Αμφίπολη: Ξετυλίγοντας το κουβάρι της ιστορίας
Η Αμφίπολη εκτός από μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Μακεδονίας κατά την αρχαιότητα, αποτέλεσε κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους ένα ιδιαίτερο αστικό κέντρο της περιοχής, ήταν έδρα της διοικητικής περιφέρειας "Μακεδόνων Πρώτης" καθώς και έδρα επισκόπου κατά τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους.
Τα πρώτα ευρήματα που συνδέουν την Αμφίπολη με τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους και την καθιστούν ένα αξιόλογο θρησκευτικό κέντρο της εποχής, έφερε στο φως με τις ανασκαφές του, το 1961, ο αρχαιολόγος Δημήτρης Λαζαρίδης.
“Αλλ’ όμως το πλέον αξιόλογον κτήριον ήτο ναός παλαιοχριστιανικών χρόνων, αποκαλυφθείς εις την θέσιν 'Μπεζεστένι' και εντός του αγρού του Ιωσήφ Ευθυμιάδη, ανατολικώς της αποκαλυφθείσης εν έτει 1961 κιονοστοιχίας. Έκπληξιν προκαλεί το γεγονός ότι τέσσαρες παλαιοχριστιανικαί βασιλικαί είχον οικοδομηθεί εις τόσον μικράν απόστασιν η μία από της άλλης. Της Βασιλικής Δ μικρόν μόνον μέρος απεκαλύφθη, ήτοι η ανατολική πλευρά εξωτερικώς και μέρος μόνον της βορείας και της νοτίας πλευράς της. Διεπιστώθη ότι πρόκειται περί τρικλίτου βασιλικής πλάτους 19,85 και διαμέτρου κόγχης 6,75 μ. Η νότια πλευρά απεκαλύφθη επί μήκους 14,38 μ. η δε βόρεια επί μήκους 11,20 μ. Οι εξωτερικοί τοίχοι της βασιλικής έχουν πάχος 0,80 μ. – 0,85 μ., ο τοίχος της κόγχης 1 μέτρον και ο στυλοβάτης 0,78 μ. Διεπιστώθη διά δοκιμαστικής τάφρου γενόμενης εις το κεντρικόν κλίτος, ότι η βασιλική είχε πλακόστρωτον δάπεδον...”, αναφέρει ο αρχαιολόγος Δημήτρης Λαζαρίδης στα «Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, στο απόσπασμα του έτους 1964 με θέμα: «Ανασκαφαί και έρευναι εις Αμφίπολη».
Ξεδιπλώνοντας το κουβάρι της ιστορίας, μετά τη μάχη στην Πύδνα το 168 π.Χ. η Αμφίπολη έγινε πρωτεύουσα της μίας εκ των τεσσάρων ελληνικών επαρχιών που ίδρυσαν οι Ρωμαίοι. Η πόλη ήταν μέρος στάθμευσης για τους ταξιδιώτες που χρησιμοποιούσαν την Εγνατία οδό, και ήταν ακόμη και η έδρα του Παρατηρητή των Ρωμαίων κατά την Πρωτοχριστιανική περίοδο.
Γραπτές μαρτυρίες αποκαλύπτουν πως αποτέλεσε σημείο στάσης του Απόστολου Παύλου, που πηγαίνοντας για τη Θεσσαλονίκη, πέρασε από την Αμφίπολη και κήρυξε τον Χριστιανισμό στην περιοχή. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι στα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ, γύρω στο 50 μ.Χ., ο Απόστολος Παύλος κατά την πορεία του από τους Φιλίππους στη Θεσσαλονίκη, πέρασε από την Αμφίπολη. Σύμφωνα μάλιστα με προφορικές μαρτυρίες, ο Απόστολος Παύλος το έτος 49 μ.Χ., μαζί με τους τρεις συνοδούς του τον Σίλα τον Τιμόθεο και τον Λουκά καθώς πήγαινε από τους Φιλίππους στην Αμφίπολη, σταμάτησε στο χωριό Ροδολίβος της Αμφίπολης, μετά το αποκαλυπτικό όραμα που είδε ένα βράδυ όταν βρισκόταν στην Τρωάδα, στην ασιατική πλευρά του Ελλήσποντου, εκεί που ήταν χτισμένη η αρχαία πόλη της Τροίας.
Σύμφωνα με το όραμα, όπως αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη στο βιβλίο των Πράξεων των Αγίων Αποστόλων, που έγραψε ο ευαγγελιστής Λουκάς, ιατρός και συνεργάτης του Αποστόλου Παύλου αναφέρεται συγκεκριμένα: και στον Παύλο φάνηκε κατά τη νύχτα ένα όραμα “Ένας άνδρας Μακεδόνας στεκόταν όρθιος, παρακαλώντας τον και λέγοντας: Διάβα στη Μακεδονία και βοήθησέ μας”.
Η χριστιανική Αμφίπολη βρίσκεται στον ίδιο αρχαιολογικό χώρο στην θέση της αρχαίας ακρόπολης. Με το τέλος του αρχαίου κόσμου, η μεταφορά της πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους στην Κωνσταντινούπολη και η καθιέρωση του Χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας του, ευνόησαν μια νέα περίοδο άνθισης της Αμφίπολης ως τόπο χριστιανικού προσκυνήματος.
“Κατά την έρευναν ταύτην ανευρέθησαν τμήματα θωρακίων με απλήν διακόσμησιν σταυρών και διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη ήτοι τμήματα κιόνων και κιοκράνων με διακόσμησιν φύλλων μαλακής ακάνθης και σταυρού εις το μέσον. Εις τα χώματα της επιχώσεως περισυνελέγησαν ψηφίδες και τμήματα εκ της καταστραφείσης μωσαϊκής διακοσμήσεως των τοιχών της βασιλικής” αναφέρει στα απομνημονεύματά του, ο αρχαιολόγος Δημήτρης Λαζαρίδης.
Κατά τον 6ο μεταχριστιανικό αιώνα στη θέση των ειδωλολατρικών ιερών της αρχαίας ακρόπολης, υψώνονταν πλέον οι μνημειακοί ναοί της νέας θρησκείας. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν τέσσερις τρίκλιτες βασιλικές του 5ου και 6ου αιώνα μ.Χ. με θαυμάσια ψηφιδωτά δάπεδα. Το εντυπωσιακότερο βυζαντινό μνημείο του χώρου είναι ο περίκεντρος εξαγωνικός ναός του 6ου αιώνα, ένας από τους λίγους παλαιοχριστιανικούς περίκεντρους ναούς στον ελλαδικό χώρο. Την ακμή της πόλης στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους βεβαιώνουν και άλλα ευρήματα, όπως επιγραφές, ανάγλυφα, επιτύμβιες στήλες, αγγεία, νομίσματα και έργα μικροτεχνίας. Στην περιοχή ανακαλύφθηκαν μιλιάρια (miliaria), οδοδείκτες, στους οποίους σημειώνεται η απόσταση σε μίλια από τον προηγούμενο σταθμό της οδού. Σε αυτούς αναγράφονταν επίσης το όνομα του κατασκευαστή της Εγνατίας και αργότερα των ανακαινιστών της.
Παρά τη συρρίκνωσή της σε σχέση με την αρχαία πόλη, η Αμφίπολη των παλαιοχριστιανικών χρόνων εκτεινόταν και εκτός των οχυρωματικών της τειχών. Το μέγεθος και η λαμπρότητα των θρησκευτικών κτιρίων μαρτυρούν το δυναμισμό της παλαιοχριστιανικής πόλης.
Ο λοιμός, του 6ου αιώνα και οι μετακινήσεις Σλαβικών πληθυσμών στην συνέχεια, οδήγησαν στη σταδιακή υποβάθμιση της πόλης και τελικά επέφεραν την διάλυσή της ως αστικού κέντρου. Σύμφωνα με την αρχαιολόγο Σταυρούλα Δαδάκη, παρατηρείται καταστροφή των μνημείων της και συρρίκνωση της πόλης, φαινόμενο που εντοπίζεται σε όλα τα παλαιοχριστιανικά αστικά κέντρα της μεσογειακής λεκάνης και αντανακλά την κρίσιμη περίοδο που διέρχεται η βυζαντινή αυτοκρατορία την εποχή αυτή. Η απουσία της Αμφίπολης από τις πηγές από τα τέλη του 7ου αιώνα και μετά (τελευταία μνεία της επισκοπής Αμφιπόλεως γίνεται το 692 μ.Χ.), υποδηλώνει τη ραγδαία παρακμή και εγκατάλειψή της. Μετά τον 9ο αιώνα, ο οικιστικός πυρήνας μετατοπίσθηκε στις εκβολές του Στρυμόνα, όπου αναπτύχθηκε μια πόλη-λιμάνι, κατά τα πρότυπα των μεσοβυζαντινών πόλεων-κάστρων, γνωστή με το όνομα Χρυσούπολις και με διάρκεια ζωής ως τον 16ο αιώνα. Στην περιοχή του Δέλτα του Στρυμόνα βρίσκονται διάσπαρτα κτίσματα των βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων, τα οποία σχετίζονται είτε με μετόχια του Αγίου Όρους είτε με το λιμάνι της Χρυσούπολης και τους δρόμους που οδηγούσαν από τα παράλια στην ενδοχώρα.
Πάνω στα ερείπια της ιστορικής Αμφίπολης δημιουργήθηκε ένας μικρός οικισμός, το Μαρμάριον, ο οποίος εντοπίζεται βορείως του σημερινού χωριού, έξω από την τειχισμένη αρχαία πόλη και κοντά στη διάβαση του ποταμού Στρυμόνα, γνωστή ως Πόρος του Μαρμαρίου, όπου βρίσκεται και η αρχαία ξύλινη γέφυρα, και εξυπηρετούσε τις ανάγκες στάθμευσης των ταξιδιωτών, που διάβαιναν το Στρυμόνα. Η ζωή στο Μαρμάριο συνεχίστηκε στους μεταβυζαντινούς και πρώιμους οθωμανικούς χρόνους.
Στα μέσα του 14ου αιώνα στην περιοχή της Αμφίπολης δραστηριοποιούνται οι αδελφοί Αλέξιος και Ιωάννης, οι οποίοι ως σύμμαχοι του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου αποσπούν την περιοχή από τους Σέρβους. Στα 1367 ανήγειραν πύργο τον οποίο αφιέρωσαν στη μονή Παντοκράτορος. Ο πύργος υψώνεται στα πρώτα πρανή του λόφου, κοντά στον οικισμό του Μαρμαρίου και σώζεται κατά το ήμισυ. Μαζί με τον πύργο του Χάνδακα στην αντίπερα όχθη, κτήμα της Μονής Ζωγράφου, Ήταν σημεία συγκέντρωσης και διακίνησης της αγροτικής παραγωγής της ενδοχώρας του Στρυμόνα. Το Μαρμάριον ως οικισμός επέζησε ως τους πρώιμους οθωμανικούς χρόνους και στη γέφυρά του έφθαναν τα πλοία που εισέπλεαν το στόμιο του Στρυμόνα. Τελευταία αναφέρεται στα 1547 από τον περιηγητή Belon, ενώ η Χρυσούπολη είχε ήδη παρακμάσει. Το πέρασμα ωστόσο του ποταμού στο σημείο αυτό διατηρήθηκε έως τον 18ο-19ο αιώνα. Από τον 18ο αιώνα ένας νέος οικισμός με το όνομα Νεοχώρι αναπτύχθηκε στην πλαγιά του λόφου και πιο κοντά στα ερείπια της αρχαίας και χριστιανικής Αμφίπολης. Σήμερα ο σύγχρονος οικισμός απλώνεται σε τμήμα της περιτειχισμένης αρχαίας πόλης και βόρεια της παλαιοχριστιανικής.
Η παλαιοχριστιανική Αμφίπολη εντοπίζεται στο μέσον σχεδόν της αρχαίας Αμφίπολης και καταλαμβάνει μικρό τμήμα από την κορυφή του χαμηλού λόφου όπου τοποθετείται η ακρόπολη των κλασικών χρόνων. Ορίζεται από δικό της περίβολο. Ο περίβολος με συνολική περίμετρο 1105 μ. σχηματίζει ακανόνιστο ορθογώνιο με μια προέκταση στη βορειοανατολική γωνία. Η νότια πλευρά συμπίπτει με την πορεία του νοτίου σκέλους της αρχαίας ακρόπολης. Σώζεται σε ύψος που ποικίλει από 0,50 μ. έως 1,50 μ. και πλάτος που κυμαίνεται από 1,65 μ. έως 2,75 μ. Έχει δύο κύριες πύλες στον άξονα βορρά-νότου και τρεις πυλίδες. Ενισχύεται κατά διαστήματα με τετράπλευρους πύργους και έναν κυκλικό στη βορειοανατολική γωνία. Παρουσιάζει επιδιορθώσεις, συμπληρώσεις και ανακτήσεις σε διάφορες εποχές. Γενικά χρονολογείται στον 4ο -6ο αιώνα. Στα τέλη του 6ου - αρχές 7ου αιώνα ένα εγκάρσιο τείχος από βορρά προς νότο με έναν πεντάπλευρο πύργο περιόρισε την πόλη κατά το 1/4.