Σαν σήμερα ο Παύλος Σιδηρόπουλος γεννήθηκε στις 27 Ιουλίου του 1948 στην Αθήνα

Η ιστορία του Παύλου Σιδηρόπουλου ξεκίνησε το 1948 και παράλληλα ξεκίνησε και η ιστορία του Ελληνικού Ροκ. Ήταν γιος του Κωνσταντίνου Σιδηρόπουλου και της Ιωάννας (Τζένης) Σιδηροπούλου το γένος Αλεξίου, δισέγγονος του Ζορµπά.

Αστική τάξη και διανόηση ήταν το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε. Οι Σιδηρόπουλοι ήταν Πόντιοι εκ Ρωσίας, αστοί, που ζούσαν από την καλλιέργεια και το εμπόριο του καπνού. Από τη Ρωσία οι Σιδηρόπουλοι έφυγαν μετά την επανάσταση του 1917 και το 1923 ήρθαν στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς όπου ασχολήθηκαν με το εμπόριο καπνού. To 1936 ο παππούς του Παύλου μαζί με τα 6 παιδιά του έφυγαν από το Κιλκίς κι εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Οι Αλεξίου ήταν μια μεγάλη οικογένεια διανοουμένων από το Ηράκλειο της Κρήτης. Η μητέρα του Παύλου, Ιωάννα (Τζένη), γεννήθηκε το 1924 στο Ηράκλειο της Κρήτης, πατέρας της ήταν ο Ραδάμανθυς Αλεξίου και μητέρα της η Αναστασία Αλεξίου το γένος Ζορμπά. Η μητέρα του, ήταν κόρη του Γεωργίου Ζορμπά του γνωστού ως Αλέξη Ζορμπά όπως τον παρουσιάζει στο ομώνυμο έργο του ο Καζαντζάκης.

O Παύλος Σιδηρόπουλος αμέσως μετά τη γέννησή του στην Αθήνα, επέστρεψε μαζί με τους γονείς του στη Θεσσαλονίκη. Έμειναν εκεί μέχρι τα έξι πρώτα χρόνια της ζωής του. Ως παιδί ήταν πολύ ζωηρός, πρόσχαρος, πάντα ευαίσθητος, καλόκαρδος και ως πολύ κοινωνικός έκανε εύκολα φίλους. Από τα έξι χρόνια του και μετά φεύγει από τη Θεσσαλονίκη με την οικογένεια του κι όλοι μαζί εγκαθίστανται στην Αθήνα.

Ως μαθητής φοίτησε σε δημόσιο σχολείο, τελείωσε το 22ο Δημοτικό σχολείο Αθηνών στην οδό Νικοπόλεως στα Πατήσια και συνέχισε στο 8ο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών, από το οποίο και αποφοίτησε το 1966. Το 1967, χωρίς καμία ιδιαίτερη προσπάθεια και μάλλον αδιάφορα, πέρασε στο Μαθηματικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Τις σπουδές του στο Μαθηματικό δεν τις ολοκλήρωσε, έφτασε μέχρι το 3ο έτος σπουδών και διέκοψε μιας και οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες, και το ταλέντο του στη μουσική τον είχαν οριστικά κατακτήσει. Ως παιδί, δεν σπούδασε μουσική, έστω κι αν το ταλέντο του είχε φανεί από πολύ νωρίς. Δεν το είχε θελήσει ο πατέρας του.

Μουσικές σπουδές έκανε πολύ αργότερα, αφού είχε ξεκινήσει τη μουσική του σταδιοδρομία και είχε ήδη γίνει γνωστός με το ντουέτο «Δάμων και Φιντίας». Πριν το 1975 και για μικρό σχετικά διάστημα, όσο ο ίδιος έκρινε ότι του χρειαζόταν, σπούδασε ένα χρόνο σολφέζ, αρμονία και αντίστιξη. Για περιορισμένο επίσης διάστημα, πήρε μαθήματα και από τον μουσικό Ιωάννη Ιωαννίδη (1930), ενώ με ενθουσιασμό μιλούσε για τον συνθέτη Στέφανο Βασιλειάδη (1933-2004), στενό συνεργάτη του Γιάννη Χρήστου, τον οποίο θεωρούσε δάσκαλό του επειδή τον μύησε κάποια στιγμή στην ηλεκτροακουστική μουσική. Τη στρατιωτική του θητεία δεν την έκανε. Ο ίδιος λέει γι’ αυτό: «Την άνοιξη του 1976 με ενάμησι μήνα Τρίπολη, είκοσι μέρες 401 και τέσσερα ηλεκτροσόκ παίρνω τρελλόχαρτο».


Ο Σιδηρόπουλος ήταν πολύ δεμένος με τη μητέρα του, τόσο ώστε να πιστεύουν αρκετοί απ' αυτούς που τον γνώριζαν, πως αν δεν έφευγε εκείνη πρώτη, πιθανώς να μην έφευγε και αυτός. Δεν έκανε δική του οικογένεια, παρόλο που ερωτευόταν με πάθος και δινόταν ολοκληρωτικά. Χαρακτηριστικά, για τη γυναίκα και την ερωτική σχέση των δύο φύλων, ο Παύλος είχε πει: «Η γυναίκα είναι ο καθρέφτης μας. Είναι το πλάσμα που μπορούμε να πούμε ότι αγαπάμε στο έπακρο και το μισούμε στο έπακρο ταυτόχρονα, όπως με το ίδιο σκεπτικό λέμε ότι εμπεριέχουμε το σατανά και το Θεό...» (συνέντευξη στο Νίκο Μποζινάκη για το περιοδικό Ποπ+Ροκ, τεύχος 88)

Στη Θεσσαλονίκη, ο Σιδηρόπουλος, νεαρός φοιτητής και μακριά από την οικογένειά του, ξεκίνησε τη μουσική του σταδιοδρομία. Χαρακτηριστική για το ξεκίνημά του είναι η μαρτυρία του τότε συγκάτοικού του, τραγουδοποιού Βαγγέλη Γερμανού. Με τον Παντελή Δεληγιαννίδη δημιούργησαν το ντουέτο Δάμων και Φιντίας κατέβηκαν στην Αθήνα και άμεσα -μέσα στη διετία 1970-1971- ηχογράφησαν για τη Lyra (μέσω του label της Zodiac) τον πρώτο τους μικρό δίσκο 45 στροφών, με τα τραγούδια «Ξέσπασμα» και «Ο κόσμος τους».

Είναι η εποχή της μεταπολίτευσης και: «η ροκ σκηνή δεν έχει νόημα ύπαρξης πλέον γιατί το πολιτικό τραγούδι κυριαρχεί. Οι περισσότεροι μουσικοί ή φεύγουν έξω ή σιωπούν», όπως αφηγείται ο Σιδηρόπουλος το Σεπτέμβριο του '90 -στην τελευταία συνέντευξή του, στο Δημήτρη Δημητράκα και τον Rock FM. Προκειμένου να κάνει ο,τιδήποτε άλλο τότε, δούλεψε για κάποιους μήνες στο εργοστάσιο του πατέρα του, αλλά φαίνεται πως δεν το άντεχε. Κάπου εκεί και μέσα στη δημιουργική απελπισία του, συμφωνεί να συνεργαστεί με το συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο, ο οποίος ήρθε σε επαφή μαζί του μέσω του Π. Ζέρβα, ιδιοκτήτη των κλαμπ Κύτταρο και Ροντέο. Ο Σιδηρόπουλος συνεργάστηκε με το Μαρκόπουλο από το 1974 έως το 1976, ως σατιρικός τραγουδιστής και ηθοποιός.

Στα τέλη του 1977, ο Σιδηρόπουλος, έχοντας ήδη έτοιμο το υλικό για το δίσκο «Φλου», γνωρίζεται με τους «Σπυριδούλα», οι οποίοι τότε ήταν ένα νέο ροκ συγκρότημα -είχαν δημιουργηθεί το Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς από τους αδερφούς Σπυρόπουλους, Βασίλη και Νίκο, αλλά μέσω των συχνών ζωντανών εμφανίσεων είχαν ήδη γίνει γνωστοί στη ροκ σκηνή.

Μέσα στο 1978, Σιδηρόπουλος και Σπυριδούλα δίνουν μαζί συναυλίες,. Την άνοιξη του ίδιου χρόνου, ύστερα από ανακατατάξεις στο ανθρώπινο δυναμικό, το συγκρότημα καταλήγει στη σύνθεση με την οποία ξεκίνησε τα sessions του «Φλου» (ΕΜΙΑΛ, 1979). Το γκρούπ υπογράφει στην ΕΜΙΑΛ (EMI Columbia) και αρχίζει ηχογραφήσεις με παραγωγό τον Θόδωρο Σαραντή, ενώ ο Μάνος Ξυδούς αναλαμβάνει το συντονισμό. Οι ηχογραφήσεις ολοκληρώνονται μέσα στο 1978, αλλά ο δίσκος θα κυκλοφορήσει το Μάιο του '79.

Το καλοκαίρι του 1979, ο Σιδηρόπουλος έχει μείνει χωρίς συγκρότημα, αλλά δεν χάνει τον ενθουσιασμό του. Παίζει μαζί με τον Τόλη Μαστρόκαλο και τον Θόδωρο (Τέρρυ) Παπαντίνα (θρυλικός κιθαρίστας της ροκ σκηνής της Θεσσαλονίκης ήδη από τα ’70s), τζαμάροντας στο σπίτι του τελευταίου, οπότε και αποφασίζουν να δημιουργήσουν σχήμα. Στη σύνθεση προστίθενται ο Στίλπων Νέστορας (ρυθμική κιθάρα) και ο Τζίμης Τζιμόπουλος (τύμπανα). Ο τελευταίος προτείνει να ονομαστεί το γκρουπ Art Associations και ο Σιδηρόπουλος συμφωνεί, αλλά με το όνομα να αναγράφεται στα ελληνικά και ...εγένετο Εταιρεία Καλλιτεχνών.

Αρχές του 1980, ο Παύλος Σιδηρόπουλος βρίσκεται και πάλι στη διαδικασία αναζήτησης μουσικών, δοκιμάζει αρκετούς και σιγά-σιγά διαμορφώνεται η τελική σύνθεση της ομάδας που θα ηχογραφήσει τον επόμενο δίσκο. Το συγκρότημα «Απροσάρμοστοι» αποτελούσαν οι: Οδυσσέας Γαλανάκης (ηλεκτρική κιθάρα), Βασίλης Πετρίδης (ηλεκτρική κιθάρα), Αλέκος Αράπης (μπάσο) και Κυριάκος Δαρίβας (τύμπανα) αν και στο «Εν Λευκώ» τύμπανα έπαιξε ο Άκης Σημηριώτης, μιας και ο Δαρίβας υπηρετούσε τη στρατιωτική θητεία του. Το Μάρτιο του '82, ο Σιδηρόπουλος έρχεται σε νέα συμφωνία με την ΕΜΙ και ξεκινούν οι ηχογραφήσεις του δίσκου, στο στούντιο του Σταμάτη Σπανουδάκη. Το «Εν Λευκώ» (ΕΜΙ, 1985) κυκλοφορεί τον ίδιο χρόνο, προκαλώντας αντιδράσεις -ακόμα και την παρέμβαση της λογοκρισίας.

Οι Απροσάρμοστοι χωρίζουν πρόσκαιρα με τον Σιδηρόπουλο στα τέλη του '82. Ενώνονται ξανά στην αρχή το 1983 και θα παραμείνουν μαζί του μέχρι το τέλος. Τον Απρίλιο του 1984, ξεκινούν οι ηχογραφήσεις για το άλμπουμ «Zorba the Freak» (ΕΜΙ, 1985). Πλέον, Παύλος Σιδηρόπουλος + Απροσάρμοστοι = (αλλάξανε) Zorba the Freak. Ο Δημήτρης Πουλικάκος αναλαμβάνει την παραγωγή της ηχογράφησης. Ο δίσκος κυκλοφορεί στα μέσα του 1985 και περιέχει ορισμένα από τα πλέον δημοφιλή τραγούδια που έγραψε και ερμήνευσε ο Παύλος, όπως τα «R'Ν'R στο κρεβάτι», «Άντε και καλή τύχη μάγκες», «Μίκη Μάου(ς)», καθώς και αναθεωρημένες εκτελέσεις σε παλιότερα κομμάτια του («Απογοήτευση», «Το ΄69»), ενώ για πρώτη φορά γράφει και τραγουδάει στα αγγλικά -στο blues κομμάτι «Clown».

Με τους Απροσάρμοστους, ο Σιδηρόπουλος πραγματοποιεί πολλές συναυλίες -σε ιστορικά κλαμπ (Αν, Ροντέο, Cinema, Μετρό, Κύτταρο κ.α.), κινηματογράφους, φεστιβάλ, εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, ακόμα και στη Μπιενάλε της Βαρκελώνης. Μια από αυτές τις συναυλίες -το Φλεβάρη του 1989 στη μουσική σκηνή Μετρό- αποτυπώνεται στη δισκογραφική κυκλοφορία «Χωρίς Μακιγιάζ» (ΜΒΙ, 1989), η οποία αποτέλεσε το τελευταίο εν ζωή άλμπουμ για το Σιδηρόπουλο και το μοναδικό ζωντανά ηχογραφημένο. Ο δίσκος περιείχε κυρίως κομμάτια που παρ'ότι παίζονταν συχνά στις συναυλίες, δεν είχαν δισκογραφηθεί ποτέ πριν.

Στην τελευταία συνέντευξή του (στο Δημήτρη Δημητράκα) ο Σιδηρόπουλος με σαρκασμό ομολογεί ότι κάποια περίοδο θέλησε να ασχοληθεί με την ηθοποιία. Η συμμετοχή του στην ταινία του Ανδρέα Θωμόπουλου «Ο ασυμβίβαστος», τον είχε δελεάσει. Η μουσική της ταινίας ήταν του Γιώργου Θεοδωράκη. Στην ταινία περιέχονται και τα τραγούδια «Να μ’ αγαπάς», «Μη μου μιλάς για τίποτα» «Στον Ύπνο μου», «Τι να σου πω» σε στίχους και μουσική του Αντρέα Θωμόπουλου καθώς και το τραγούδι «Κάποτε θά ‘ρθουν» σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη και στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου. Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν το 1977 με πρωταγωνιστή τον Σιδηρόπουλο, ο οποίος και ερμηνεύει τα τραγούδια της ταινία. «Με πήρε μια μέρα ο Αντρέας τηλέφωνο και μου λέει: Έχω γράψει ένα έργο για πάρτη σου, μοιάζει πολύ με τη ζωή σου. Το βρήκα λίγο μελό είναι η αλήθεια, αλλά ο Αντρέας μου είπε ότι στο δρόμο θα αλλάξει θα το κάνουμε πιο πειστικό και πιο ανθρώπινο, αλλά δεν έγινε. Το έκανα με μαύρη καρδιά είναι η αλήθεια» δήλωνε ο Σιδηρόπουλος.

Οι κριτικές δεν ήταν καλές. Ως προς τον κόσμο, σε κάποιους άρεσε, ενώ κάποιοι άλλοι μίλησαν για ταινία αδιάφορη. Άρεσε όμως στη Γερμανία και παίχτηκε σε εφτά κανάλια εκεί και σε ένα φεστιβάλ στην Τσεχία. Η ταινία συμμετείχε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης του 1978 και ένα χρόνο μετά κυκλοφόρησε από τη Lyra ο δίσκος με τη μουσική και τα τραγούδια της ταινίας.Ο Παύλος Σιδηρόπουλος εμφανίστηκε και στην τηλεόραση ως ηθοποιός, το 1982, στο σήριαλ Οικογένεια Ζαρντή που σκηνοθέτησε για την ΕΡΤ-1 ο Κώστας Φέρρης.

Το φθινόπωρο του 1979, όταν ο Σιδηρόπουλος ήταν 31 ετών, ξεκίνησε η σχέση του με την ηρωίνη. Η καλλιτεχνική του πορεία μετρούσε ήδη εννιά χρόνια και η δημιουργικότητά του, το έργο του και η προσωπικότητά του είχαν για τα καλά αποκαλυφθεί. Στην αρχή πίστευε ότι δεν είχε κάτι να χάσει. Σύντομα κατάλαβε το αδιέξοδο, κάτι που φάνηκε άλλωστε τόσο στους στίχους των κομματιών του όσο και σε συνεντεύξεις του. Πολλές φορές έκανε προσπάθειες να ξεφύγει, και κατάφερνε για κάποια χρονικά διαστήματα να μένει «καθαρός». Την άνοιξη του 1990 έχασε τη μητέρα του, στην οποία είχε μεγάλη αδυναμία, γεγονός που τον κατέβαλλε. Λίγους μήνες αργότερα αντιμετώπισε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας με το χέρι του (η διάγνωση του Περιφερειακού Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών της 18ης Αυγούστου του 1990 ήταν «πάρεση βραχιόνιου αριστερού πλέγματος») και η κακή ψυχολογία του επιδεινώθηκε. Παρ’ όλο που η κατάσταση του χεριού του ήταν πολύ σοβαρή και πιθανώς μη αναστρέψιμη, ετοίμασε με το συγκρότημά του, τους Απροσάρμοστους, τον δίσκο (πρόκειται για το μεταθανάτιο άλμπουμ Άντε και Καλή Τύχη Μάγκες) και ξεκίνησε συναυλίες.

Σύμφωνα με τον Αλέκο Αράπη, τον μπασίστα των Απροσάρμοστων, την προηγούμενη νύχτα του θανάτου του, στις 5 Δεκεμβρίου του 1990, ο Σιδηρόπουλος έφτασε στο στούντιο αρκετά καθυστερημένος και σε κακή κατάσταση τσακώθηκε με τους μουσικούς του.

Στις 6 Δεκεμβρίου του 1990,στο σπίτι μιας φίλης του στο Νέο Κόσμο, έπεσε σε κώμα και άφησε την τελευταία του πνοή κατά τη μεταφορά του στον Ευαγγελισμό, χάνοντας τη μάχη με την ηρωίνη.

Κηδεύτηκε στις 10 Δεκεμβρίου του 1990, στο κοιμητήριο του Κόκκινου Μύλου στη Νέα Φιλαδέλφεια, παρουσία ελάχιστων επωνύμων αλλά πλήθους συγκλονισμένου και βαθιά θλιμμένου κόσμου που είχε κατακλύσει το χώρο για να του πει το τελευταίο αντίο. Στον Κόκκινο Μύλο υπάρχει οικογενειακός τάφος στον οποίο βρίσκονται ο Παύλος, η μητέρα του και ο πατέρας του, με την προτομή του Παύλου που φιλοτέχνησε η γλύπτρια Δώρα Βουτσινά.


Πηγή: http://pavlos-sidiropoulos.gr/

Σχετικές ειδήσεις