Μεταπολίτευση με τις εξαίρετες ταινίες "Μεγαλέξανδρος" ( 1980) και "Ο Καιρός των Ελλήνων" ( 1981) «που απομυθοποιούν την διάσταση των λαϊκών μυθιστορημάτων, θέτοντας τη ληστεία μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο», τονίζει η ίδια.
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, «μιλά για την εκμετάλλευση στην ύπαιθρο και πώς η ληστεία τρεφόταν από αυτές τις ανισότητες αλλά και πώς οι γαιοκτήμονες εκμεταλλεύονταν τους ληστές για τους δικούς τους στόχους. Εξίσου και σε μεγάλο βαθμό το αφηγείται και η ταινία του Λάκη Παπαστάθη. Και οι δύο καταθέσεις προσεγγίζουν το θέμα μέσα από τη σύγχρονη ιστοριογραφική έρευνα , τον ληστή με την έννοια του πρωτόγονου επαναστάτη έχοντας σαν υπόστρωμα π.χ. τις μελέτες του Ερικ Χόμπσμπάουμ», προσθέτει.
Την ίδια εποχή ο "Μπάϋρον μπαλάντα ενός δαιμονισμένου", «είναι μια ταινία μέσα σ' αυτήν την καινούργια συνειδητοποίηση των πολλών παραγόντων. Ο Ν.Κούνδουρος διαμορφώνει πολύ ενδιαφέρουσα άποψη, μέσα από μια πολύ σύνθετη ερμηνεία δείχνοντας ότι το φιλελληνικό κίνημα ήταν συνδεδεμένο με τις επιδιώξεις των μεγάλων δυνάμεων».
Τελικά φαίνεται ότι από τα κωμειδύλια της δεκαετίας του '20 έως τον "Μπάϋρον" του Νίκου Κούνδουρου, κάθε ταινία συνομιλεί με την εποχή της και τον τρόπο που εκείνη αντιλαμβάνεται το 1821. Σε κάθε περίπτωση, η κοινωνία στην οποία αναφέρονται είναι πολύ μακρινή και υπό μία έννοια, οι ταινίες αυτές διαμόρφωσαν τον τρόπο που αντιλαμβάνονται οι σημερινοί Έλληνες το '21 και κατ΄ επέκταση, την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου.